Σελίδες

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

''Ο 'Ερωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος

 ''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
     Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
   Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
     ― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
     Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».

     Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
     Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. 

Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
     Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
     Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

     Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

     Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
     δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.  
 Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

     Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
     κι ο παπάς χειρομυλίζει.

     Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.

     Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
     Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

     Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν. 
   
 Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.   
      ― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... 
Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
     Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. 
Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

     Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
     ― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
     Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
     ― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.

     Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου. 
     Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
     ― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
     Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. 

N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

     Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
     Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
  Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
     Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
     ― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
     Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
     Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
     ― Ποιος είναι;
     Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
     Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
     ― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.

     Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
     O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
     «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
     Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
     ― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
     Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
     Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
     «Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
     Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
     Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.

     Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.

(από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989) 
(Πρωτοδημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1896, στην εφημερίδα "Ακρόπολις"  

 ΠΗΓΗ  https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/2016/12/blog-post_26.html

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

Σαρλ Μπωντλαίρ-Η εξομολόγηση του καλλιτέχνη


Γκυστάβ Κουρμπέ: Πορτρέτο του Μπωντλαίρ

«Από παιδί δύο συναισθήματα αντιμάχονταν στην καρδιά μου: η φρίκη της ζωής και η έκσταση της ζωής.» (Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη)

Σαρλ Μπωντλαίρ-Η εξομολόγηση του καλλιτέχνη

Πόσο αισθητό είναι το τέλος των ημερών του φθινοπώρου! Αχ! διαπεραστικό μέχρι τα κόκαλα! κι αυτό, γιατί υπάρχουν μερικοί γλυκύτατοι αισθησιασμοί που η αοριστία τους δεν αποκλείει την ένταση, κι η αιχμή του Απείρου, είναι η πιο κοφτερή.

Είναι μεγάλη η γλυκύτητα, όταν πνίγεις το βλέμμα σου στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού και της θάλασσας! Μοναξιά, σιωπή, ασύγκριτη αγνότητα του γαλανού! ένα μικρό πανί που τρεμοπαίζει στον ορίζοντα και που με το μικρό του μέγεθος στην απομόνωσή του, μιμείται την αγιάτρευτή μου ύπαρξη, μονότονη μελωδία της φουσκοθαλασσιάς· όλ’ αυτά σκέφτονται ανάμεσά μου, ή σκέφτομαι εγώ ανάμεσά τους (γιατί μέσα στο μεγαλείο του ρεμβασμού το εγώ χάνεται γρήγορα!) σκέφτονται λέω, μουσικά και γραφικά όμως, χωρίς σοφίσματα, χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συμπεράσματα.

Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι σκέψεις, είτε δικές μου είναι, είτε αντανάκλαση είναι των πραγμάτων γίνονται γρήγορα πολύ έντονες. Η ενέργεια μέσα από την ηδονή γεννά μια στενοχώρια κι ένα θετικό βασάνισμα. Τα κλονισμένα νεύρα μου, μπορούν να δώσουν μονάχα κλαψούρικους και πονεμένους καρπούς.

Και τώρα, το βάθος τ’ ουρανού μ’ αφήνει κατάπληκτο. Η διαύγειά του μ’ εξοργίζει. Η ευαισθησία της θάλασσας, η ακινησία του θεάματος, μ’ επαναστατούν… Αχ! πρέπει πάντα να υποφέρει κανείς ή ν’ αποφεύγει αιώνια το ωραίο; Φύση, ανελέητη μάγισσα, θριαμβευτική μου αντίπαλος, άφησέ με! Σταμάτα να δοκιμάζεις τους πόθους και την υπερηφάνεια μου!
Η μελέτη του ωραίου είναι μια μονομαχία, που κάνει τον καλλιτέχνη να φωνάζει από φόβο πριν ακόμα νικηθεί.

(Μπωντλαίρ, Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη, μετάφραση: Ιωάννα Ευσταθιάδη-Λάππα, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1977, σ. 78


Συνομιλία-Σαρλ Μπωντλαίρ-

Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.

Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.

Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...

Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Μενέλαος Λουντέμης, «Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς»

Μενέλαος Λουντέμης: «Καθαρό πρόσωπο»

Υπομονή.

Δεν τελείωσαν όλα.

Σ' αυτή τη ζωή δεν τελειώνουν όλα

 Ούτε σε μια μέρα

Ούτε σε μια ζωή.

Στην άκρη της νύχτας

- για σε το λέω, απελπισμένε -

στην άκρη της νύχτας

πάνω σε κάποιο κλαρί

κρέμεται μια ελπίδα...

Το ίδιο και για σένα

- Στραγγαλιστή-

στην άκρη κάποιου κλαδιού

Κρέμεται μια αγχόνη.

Υπομονή μόνο.

Άς πηγαίνουν όλα αργά,

Άς δείχνουν όλα λυπημένα
(μετά τη δύση της μέρας ή μετά τη δύση της ζωής).

Άς λενε..

Πως ο θεός έπλασε τον κόσμο
σ' επτά μόνο μέρες.

Σ' επτά μόνο μέρες δε μπορείς
να χτίσεις ούτ' έναν πύργο στην Ισπανία !

Αλλά - πολλές φορές - καλά είναι και τα ψέματα.

Σβήνουν κι' αυτά κάποιες δίψες.

Νάναι μόνο καθαρά. Καθαρά ψέματα

Όχι βρωμισμένα μ' Αλήθειες !

Επι τέλους θέλουμε ένα βρώμικο ψέμα

Για να γλυτώσουμε απ' τις φκιασιδωμένες αλήθειες.

ΣΙΣΥΦΟΣ

Πώς να την κυλήσω και τούτη τη νύχτα;
Ένας Σίσυφος έχω γίνει.
Ένας Σίσυφος που σπρώχνει τη νύχτα.
Μα κείνη δεν προχωρεί.
Είναι γιατί της έχουν δεμένα τα σφυρά
με μολύβια του βαρυποινίτη.

Οι μέρες πνίγηκαν στην Δύση.
Πίσω απ'τους όγκους των βουνών
Πού φραξαv το πέρασμα του ήλιου,
Μην τύχει κι έρθει και σ' εμέ το Σίσυφο
Και μου χαιδέψει τα μαλλιά
Μη μου πει "Καλημέρα"

Χρόνια ρωτούσα...γιατί;
Γιατί σε μένα αυτή η τιμωρία;
Μα σήμερα το βρήκα.
Ο λόγος είναι που---
σαν είμουνα παιδάκι---
Ζωγράφιζα περιστέρια
με λυτά φτερά.


