Σελίδες

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι, 392 π.Χ.(απόσπασμα)


 ...Στενοχωριέμαι
και δεν υποφέρω να έχουν σαπίσει τόσο
πολύ τα πολιτικά πράγματα της πόλης μας. Γιατί
τη βλέπω νά 'χει πάντα διεφθαρμένους
αρχηγούς. Κι αν τη μια μέρα φανεί κάποιος
τίμιος,
τις δέκα θα είναι κατεργάρης.
Κι αν στραφείς σε άλλον,
αυτός θα κάνει μεγαλύτερο κακό...
Αριστοφάνης,
Εκκλησιάζουσαι
, 392 π.Χ. (εκδ. Κάκτος, μτφ. Τ. Ρούσσος, Αθήνα 1993


Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

«Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση» -Ανδρέας Εμπειρίκος


 Τις μέρες τις γλυκές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη
βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η
γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους
κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ’ναι πάντα καλοκαίρι
(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος)
αναγαλλιάζουν οι ψυχές,
και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός
αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει
στο κάθε που άγγιξε κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.


September Rain by Dmitry Spiros

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εποχές»
«Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών
ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν
των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-
λούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα
με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-
λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην…»

(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)
               


Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Ιωσήφ Μπρόντσκι - Οι εραστές τ’ Αυγούστου

Ιωσήφ Μπρόντσκι - Οι εραστές τ’ Αυγούστου

«Οι εραστές τ’ Αυγούστου,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια στα χέρια έρχονται,
τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα
τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,
εξαφανίζονται στα σοκάκια,
τρέχουν στις πλατείες.
Στους εραστές τ’ Αυγούστου
αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα
οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω
στα πουκάμισά τους,
φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές
κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.
Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,
να το που χρωματίζει τα δέντρα,
που σβήνει τη λάμπα,
που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα . . .
Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,
γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.
Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.
Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες
κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,
συνομιλώντας με τον εαυτό σου.
Να τα λουλούδια και τια διαμέρισμα με το νέο έρωτα,
με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,
παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,
παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.
Το νέο δείλι θορυβεί,
κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,
κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,
κανείς δε θα σου παρασταθεί,
κανείς δε θα σου σταθεί,
πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,
απ’ τα λουλούδια,
απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.»
(Ιωσήφ Μπρόντσκι, 1961, «Οι εραστές τ’ Αυγούστου.»
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

August lovers,-Joseph Brodsky
August lovers come with flowers,
Invisible calls of their grand attract,
August lovers in red shirts
with half-open mouths
Flashed at crossroads,
disappear in the lanes,
By area, run.
August lovers
The evening air imps
Red-white line of shirts
Owl colors,
Open windows between the black shine parade,
And they all go, all run on some call.
That night life, That evening walks through the city,
Here he paints trees , lights a lamp, varnishes cars,
In the narrow alleys hastily ringing cathedrals,
Go back, access to the balcony, Throw coat.
See, August lovers run downstairs with flowers
Blue jets advertisements rainwater from roofs,
Here you look down, never change places
Never with anyone, did you say to yourself.
Here and flowers and an apartment with a new love,
With the young whipping, overlooking the new circle,
Giving himself to the new cries and new blood,
giving himself, producing flowers from hand.
The new night noise, no return, on a new life,
That no one will be held under your balcony to you
And it will not be for you, and will not, will not close
Than himself to himself, than to their colors, than themselves.

Источник: https://brodskiy.su/stihi-o-lyubvi/avgustovskie-lyubovniki

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Alexandr Pushkin -Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν-Ποιήματα

Αλέξανδρος Πούσκιν-Αγκάθι

Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο κι είμαι πάνω της αγκάθι…
Μην το πείτε και τ` ακούσουνε
η καλή μου μην το μάθει…

Θε ναρθεί γλυκιά κι υπέροχη
την αυγούλα κάποιου Απρίλη
με χαμόγελο στα μάτια της,
μ` ομορφιά πάνω στα χείλη.

Θαμπωμένη από την κόκκινη
καταματωμένη μου όψη
με τ` αργό της το βημάτισμα,
θα σιμώσει να με κόψει.

Μα το κάτασπρο χεράκι της
που αγαπώ και τρέμω τόσο
θα χαρώ -χαρά περήφανη-
με κακία να τ` αγκυλώσω.

Και μια στάλα απ` το αίμα πέφτοντας πέταλά μου ματωμένα
θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
θα γενεί μαζί σας ένα…\

 Μετάφραση Γιάννη Αηδονόπουλου από τις Εκδόσεις Κοροντζή

Αλέξανδρος Πούσκιν—
Επίκληση-

1829

Σε αγαπούσα. Ίσως η αγάπη
δεν έσβησε ακόμα στην ψυχή.
Μα, ας μη σ’ αναστατώνει πια
ο έρωτας μου. Δεν θέλω θλίψη
να σου δώσω περιττή.

…..

Σε αγαπούσα σιωπηλά,
χωρίς ελπίδα βασανισμένος
από ζήλεια και ντροπή.
Σε αγαπούσα τρυφερά κι αληθινά
τόσο που εύχομαι κι’ ο άλλος
έτσι να σ’ αγαπά.

Ένα λουλούδι-—Αλέξανδρος Πούσκιν—
Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Ένα λουλούδι πο ‘χει μαραθεί και ξεθυμάνει
βλέπω μες στο βιβλίο αφημένο.
Ένα παράξενο αίσθημα, θλιμμένο
ως μέσα νιώθω την ψυχή να πιάνει.

Πού ν’ άνθιζε; Και πότε; Ποια άνοιξη, πόσο μακρινή;
Και ν’ άνθισε πολύ; Το ‘κοψαν ποιοι;
Κανένα γνώριμο ή ξένο χέρι;
Κι εδώ το βάλανε γιατί; Ποιος ξέρει.
Συνάντηση θυμίζει τρυφερή
ή τον μοιραίο χωρισμό;
Σε κάμπου σιγαλιά μοναχική
μια βόλτα ή σε δάσος σκιερό;

Να ζει τάχα εκείνος; Μην εκείνη;
Τώρα πού να ‘ναι; Με τις απορίες μένω.
Ή μήπως έχουνε κι οι δυο τους γίνει
σαν το λουλούδι τούτο ‘δω το ξεχασμένο.