Σελίδες

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Ποιήματα απο τρεις ποιητικές συλλογές του Μενέλαου Λουντέμη




Το Αληθινό Μας ΡούχοΤο πιο πολύτιμο ρούχο μας.

Το πιο επίσημο ρούχο μας.
Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.
Η χλαμύδα μας.
Το φράκο μας.
Το νυχτικό μας.
Το μόνο σωστό μας.
Το μόνο πιστό μας.
Το μόνο αιώνιο ρούχο μας
είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,
άσπρο
ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους
που το χωρίζουν
σε μαύρο,
άσπρο
και μελαψό.


Ας Μη ΜετρίσουμεΑς μη καθίσουμε να μετρήσουμε
ποιανού δάκρυα ήτανε πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να ‘ναι κείνα
που δε χύθηκαν ακόμη.

Ας μη καθίσουμε να ρωτήσουμε
ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να ‘ναι
κείνο που πρόκειται να χυθεί.

Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη
που ‘χουνε τα δάκρυα.

Λοιπόν…
Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(«Σήμερα»… «Χτες»… «Αύριο»…)


Κλάψαμε χτες στην Αφρική
με τα βασανισμένα μάτια των Νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κονγκό
ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.

Γιατί είμαστε από κείνους
που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε
σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.
Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.

Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μη κάνεις τον άλλον
να πονέσει και να πεινά.


Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε
εσύ, δυνατέ… Ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις
ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!
                                                                   Απο την ποιητική συλλογή  '' Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς''
Πότε θα ξανάρθεις;
Εσένα λέω, ανθισμένο μου κορίτσι,
που 'χεις για πατρίδα την άνοιξη
και για σπίτι τα παιδικά μου παραμύθια.
Έρωτα μου εσύ,
οπλισμένε με τα βέλη του θανάτου,
πότε θα ξανάρθεις;
Σκονισμένος ξαναγυρνώ
από μισόν αιώνα απόσταση
να χτίσω με τα πενήντα μου χρόνια
ένα σπιτάκι
να καθίσω μέσα
και να σε περιμένω.
Γι' αυτό αγόρασα κι ένα κλουβί
γεμάτο τραγούδια.
Και μια κούνια
που να σε παίρνω
και να σε πετώ ως τα σύννεφα.
Έλα. Και θα δεις.
Θα σκαρφαλώσω με τη σκάλα μας
στη μικρή μας κληματαριά,
για να σου κόψω ένα άστρο
που με περιμένει εκεί
από τότε που 'μουνα παιδάκι.



 Μενέλαος Λουντέμης - Τελευταίο κάλεσμα
Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς (1975)
Ήρθε...
Και φώτισε την καταπακτή μου
Κι έγινε φως.
Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω.
Ένα μόνο ξέρω, πως έχασα τη γη.
Ήρθε...
Και ξωπίσω της έτρεχαν ξυπόλητες ένα κοπάδι ξέπλεκες ακτίνες
παίζοντας κρυφτούλι με τους ατμούς.
Ήρθε...
Κι έφυγε τρομαγμένη η πίσσα σκορπώντας τα μαύρα της δάκρυα ενώ
κάτι μεθυσμένοι καρυδαλλοί ανεβοκατέβαιναν σα σαλτιμπάγκοι.
Ήρθε...
Κι ένα χελιδόνι -καθώς έφευγε για τόπους μακρινούς- σταμάτησε
άπλωσε τις φτερούγες του πα στο σταυρό της κοντινής μας εκκλησιάς.
Αγάπη!
Για να ζήσεις ήρθες ή για να σταυρωθείς;


"Κάτω Απο Τα Κάστρα Της Ελπίδας")Το Παραμύθι Ενός Ραγισμένου Έρωτα

Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
και να 'ταν μόνο ένα τραγούδι,
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
για να πει το καημό του.

Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένας Έρωτας.
Ένας ολομόναχος Έρωτας
που γύριζε με μια πλάκα στη μασχάλη,
για να βρει ένα γραμμόφωνο
για να πει το καημό του.

"Έρωτα μη σε πλάνεψαν
  άλλων ματιών μεθύσια
  και μεσ' τα κυπαρίσια
  περνάς με μι' άλλη νιά;
  Έρωτ' αδικοθάνατε,
  Έρωτα χρυσομάλλη,
  αν σ' είδαν με μιάν άλλη,
  ήταν η Λησμονιά".


Μιά φορά κι ένα καιρό,
δεν ήταν ένας έρωτας,
δεν ήταν ένας πόνος.
Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
και μιά μισή πλάκα,
που 'λεγε το μισό της σκοπό:
"Έρωτα μη σε... Έρωτα μη σε...
  έρωτα μισέ... έρωτα μισέ..."