ΣΥΜΠΟΣΙΟ
Δεν κάλεσα στο δείπνο μου κανέναv
Ούτε φίλο, ούτε αδερφό. Το τραπέζι
Το στρωσα μόνο για τους εχθρούς μου.
Μα δεν απάντησε στην πρόσκληση
Κανένας.

Και τώρα πρέπει να τα πιω όλα εγώ
Και το νέκταρ και το δηλητήριο.
Κι' όσο για το δηλητήριο, ναι.
Συνηθισμένος είμαι.
Θα το πιω ως τον πάτο.
Μα το νέκταρ, το νέκταρ
Με ποιόν θα το μοιραστώ;

Και να γιατί
Κάθομαι τώρα εδώ
Κι αδειάζω μόνος μου το φαρμάκι
Στη γειά των φίλων μου
Και το νέκταρ
Στην υγειά των εχθρών μου.
Στη γειά των εχθρών μου.


Art by Alex Alemany
ΧΑΡΤΙΝΗ ΣΟΦΙΑ

Έφαγα σαράντα βιβλιοθήκες
Χρυσόδετους τόμους
Που πριν από μένα 
Είχε πάρει το γεύμα του 
Ένας σοφός μου συνάδελφος
( Που ύστερ τον έφαγε μαι γάτα )

Έφαγα σαράντα Βιβλιοθήκες.
Κι' ήταν  σα να 'τρωγα
ολόκληρο αμπάρι από άχερο
Για να βρω -  θείο απόσταγμα ! -
Ένα σπειράκι σιτάρι.

Έφαγα σαράντα βιβλιοθήκες
Σαράντα χρόνια ζωής
Κι η γέψη τους ήταν πικρή -
Μόνο σκόνη.
Μισός αιώνας σκόνη.

Να πεθάνω ; Θα 'ταν μάταιο.
Μα και να ζήσω θα 'ταν αργά.
Υπάρχει πολύ φαρμάκι άπιοτο.
Και δρόμος απερπάτητος πολύς
Που σε πάει - αλλίμονο ! - εκεί
Που τελειώνουν μόνο οι δρόμοι.
Και κανείς δεν αρχίζει.


Art byAlison Dunlop
OΙ ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ


Η εντολή ήταν ρητή, οργίλη.
Να θρυμματιστούν όλα !

Να μη μείνει ούτε λουλούδι σε μισχάρι.
Ούτε χαμόγελο σε  χείλια
( Φαρμάκι, ναι, όσο θέλεις... )

Να πυρποληθούν ( και στο πυρ να παραδοθούν )
Όλοι οι ανθόκηποι κι' όλα τα πάρκα
Μαζί με τις "Παιδικές Χαρές".
Οι παιδικές χαρές να γίνουν παιδικές λύπες
και παιδικά εγκλήματα
Όλες !

Να κλείσουν κι' όλα τα Ωδεία
Να γίνουν καφωδεία !
Η μουσική δεν έχει θέσιν
Σ' έναν κόσμο του Μέλλοντος
Του φτάνουν οι πολεμικοί ορυμαγδοί !

Και.. τέλος : Να γκρεμιστούν
όλες οι χελιδονοφωλιές.
Και στη θέση τους να χτισθεί το θαύμα του Αιώνα μας !

Καινούριος Πύργος της Βαβέλ
Για να μη μπορέσουν να συνεννοηθούν πια οι άνθρωποι
- Ποτέ πια - Ποτέ !


ΑΡΓΟΠΟΡΙΑ

Ήρθες αργά

Και τα χρόνια μου είναι βιαστικά.
Εσύ έχεις το δικαίωμα να γελάς,
Εγώ δεν έχω το δικαίωμα ούτε και να κλάψω.
Εσύ μπορείς να πηδάς
πάνω απ'τις ράχες των λόφων
Και απ'τις ράχες των γηρατειών.

Εσένα σου τα συχώρεσαν όλα.
Και τις αταξίες και τις κακοκεφαλιές.
Εμένα δε μου επιτρέπουν
ούτε ένα μικρό παραπάτημα.

Σου μιλώ με λόγια μεστά
Σαν ώριμα μήλα.
Τη ντροπή δεν την έφερε στον κόσμο
το "μήλο της αμαρτίας"
( τα μήλα δεν έχουν αμαρτίες )
Ούτε κι' οι ντροπές κοκκινίζουν.
Την αμαρτία δεν την έφερε στον κόσμο
Ούτε η άγνοια του Αδάμ
ή η "πονηρία του όφεως"

Η αμαρτία ήρθε στον κόσμο
ακολουθώντας το δρόμο
που της έδειξαν οι τυφλοί,

Κάτι παράξενοι "τυφλοί". Που ενώ
τα βλέπουν όλα...όλα...
Και τους Ναούς και τις Τράπεζες
Και τις Ταβέρνες και τα Πορνέια
Κι' ανοίγουν όλες τις πόρτες
Και των μυστικών και των μυστηρίων,
Ποτέ δεν άνοιξαν την πόρτα
που μέσα της κάποιοι βογγούν.


ΕΡΩΤΙΚΟ


Ήρθε.
Και φώτισε την καταπακτή μου.
Κι’ έγινε φως. Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω.
Ένα μόνο ξέρω
Πως έχασα τη γη.
 
Ήρθε.
 
Και ξοπίσω της έτρεχαν ξυπόλυτες
Ένα κοπάδι ξέπλεκες ακτίνες
Παίζοντας κρυφτούλι με τους ατμούς.
 
Ήρθε.
Κι’ έφυγε τρομαγμένη η πίσα
Σκορπώντας της τα μαύρα της δάκρυα
Ενώ κάτι μεθυσμένοι κορυδαλοί
Ανεβοκατέβαιναν σα σαλτιμπάγκοι.
 
Ήρθε
Κι’ ένα χελιδόνι
– Καθώς έφευγε για τόπους μακρινούς
Σταμάτησε κι άπλωσε τις φτερούγες του
πα στο σταυρό της κοντινής μας εκκλησίας.
Αγάπη !
Για να ζήσεις ήρθες;
Ή για να σταυρωθείς;

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Μενέλαος Λουντέμης, «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους»

 Ο ήρωας, δίχως μέλλον, τριγυρνά στη Χαλκίδα, στην Αθήνα, στον Άγιο Κωνσταντίνο...
Καταπιάνεται με όποιο επάγγελμα μπορεί για να επιβιώσει του αρκεί ένα κομμάτι ψωμί και μια στέγη για να προστατευτεί από τη νύχτα και την καταιγίδα. Γίνεται λούστρος, λογιστής, ηθοποιός, πλανόδιος βιβλιοπώλης. Κάπως έτσι γνωρίζει τον συγγραφέα Γιάννη Σκαρίμπα, με τον οποίο γίνονται αδερφικοί φίλοι. Κινητήριος δύναμη είναι γι' αυτόν, όπως και για τον Σκαρίμπα, η αγάπη η αγάπη για τα βιβλία και για την Αλίκη. Αναζητά τις αλήθειες που θα τον λυτρώσουν, περιπλανιέται - κυνηγάει τους ανέμους... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


«... Ο Λουντέμης έγραφε όπως ανάσαινε, δεν σταματούσε ποτέ... Σχεδόν καθένα από τα βιβλία του είναι και μια μαρτυρία από τη μακρόχρονη οδύσσειά του στους χώρους της εξορίας - μέσα κι έξω από την Ελλάδα».
(Στρατής Τσίρκας)

«Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους» (απoσπάσματα)

«Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει... τρέχει... ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις "όχι" στην αγάπη είναι σα να κατσουφιάζεις μπροστά σ' ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν' ανοίξει. Σα να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο».

«H αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας….μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.,»

Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος. Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία. Οι ιδέες που βουίζουν μεσ’ στ’ αυτιά σου…. τα παράπονα που φουσκώνουν το στήθος σου… Οι έγνοιες που χουν εκεί μέσα την φωλιά τους… Όλα πέφτουν στο νερό, σκορπούνε, χάνονται.

Ακουμπάς στη ρίζα, αντίκρυ στην πεντάμορφη πόλη. Ύστερα κλείνεις την πόλη όξω απ’ τα μάτια σου, και φέρνεις στη θέση της ένα κήπο. Δάσος οι νερατζιές… και το παγκάκι ολομόναχο κάτω από μια νερατζιά. Είναι τα μάτια της λαμπερά και σε λούζουν. Κείνη λέει τ’ονομά σου πολλές φορές. Ακουμπάει το χέρι της στην άκρη των μαλλιών σου -έτσι. Κι εσύ ο νιώθεις -το χέρι της!- το νιώθεις να κοκκινίζεις απ’την ντροπή. Τόσο όμορφο, τόσο ντροπαλό χέρι… πάει, δεν είναι πια να ξαναγίνει.

Ύστερα κάτι γίνεται κι όλα σταματούν… Οι νερατζιές απόμειναν σκυφτές από πάνω μας…Το φιλί της μοσχοβολούσε νιότη!… Αλίκη… Τ’ονομά σου έμεινε στα χείλη μου σαν το κλαδάκι της βραδυνής μας νερατζίας. Το κρατώ και μοσχοβολά ο κόσμος. Τώρα (αγάπη μου…αγάπη μου..), τώρα ζηλεύω το παγκάκι που ακουμπούσε το φουστάνι σου… Και ζηλεύω και τον εαυτό μου που ήταν εκεί και το ‘δε…. Αλίκη.. θέλω να πω ένα τραγούδι και φοβάμαι μην καεί το στόμα μου.

Μα βλέπεις, η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας…. Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.

Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν την χάσουμε. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν’την τραγούδια, ξενύχτια. Καν’την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην την μοιρολογάς. Είναι σαν να την βρίζεις. Σαν να τη κλεινεις τον δρόμο να ξανάρθει.»

Εκείνοι που είναι για να γίνουν μεγάλοι όχι μόνο δεν τους χρειάζεται η δυστυχία αλλά και τους μπαίνει εμπόδιο. Γιατί τώρα σ’ τα είπα όλα αυτά; Για να σε φέρω στα συγκαλά σου; Για να σε παρηγορήσω; Για να σε πλαντάξω; Δεν ξέρω. Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας. Αν θέλεις να πιεις, θα τα πιεις και τα δύο μαζί. Ένα ένα δεν σ’ τα δίνουν. Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Νυστάζεις ή πονάς;

Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας. Λοιπόν;…

Σ’ άφησε; Σε πρόδωσε; Καλύτερα έτσι. Θα ‘χεις κουράγιο να ξαναδοκιμάσεις. Αν έμενε, κι ανακάλυπτες τι ψεύτικο μικροπραγματάκι ήταν, θα πληγωνόσουν για πάντα.

Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν τη χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθησή της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν τη χάσουμε.

Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες.

Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις.

Καν’ την τραγούδια, ξενύχτια. Καν’ την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην τη μοιρολογάς. Είναι σαν να τη βρίζεις. Σαν να της κλείνεις το δρόμο να ξανάρθει.

Κοίταξέ με προσεχτικά και θα καταλάβεις. Για την αγάπη μιας γυναίκας έγινα ποιητής. Δεν τη συγκίνησα. Έγινα κλόουν, καραγκιόζης, Ρωμαίος, Νίγκελ, Άμλετ… Κείνη προσπέρασε πλάι απ’ τις τραγικές μεταμορφώσεις μου αγέρωχη και πήγε να θαφτεί στο άγνωστο.

Να πεις “όχι” στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ` ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν` ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο».

Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την  περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Οταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν την χάσουμε.

Ήταν τρελλή; Ήταν άρρωστη;… Χαλασμένη απ’ τα βιβλία; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω: πως μ’ έκανε δυστυχισμένο.

Κείνοι που είναι για να γίνουν μεγάλοι όχι μόνο δεν τους χρειάζεται η δυστυχία αλλά και τους μπαίνει εμπόδιο.

Γιατί τώρα στα είπα όλα αυτά; Για να σε φέρω στα συγκαλά σου; Για να σε παρηγορήσω; Για να σε πλαντάξω; Δεν ξέρω.

Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας. Αν θέλεις να πιεις θα τα πιεις και τα δύο μαζί. Ένα ένα δε στα δίνουν.

Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Νυστάζεις ή πονάς;

«Ο ουρανός είν' απέραντος πάνω απ' το κεφάλι μου, απέραντος και πιτσιλισμένος με φωτιά.

Α, τα καημένα τα όνειρά μου πώς τα χάλασα

Με την αγάπη σου την άπονη, Αλίκη.

Εσένα η θάλασσα σε γέννησε... η θάλασσα...