Θε μου!
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!
Ένα πονετικό χέρι,
για ν' ανασηκώσει τη βελόνα
και ν' ακουστεί ξανά,
ολόκληρος ο Έρωτας,
ολόκληρο το τραγούδι:

"Έρωτα μη σε σκότωσαν
  τα μαγεμένα βέλη;
  Έρωτα Μακιαβέλλι.
  Τα μάτια που σε λάβωσαν,
  με δάκρυα πικραμένα,
  καρφιά 'ταν πυρωμένα
  και μπήχτηκαν βαθιά".

Μη μου χτυπάτε...δεν είμαι εδώ
Ποιός μου χτυπά το τζάμι;
Μη μου χτυπάτε.
Δεν είμαι 'δω.
Εδώ κατοικεί η Μοναξιά
με μόνιμη νοικάρισα τη Πλήξη.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Μάταια χτυπάτε.
Εγώ δε μπορώ ν' ανοίξω.
Δε μπορώ να συρτώ
ούτ' ως τη πόρτα του σπιτιού μου,
ούτ' ως τη πόρτα του άλλου κόσμου.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Δεν είμαι 'δω.
Εδώ ειν' ένα ξερό έντομο
σ' ένα κόσμο, -φέρετρο-
όπου απαγορεύεται -με κίνδυνο ανάστασης-
ακόμη κι ο θάνατος σου!

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στο σπίτι.
Λάθος στη πόρτα.
Λάθος στον αιώνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!


Γι΄αυτό πάψτε.
Πάψτε -για το Θεό- να μου χτυπάτε!
Σας το ξαναλέω- μή!
Εδώ δε κατοικώ εγώ.
Εδώ κατοικεί μια αιμοβόρα
κι ακροβάτισα αράχνη,
που πριν λίγο έφαγε μια πεταλούδα.
Μια χρυσή, λεπτή πεταλούδα,
που -αλίμονο- είχε τ' όνομά μου!
  Α ρα δεν είχα αγαπηθεί, αυτό ήταν όλο
  Ί σως ανόητα υποδύθηκα το ρόλο
  Γ ελωτοποιού πολύ μετρίας κλάσης
  Λ ησμονημένος σε μιάν άχρηστη αποθήκη
  Η λίθιος κούκλος με σπασμένη μύτη 
<iframe width="560" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/F7HfnvICGTA?start=18" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen></iframe>



Ήρθε.
Και φώτισε την καταπακτή μου.
Κι' έγινε φως.
Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω.
Ένα μόνο ξέρω
Πως έχασα τη γη.
Ήρθε.
Και ξοπίσω της έτρεχαν ξυπόλυτες
Ένα κοπάδι ξέπλεκες ακτίνες
Παίζοντας κρυφτούλι με τους ατμούς.
Ήρθε.
Κι' έφυγε τρομαγμένη η πίσα
Σκορπώντας της τα μαύρα της δάκρυα
Ενώ κάτι μεθυσμένοι κορυδαλοί
Ανεβοκατέβαιναν σα σαλτιμπάγκοι.
Ήρθε
Κι' ένα χελιδόνι
- Καθώς έφευγε για τόπους μακρινούς
Σταμάτησε κι άπλωσε τις φτερούγες του
πα στο σταυρό της κοντινής μας εκκλησίας.
Αγάπη !

Για να ζήσεις ήρθες;
Ή για να σταυρωθείς; 
Μενέλαος Λουντέμης, «Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς»
Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί.
Mη ρωτάς γιατί περιμένει κείνος
Που δεν έχει τί να περιμένει
Και όμως περιμένει.
Γιατί σαν πάψει να περιμένει
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζεί.
Αβάσταχτο είναι… Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ’ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο.

"Μενέλαος Λουντέμης: Απανθίσματα"

-Σας πονάω. Αν ήταν στα χέρια μου θα σας ξαναδημιουργούσα. -Εσύ; Πώς είναι δυνατόν να φτιάξεις εσύ αυτούς που σ΄ έφτιαξαν; Ο θεός εδώ γίνεται μπαρούτι: -Μ΄ έφτιαξαν; Για ξαναπέστε το αυτό. Με τι μ΄ έφτιαξαν; -Με μπογιές. Εσύ με τι μας έφτιαξες; -Με το λόγο. "Είπα και εγένετο". -Ας μένει. Ξέρουμε με τι βάφονται τα αυγά. Αν είναι όμως έτσι όπως το λες, πώς γίνεται ένας ολοκάθαρος θεϊκός λόγος να βγάζει τόσο βρώμικα πλάσματα; Εμείς, εμείς σε φτιάξαμε, καλέ μου θεούλη, γιατί δεν αντέχαμε να κουβαλάμε μόνοι τα αίσχη μας...