Κι είν' του γιαλού της, η καρδιά σου, ένα χαλίκι.

Ο ανήφορος είναι απότομος και τα βήματά σου δεν είναι διόλου στέρεα.

Ό,τι και να πεις όμως, κι όσο κι αν είναι η αγάπη της άπιαστη, χαμένη έξω απ' τα σύνορα της καρδιάς, το φιλί της... δε θα ξεχαστεί.

Το φιλί της κείνο το δυνατό σαν χαμός.

Να, όπως σαν να θέλεις ν' ανασάνεις κι έρχεται ένα φιλί και σου φράζει το στόμα.

Κι εσύ πια δε θέλεις ν' ανασαίνεις... δεν έχεις ανάγκη πια ούτε από ανάσα, ούτ' από τίποτα.

Γνωστική αγάπη ήθελα - ήταν που ήμουν μικρός και δεν το' ξερα.

Όλα τα πράγματα που δεν έχουν καρδιά και φλόγα είναι γνωστικά.

Τέτοια αγάπη ήθελα;»

Μενέλαος Λουντέμης, «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους» 

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Μενέλαος Λουντέμης-Το Κορίτσι Με Το Φεγγάρι Στο χέρι

Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του― αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει ― όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…― και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».
Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα. Την πρώτη μέρα που τον κατέβασαν είχε μαζί του και τη μύτη του μα ύστερα την έχασε. Τον έπιασε καταρροή κι ανόστησαν όλα. Πρόφτασε μονάχα να μυριστεί ότι βρομούσε βαριά κι ανυπόφορα εκεί μέσα… Κάτι σαν υπόνομος, σαν λάκκος ψοφιμιών. Ότι βούιζε σα βαθύ πιθάρι.

Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το σκοτάδι τα κατάπιε και τ’ αφάνισε όλα. Κάπως έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι στον άδη. Έτσι άχαρα, έτσι στυφά. Μόνο που τώρα πρέπει να του πάρουν αυτό τ’ όνομα, και να τον λένε «Απομόνωση». Θα του ταιριάζει περισσότερο.

Είχε μια πίκρα, που την έφερε μαζί του απ’ έξω. Ότι δεν πρόφτασε να δει το φεγγάρι. Το σπίτι που κρυβότανε ήταν παράμερο, σα μια γούβα, με τα παράθυρα πάντα κλειστά, πάντα, μέρα και νύχτα.
Ά… το φεγγάρι… Έπρεπε να είχε προφτάσει να το δει. Όμορφα είναι και με τον ήλιο, ― ά, ναι…― και μ’ αυτόν, είναι πολύ όμορφα. Μα με το φεγγάρι… Μ’ αυτό είναι αλλιώτικα. Ο κόσμος γίνεται μαγευτικός, σαν παραμυθένιος.
Σκέψου… Αυτός κι εκείνη ― το Ολγάκι― με φεγγάρι. Βράδυ αττικό. Και το φλύαρο ζεστό χεράκι της χωμένο στο δικό του. Το Ολγάκι… Ακουμπισμένο απάνω του σφικτά στο ξύλινο καναπεδάκι. Κι από πάνω η ακακία με το φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της. «Ολγάκι… κόψε μου κείνο το χρυσό μήλο» ― «Κλείσε τα μάτια να στο κόψω…». Το μάγουλό της, τρυφερό, μεταξένιο, τριβότανε μ’ ένα μικρό θρόισμα απάνω του. «Ώ, τι γλυκό και μοσκοβολημένο φεγγάρι…».

Τώρα που να είναι, τι να κάνει; Το Ολγάκι…
Ήταν τρυφερό, το μόνο τρυφερό συναπάντημα της ζωής του. Μικρό… ολομόναχο. Ανίδεο απ’ τη ζωή και τις παγίδες της. Γελούσε σα φρεσκοκομμένο ρόδι και δεν έβλεπε τους λύκους που ακόνιζαν γύρω της τα δόντια τους. Το είχε ανταμώσει λίγο πριν από το γκρεμό και τ’ άρπαξε και το ‘σφιξε πάνω στο τίμιο στήθος του. Και το καλόπιασε. Κείνη ακούμπησε στο μπράτσο του και πάτησε θαρρετά.

Μα αν γλύτωσε το Ολγάκι απ’ το γκρεμό κι απ’ τα δόντια των λύκων, άλλος γκρεμός, ένας αληθινός τάφος, ανοίχτηκε για τον ίδιο. Άλλοι λύκοι άρχισαν να μυρίζουν τα δικά του τα βήματα. Το κατάλαβε στην ώρα. Και της το ‘πε ― κείνη έτρεμε…
― Ξέρεις, Ολγάκι. Το καταλαβαίνω, πως η ανάσα μου εδώ πάνου θα είναι λίγη. Μια μέρα θα με σύρουν σα φονιά, ναι, εμένα. Θα μου ζητήσουν να πατήσω το ψωμί μου. Να παραδώσω τους συντρόφους μου. Να βρίσω το δίκιο του νηστικού. Να πω ήμαρτον για όλα που αγάπησα. Κι εγώ θα πω «όχι». Και τότε, Ολγάκι, ― δεν έχουμε καιρό να στο εξηγήσω γιατί― τότε μπορεί να με κρεμάσουν ανάποδα, ή να με θάψουν ζωντανό. Και να με κρατούν, κρεμασμένο ή θαμμένο, ώσπου να πέσω ν’ απαρνηθώ. Τότε, Ολγάκι, θα μείνεις ολομόναχο. Και πρέπει να σφίξεις τα δόντια σου. Παντού παραμονεύουνε λύκοι διψασμένοι για πλάσματα σαν και σένα. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια και να περιμένεις ώσπου να με ξεθάψουνε ― γιατί κάποτε θα με ξεθάψουνε. Θα κουραστούνε και θα με ξεθάψουνε. Τότε θα μου ξαναδώσεις πάλι να σφίξω το χεράκι σου… και δε θα τ’ αφήσω πια ποτέ.

Που να είναι άραγε τώρα το μικρό του, το ολόμικρό του Ολγάκι;…
Εδώ κάτου όλα ήταν μαύρα σαν κατράμι. Όλα σκεπασμένα με νύχτα πηχτή. Μπερδεμένα τα μερόνυχτα. Σμιγμένη η νύχτα με τη μέρα σε μια μόνη νύχτα χωρίς σύνορα. Είχε πάψει πια να μετράει, γιατί από πού ν’ αρχίσει; Με τι να μετρήσει; Εδώ ήταν όλα ένα μονοκόμματο σκοτάδι. Οι ώρες, τα λεπτά, οι μήνες και τα χρόνια. Τα ρολόγια και τα καλαντάρια, ήταν γι’ αυτούς που ζουν στο ξέφωτο του κόσμου, που έχουν τα μάτια, και που τους χρειάζονται τα μάτια. Εδώ «ζω» θα πει ψηλαφώ.
Έτσι σερνόταν αυτή η άσωτη μαυρίλα, έτσι λίμναζε αυτή η ασήκωτη πίσσα που απάνω τη λένε χρόνο. Κι έτσι θα σερνόταν, κι έτσι θα λίμναζε… αν…
Αν δεν γινότανε αυτό το θαμπωτικό και πρωτάκουστο, αν κάποτε, ξάφνου δεν γινόταν φως. Τι ήταν; Από πού ξεκίνησε; Τι ζητούσε;… Δεν ήξερε. Η αλήθεια είναι ότι έγινε, ότι κάποτε ― μέσα στα βαθιά έγκατα― έπεσε φως. Μόλις το είδε, έτριψε καλά τα μάτια του, κούνησε το μυαλό του, μην ήταν ψέμα, μην τον περιπαίζανε τα όνειρα. Όχι. Ήταν αλήθεια! Σύρτηκε με τα τέσσερα και κόλλησε τα μάτια του στην τρυπούλα του κελιού. Ήταν φως! Ένα κορίτσι (όνειρο;…) ένα κορίτσι αλαφροπάτητο περνούσε με το φεγγάρι στο χέρι. Φίλησε το βρώμικο σανίδι της πόρτας… Ήταν φως! Η ζωή ήταν ακόμη στη θέση της! Μα δεν πρόφτασε να χαρεί. Χοντρά βήματα ακούστηκαν ξοπίσω της. Και μ’ όλο του το σάστισμα μπόρεσε να ξεχωρίσει τη βαριά σιλουέτα του Σβαρτς, του βασανιστή και σκυλάνθρωπου, που δέκα ολάκερα μερόνυχτα τον παίδευε, πριν τον θάψει εδώ μέσα. Ναι, ήταν αυτός. Μα που την πήγαινε την άγνωστη με το φεγγάρι; Δεν πρόφτασε να την μελετήσει καλά, είχε μόνο ξεχωρίσει τα μαλλιά της ― χρυσά πίσω απ’ το φως, και το μπόι της, αρκετά ψηλό. Τίποτ’ άλλο. Τα βήματα πέρασαν κι έσβησαν.
Κάθισε να τρίβει τα μάτια του. Ήταν φως; Ήταν αλήθεια;
Ο κόσμος πέρασε από δίπλα του γρήγορος σαν αστραπή, και χάθηκε πίσω απ’ το διάδρομο. Έχωσε το κεφάλι του μέσ’ στα μπράτσα κι απόμεινε κει. Πέρασαν ώρες, δε θυμόταν πόσες. Σίγουρα. Δεν ήταν αληθινό ό,τι έτρεξε. Του φάνηκε. Όλα τα ‘φερε ο πυρετός. Ο πυρετός απ’ τις κακοφορμισμένες πληγές του. Έτσι θα ήταν. Κρίμα…

Κοιμόταν. Τον είχε κλεφτοπάρει έτσι κουλουριασμένος, όπως έμενε. Μπορεί να ονειρεύτηκε κιόλα. Ένα όνειρο γεμάτο φεγγάρια, φεγγάρια και κορίτσια. Ένα παγκάκι μια ακακία… Μα τι ‘ταν αυτό; Σήκωσε το κεφάλι του. Το φεγγάρι. Το κορίτσι με το φεγγάρι ξαναπερνούσε. Όχι, δεν ήταν όνειρο… Δεν ήταν ψέμα… Αχ… εξαίσιο πέρασμα… χαμόγελο της ζωής. Υπάρχεις λοιπόν; Κι εσύ γυναίκα, όποια κι αν είσαι, να ‘σαι ευλογημένη
 Αφού υπάρχει το φως όλα υπάρχουν. Τώρα μπορεί να κυλήσει όσος μαύρος χείμαρρος θέλει. Η ζωή υπήρχε! Και τον περίμενε.

Τότε ορκίστηκε. Αν ζούσε, αν ανέβαινε στο φως, να ψάξει, να την βρει, και να την βρει, και να την προσκυνήσει, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν.
Γιατί τον δυνάμωνε, γιατί κατέβηκε στα τάρταρα, για να του φέρει το φως, και την εγκαρτέρηση.