"Όλοι χρωστάμε κάπου ένα σ`αγαπώ και μια συγνώμη..."

"Άμα τον πόνο σου τον μοιράζεσαι μ' άλλους" - λένε- "λιγοστεύει".
Μπορεί.
Την πείνα σου όμως μ' όσους και να την μοιραστείς, δε θα χορτάσεις.
Τα πάρκα ήταν γιομάτα νηστικούς. [...]
Μα τι έτρεξε και γέμισ' ο κόσμος νηστικούς;
Η κρίσις, λένε. "Ένεκα η κρίσις, κύριε..."
Μα τι ήταν η "κρίσις"; Αρρώστια;
Κι αν ήταν έτσι, γιατί δεν κολλούσαν όλοι;.


[Μενέλαος Λουντέμης, "Καληνύχτα, Ζωή"]
“Έτσι μου ‘παν.
Και ‘γω το πίστεψα.
Γιατί έρχονται απ’το μέρος που αγαπώ
και μ’ ακουμπούν στο μέρος που πονάω.”


“Αν μ’ αγαπούσες δε θα μου το’ λεγες.
Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη δε θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη…
Θα κάναμε αγάπη…”


Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ… Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά. 
Θηρίο τον λένε τον άνθρωπο. Κολοκύθια. Ποιο θηρίο, μωρέ; Έχει το θεριό μαχαίρια; Φκιάνει  σκοτώστρες και τουφεκάει; Θηρίο… Βρισιά για τα θεριά! 

από το “Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα”: 
Το καπάκι του ματιού το ’χει ο άνθρωπος για να σκεπάζει το μάτι του σαν κοιμάται, όχι σαν είναι ξύπνιος! 
Κι ύστερα, σου λένε, ο άνθρωπος είναι το “ευγενέστερον ζώον”… Ζώον… μάλιστα, αλλά όχι και ευγενέστερον!… Το αγριότερον, μάλιστα! 
Η λακωνικότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των δειλών ανθρώπων. 
Τους περήφανους τους σέβονται και νεκρούς, τους δειλούς τους σιχαίνονται ακόμη και ζωντανούς. 
Ζωντανός θα πει περήφανος! 

Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά; 
Να κοιτάς κατάματα τον αντικρινό σου και να του λες αυτά που θέλεις, και όχι μόνο αυτά “που πρέπει”… είναι κιόλα μια νίκη, μια λύτρωση. 


από την “Αγέλαστη άνοιξη”: 
Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί. 
Ένας άνθρωπος που δίνει στο διψασμένο νερό ποτές δεν είναι κακός. 
Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αποφασίζουν γλήγορα. Σπάζουν εύκολα το κεφάλι τους κι ησυχάζουν. 
Τι τσινιάρικη φοράδα είν’ αυτή η Ελλάδα και δεν μποράνε να την κάνουν ζάφτι; 
Η ευτυχία περπατάει πάντα πάνω στο σκοινί. Και μπορεί να σπάσει και να σε γκρεμίσει. 
Άιντε, ένα χεράκι ακόμη και τη βγάλαμε τη ζωή… Να πάρουν σειρά οι άλλοι. 
Αν είσαι καλός πού ’ναι οι οχτροί σου; 
Ας έβλεπα μια φορά μωρέ έναν καλό άνθρωπο χωρίς οχτρούς. Ας έβλεπα έναν. Μαράζι το ’χω… 
Η φιλία κρατάει μονάχα μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί. 
Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;
ΠΗΓΗ


 Βιογραφικό-
Μενέλαος Λουντέμης  -Γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικρασιατικής πόλης Γιάλοβας, το 1906. Το πραγματικό του όνομα ήτανε Δημήτρης Βαλασιάδης -ενώ το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του- και προερχόταν από εύπορη οικογένεια που χρεωκόπησε μετά από την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος. Πολύ μικρός γνώρισε το δράμα της προσφυγιάς. Πρόσφυγας από την Αγία Κυριακή της Γιάλοβας (Αιγιαλός) της Μικράς Ασίας μετά τον Μεγάλο Ξεριζωμό της Μικρασιατικής Καταστροφής, εγκαθίσταται με την οικογένεια του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριο Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για τη Κοζάνη. Έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας.
Διαβάστε την πλήρη  αναφορά ΕΔΩ