Έτσι το θυμόταν: Δυνατά, επίμονα, με πάθος… Όλον τον κατοπινό καιρό, όσος ήταν. Τον όρκο τον είχε βάψει στις πληγές του. Το θυμόταν κι όταν σύρτηκαν οι βαριές αλυσίδες ― γιατί κάποτε οι αλυσίδες σύρτηκαν― και τον πέταξαν ξανά στο φως. Θυμόταν και τα λόγια που αλλάξανε ξοπίσω του οι φύλακες. «Μπορείς απ’ την πέτρα την ξερή να βγάλεις νερό, απ’ αυτόν δε βγάζεις λέξη».
Δίπλα στο Ιεροξεταστήριο ήταν ένα καφενεδάκι. Κάθισε στην πρώτη καρέκλα που σκόνταψε. Κάθισε, γιατί δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να σκεφτεί, ούτε να περπατήσει. Ακόμα ψηλαφούσε… Ήρθε ένας μεσόκοπος άντρας και στάθηκε από πάνω του.
― Από κάτω έρχεσαι;… του λέει με πονετική φωνή. Φαίνεσαι. Είσαι σα χασές. Να σου φέρω ένα καφεδάκι, παιδί μου, να στυλωθείς;
― Πόσον καιρό έχω; Τον ρωτά.
― Που να ξέρω… Πότε σε πιάσανε; πε μου και θα το βρούμε.
― Αρχές Απρίλη.
― Χμ… Σήμερα έχουμε τέλη του Νοέμβρη.
― Τέλη του Νοέμβρη;…
Εφτά μήνες… Εφτά ολοστρόγγυλους μήνες… Μόνο με ψωμί… Νερό και ψωμί, που του το πετούσαν αμίλητοι απ’ την τρυπίτσα. Αμίλητοι, για να μην ακούσει ανθρώπινη μιλιά, κι αναθαρρήσει…
Ο καφετζής ξαναγύρισε με το δίσκο.
― Πάρε, παιδί μου. Κι απόθεσε τον καφέ.
Δεν τον πρόσεξε. Έπεσε πάνω στο νερό με λαχανητό.
― Μπάρμπα… του λέει. Και γαντζώνει πάνω στο ρούχο του. Μπάρμπα, όποιος κι αν είσαι. Έκανα έναν όρκο εκεί κάτω. Και θέλω τώρα που βγήκα να τον ξεπληρώσω…
― Ποιον παιδί μου; Λέγε…
― Κάποτε… δεν ξέρω πότε. Μα μια μέρα… ― ή μια νύχτα…, δε θυμάμαι― εκεί κάτω έγινε φως. Ένα κορίτσι…
― Άσε, ξέρω.
― Ξέρεις;
― Ναι, άσε, ξέρω… Να, εκειδά στο στενάκι κάθεται. Τη βλέπεις κείνη την πόρτα την κανελιά με το χερούλι; Έ, κει κάθεται.
― Ποιος; Το κορίτσι;
― Το κορίτσι. Δώσε στην πόρτα τρεις χτυπησιές και θα σ’ ανοίξουνε. Το ξέρω το κορίτσι. Είναι το τελευταίο κελεπούρι του Σβαρτς. Έχει καναδυό μήνες που το σπίτωσε.
― Του Σβαρτς;… Κάνει σαστισμένος. Και καλά, γιατί ο κύριος δεν πηγαίνει εκεί; Γιατί την κατεβάζει στον μαύρο κόσμο, κάτου στα έγκατα της γης;
― Άπιαστος κόσμος, παιδί μου, χαλασμένος, πώς το λένε… Να, είναι διότροπος, διεστραμμένος, βίδα… πώς το λένε;
― Άσε, μπάρμπα, κατάλαβα. Στην κανελιά πόρτα είπες; Άσε, κατάλαβα. Γεια σου…
Έχωσε τη σκούφια του βαθιά κι έφυγε. Παραπατούσε σα μεθυσμένος. Σερνόταν τοίχο-τοίχο ώσπου έφτασε στο χερούλι της καφετιάς πόρτας και κρεμάστηκε απάνω του. Ένα ξεπλυμένο μούτρο χάραξε την πόρτα και τον κοίταξε στυφά-στυφά.
― Πάαινε παρακάτω, χριστιανέ μου… Δεν έχει…
― Τι;
― Δεν έχουμε λιανά.
Έπιασε με δύναμη την πόρτα και την έσπρωξε μέσα.
― Λιανά;… Λιανά είπες; Για ποιον λοιπόν με πέρασες;
Η γριά τον μέτρησε φοβισμένη.
― Καλά… Κόπιασε. Μα τι ορίζεις;
― Θέλω… (Σταμάτησε. Τι ήθελε;… Σκούπισε τον ιδρώτα του). Θέλω τη… (Μα πως την έλεγαν;). Θέλω… Θέλω τη… την «απαυτή»… τη λεγάμενη του Σβαρτς.
― Χμ…Χμ… κάνει η γριά και ξερογλείφεται. Δεν είναι για τα δοντάκια σου, καψερέ μου. Πάαινε.
― Όχι, γιαγιά. Όχι, να μη χαρώ τα μάτια μου. Δεν…
― Πάαινε… πάαινε… Δεν είναι για κανέναν. Μη βλέπεις με κείνον. Έχει το λόγο της. Ποιον λόγο;… Κείνη ξέρει. Κάτι, λέει, της έταξε… Δεν είναι της «δουλειάς» το κορίτσι, μάτια μου. Τράβα.
― Γιαγιά… κάνει και της σταυρώνει τα χέρια. Δε με κατάλαβες. Δε με νοιάζει ποιανού είναι και τι κάνει. Εγώ θέλω μόνο να τη δω. Τίποτα άλλο. Μόνο να τη δω.
― Να τη δεις; Άλλο και τούτο! Και γιατί;
Κείνη την ώρα ακούστηκαν ξοπίσω βήματα.
― Να… πες τα στην ίδια… λέει η γριά. Άκου, Όλγα, κορίτσι μου. Στράφηκε. Κοντά του ήταν ένα τραπέζι…
― Τι είναι, γιαγιά; Ρώτησε το κορίτσι.
Τότε έγινε κάτι σα σεισμός. Μα αυτός ωστόσο δεν έπεσε. Στάθηκε αντίκρυ της σαν κέρινη σκιά… (Το μικρό του πάναγνο Ολγάκι…).
Κείνη έπαιξε με δύναμη τα μάτια. Ύστερα τα ‘κλεισε και περίμενε τα νύχια του. Δεν έγινε… Ο άνθρωπος που στεκότανε αντίκρυ της έβγαλε αργά-αργά το σκούφο του και γονάτισε. Κείνη έπεσε στα χέρια της γριάς. Κάτι ζεστό άγγιξε το μέτωπό της… Ένα ζεστό στόμα πέρασε σιγά, λεπτά, με ευλάβεια απ’ τα μαλλιά της… Κι ύστερα ξεμάκρυνε…
Άνοιξε τα μάτια της. Ο άνθρωπος με το φιλί έφευγε. Κι η τραγιάσκα του… ήταν ακόμη κρεμασμένη απ’ το χέρι… Της ήρθε να φωνάξει. Να τρέξει ξοπίσω του, να τον προφτάσει…, μα τα πόδια της ήταν κολλημένα. Ήθελε να του φωνάξει. Να περιμένει. Να δει πως θα πέφτει, και πως θα φιλεί ένα-ένα τα βήματά του… μα κείνος είχε ξεμακρύνει. Ακούστηκε να κλείνει ξοπίσω του η πόρτα.
Και τότε… Τότε κατάλαβε… ― κι έμπηξε φωνή― κατάλαβε… πως στον τάφο που κατέβηκε για να τον βγάλει, έμεινε για πάντα θαμμένη η ίδια…


Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Μενέλαος Λουντέμης-Δύο ποιήματα και ένα Πεζό κείμενο

Πρωιναί εκτελέσεις

Χτες την αυγή εκτελέσανε την Αλήθεια
ένα εκτελεστικό απόσπασμα από Ψέματα,
αραδιασμένα στη σειρά.
Όπως τα μπουκαλάκια στα φαρμακεία.

Όλα όμως έγιναν άμεμπτα
με άκρα προσοχή και τάξη.
Μία μόνο παραφωνία σημειώθηκε
όταν κάποιος απ΄ το ακροατήριο
ζητούσε (πράματα πρωτάκουστα…)
Να στηθούν, λέει, τα ψέματα στον τοίχο
για να εκτελεστούν απ΄ τις Αλήθειες!
Αν μπορούν να γίνουν τέτοια πράματα.

Μα ένα τέτοιο πράμα
μόνο σ΄ έναν τρελό, έναν θεότρελο κόσμο,
μπορείς να το επιτρέψεις.
Ενώ εμείς –όπως είναι γνωστό-
ζούμε στον «τελειότερον των κόσμων».

Μετά την εκτέλεση
ένας γαντοφορεμένος αξιωματικός
έσκυβε πάνω από κάθε νεκρό
και του μοίραζε από μια χαριστική βολή.
Γιατί – τι ξέρεις τι μπορεί να συμβεί
σ΄ έναν τόσο αληθινό κόσμο;
Μπορεί –κατά λάθος-
Να ντουφεκιστεί και κανένα ψέμα!

Το Αληθινό Μας Ρούχο
Το πιο πολύτιμο ρούχο μας.
Το πιο επίσημο ρούχο μας.
Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.
Η χλαμύδα μας.
Το φράκο μας.
Το νυχτικό μας.
Το μόνο σωστό μας.
Το μόνο πιστό μας.
Το μόνο αιώνιο ρούχο μας
είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,
άσπρο
ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους
που το χωρίζουν
σε μαύρο,
άσπρο
και μελαψό.


Το Κορίτσι Με Το Φεγγάρι Στο χέρι

Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του― αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει ― όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…― και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».
Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα. Την πρώτη μέρα που τον κατέβασαν είχε μαζί του και τη μύτη του μα ύστερα την έχασε. Τον έπιασε καταρροή κι ανόστησαν όλα. Πρόφτασε μονάχα να μυριστεί ότι βρομούσε βαριά κι ανυπόφορα εκεί μέσα… Κάτι σαν υπόνομος, σαν λάκκος ψοφιμιών. Ότι βούιζε σα βαθύ πιθάρι.

Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το σκοτάδι τα κατάπιε και τ’ αφάνισε όλα. Κάπως έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι στον άδη. Έτσι άχαρα, έτσι στυφά. Μόνο που τώρα πρέπει να του πάρουν αυτό τ’ όνομα, και να τον λένε «Απομόνωση». Θα του ταιριάζει περισσότερο.

Είχε μια πίκρα, που την έφερε μαζί του απ’ έξω. Ότι δεν πρόφτασε να δει το φεγγάρι. Το σπίτι που κρυβότανε ήταν παράμερο, σα μια γούβα, με τα παράθυρα πάντα κλειστά, πάντα, μέρα και νύχτα.
Ά… το φεγγάρι… Έπρεπε να είχε προφτάσει να το δει. Όμορφα είναι και με τον ήλιο, ― ά, ναι…― και μ’ αυτόν, είναι πολύ όμορφα. Μα με το φεγγάρι… Μ’ αυτό είναι αλλιώτικα. Ο κόσμος γίνεται μαγευτικός, σαν παραμυθένιος. Σκέψου… Αυτός κι εκείνη ― το Ολγάκι― με φεγγάρι. Βράδυ αττικό. Και το φλύαρο ζεστό χεράκι της χωμένο στο δικό του. Το Ολγάκι… Ακουμπισμένο απάνω του σφικτά στο ξύλινο καναπεδάκι. Κι από πάνω η ακακία με το φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της. «Ολγάκι… κόψε μου κείνο το χρυσό μήλο» ― «Κλείσε τα μάτια να στο κόψω…». Το μάγουλό της, τρυφερό, μεταξένιο, τριβότανε μ’ ένα μικρό θρόισμα απάνω του. «Ώ, τι γλυκό και μοσκοβολημένο φεγγάρι…».
Τώρα που να είναι, τι να κάνει; Το Ολγάκι…

Ήταν τρυφερό, το μόνο τρυφερό συναπάντημα της ζωής του. Μικρό… ολομόναχο. Ανίδεο απ’ τη ζωή και τις παγίδες της. Γελούσε σα φρεσκοκομμένο ρόδι και δεν έβλεπε τους λύκους που ακόνιζαν γύρω της τα δόντια τους. Το είχε ανταμώσει λίγο πριν από το γκρεμό και τ’ άρπαξε και το ‘σφιξε πάνω στο τίμιο στήθος του. Και το καλόπιασε. Κείνη ακούμπησε στο μπράτσο του και πάτησε θαρρετά.

Μα αν γλύτωσε το Ολγάκι απ’ το γκρεμό κι απ’ τα δόντια των λύκων, άλλος γκρεμός, ένας αληθινός τάφος, ανοίχτηκε για τον ίδιο. Άλλοι λύκοι άρχισαν να μυρίζουν τα δικά του τα βήματα. Το κατάλαβε στην ώρα. Και της το ‘πε ― κείνη έτρεμε…
― Ξέρεις, Ολγάκι. Το καταλαβαίνω, πως η ανάσα μου εδώ πάνου θα είναι λίγη. Μια μέρα θα με σύρουν σα φονιά, ναι, εμένα. Θα μου ζητήσουν να πατήσω το ψωμί μου. Να παραδώσω τους συντρόφους μου. Να βρίσω το δίκιο του νηστικού. Να πω ήμαρτον για όλα που αγάπησα. Κι εγώ θα πω «όχι». Και τότε, Ολγάκι, ― δεν έχουμε καιρό να στο εξηγήσω γιατί― τότε μπορεί να με κρεμάσουν ανάποδα, ή να με θάψουν ζωντανό. Και να με κρατούν, κρεμασμένο ή θαμμένο, ώσπου να πέσω ν’ απαρνηθώ. Τότε, Ολγάκι, θα μείνεις ολομόναχο. Και πρέπει να σφίξεις τα δόντια σου. Παντού παραμονεύουνε λύκοι διψασμένοι για πλάσματα σαν και σένα. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια και να περιμένεις ώσπου να με ξεθάψουνε ― γιατί κάποτε θα με ξεθάψουνε. Θα κουραστούνε και θα με ξεθάψουνε. Τότε θα μου ξαναδώσεις πάλι να σφίξω το χεράκι σου… και δε θα τ’ αφήσω πια ποτέ.
Που να είναι άραγε τώρα το μικρό του, το ολόμικρό του Ολγάκι;…

Εδώ κάτου όλα ήταν μαύρα σαν κατράμι. Όλα σκεπασμένα με νύχτα πηχτή. Μπερδεμένα τα μερόνυχτα. Σμιγμένη η νύχτα με τη μέρα σε μια μόνη νύχτα χωρίς σύνορα. Είχε πάψει πια να μετράει, γιατί από πού ν’ αρχίσει; Με τι να μετρήσει; Εδώ ήταν όλα ένα μονοκόμματο σκοτάδι. Οι ώρες, τα λεπτά, οι μήνες και τα χρόνια. Τα ρολόγια και τα καλαντάρια, ήταν γι’ αυτούς που ζουν στο ξέφωτο του κόσμου, που έχουν τα μάτια, και που τους χρειάζονται τα μάτια. Εδώ «ζω» θα πει ψηλαφώ.
Έτσι σερνόταν αυτή η άσωτη μαυρίλα, έτσι λίμναζε αυτή η ασήκωτη πίσσα που απάνω τη λένε χρόνο. Κι έτσι θα σερνόταν, κι έτσι θα λίμναζε… αν…
Αν δεν γινότανε αυτό το θαμπωτικό και πρωτάκουστο, αν κάποτε, ξάφνου δεν γινόταν φως. Τι ήταν; Από πού ξεκίνησε; Τι ζητούσε;… Δεν ήξερε. Η αλήθεια είναι ότι έγινε, ότι κάποτε ― μέσα στα βαθιά έγκατα― έπεσε φως. Μόλις το είδε, έτριψε καλά τα μάτια του, κούνησε το μυαλό του, μην ήταν ψέμα, μην τον περιπαίζανε τα όνειρα. Όχι. Ήταν αλήθεια! Σύρτηκε με τα τέσσερα και κόλλησε τα μάτια του στην τρυπούλα του κελιού. Ήταν φως! Ένα κορίτσι (όνειρο;…) ένα κορίτσι αλαφροπάτητο περνούσε με το φεγγάρι στο χέρι. Φίλησε το βρώμικο σανίδι της πόρτας… Ήταν φως! Η ζωή ήταν ακόμη στη θέση της! Μα δεν πρόφτασε να χαρεί. Χοντρά βήματα ακούστηκαν ξοπίσω της. Και μ’ όλο του το σάστισμα μπόρεσε να ξεχωρίσει τη βαριά σιλουέτα του Σβαρτς, του βασανιστή και σκυλάνθρωπου, που δέκα ολάκερα μερόνυχτα τον παίδευε, πριν τον θάψει εδώ μέσα. Ναι, ήταν αυτός. Μα που την πήγαινε την άγνωστη με το φεγγάρι; Δεν πρόφτασε να την μελετήσει καλά, είχε μόνο ξεχωρίσει τα μαλλιά της ― χρυσά πίσω απ’ το φως, και το μπόι της, αρκετά ψηλό.

Τίποτ’ άλλο. Τα βήματα πέρασαν κι έσβησαν.

Κάθισε να τρίβει τα μάτια του. Ήταν φως; Ήταν αλήθεια; Ο κόσμος πέρασε από δίπλα του γρήγορος σαν αστραπή, και χάθηκε πίσω απ’ το διάδρομο. Έχωσε το κεφάλι του μέσ’ στα μπράτσα κι απόμεινε κει. Πέρασαν ώρες, δε θυμόταν πόσες. Σίγουρα. Δεν ήταν αληθινό ό,τι έτρεξε. Του φάνηκε. Όλα τα ‘φερε ο πυρετός. Ο πυρετός απ’ τις κακοφορμισμένες πληγές του. Έτσι θα ήταν. Κρίμα…
Κοιμόταν. Τον είχε κλεφτοπάρει έτσι κουλουριασμένος, όπως έμενε. Μπορεί να ονειρεύτηκε κιόλα. Ένα όνειρο γεμάτο φεγγάρια, φεγγάρια και κορίτσια. Ένα παγκάκι μια ακακία… Μα τι ‘ταν αυτό; Σήκωσε το κεφάλι του. Το φεγγάρι. Το κορίτσι με το φεγγάρι ξαναπερνούσε. Όχι, δεν ήταν όνειρο… Δεν ήταν ψέμα… Αχ… εξαίσιο πέρασμα… χαμόγελο της ζωής. Υπάρχεις λοιπόν; Κι εσύ γυναίκα, όποια κι αν είσαι, να ‘σαι ευλογημένη. Αφού υπάρχει το φως όλα υπάρχουν. Τώρα μπορεί να κυλήσει όσος μαύρος χείμαρρος θέλει. Η ζωή υπήρχε! Και τον περίμενε.

Τότε ορκίστηκε. Αν ζούσε, αν ανέβαινε στο φως, να ψάξει, να την βρει, και να την βρει, και να την προσκυνήσει, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν. Γιατί τον δυνάμωνε, γιατί κατέβηκε στα τάρταρα, για να του φέρει το φως, και την εγκαρτέρηση.
Έτσι το θυμόταν: Δυνατά, επίμονα, με πάθος… Όλον τον κατοπινό καιρό, όσος ήταν. Τον όρκο τον είχε βάψει στις πληγές του. Το θυμόταν κι όταν σύρτηκαν οι βαριές αλυσίδες ― γιατί κάποτε οι αλυσίδες σύρτηκαν― και τον πέταξαν ξανά στο φως. Θυμόταν και τα λόγια που αλλάξανε ξοπίσω του οι φύλακες. «Μπορείς απ’ την πέτρα την ξερή να βγάλεις νερό, απ’ αυτόν δε βγάζεις λέξη».

Δίπλα στο Ιεροξεταστήριο ήταν ένα καφενεδάκι. Κάθισε στην πρώτη καρέκλα που σκόνταψε. Κάθισε, γιατί δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να σκεφτεί, ούτε να περπατήσει. Ακόμα ψηλαφούσε… Ήρθε ένας μεσόκοπος άντρας και στάθηκε από πάνω του.
― Από κάτω έρχεσαι;… του λέει με πονετική φωνή. Φαίνεσαι. Είσαι σα χασές. Να σου φέρω ένα καφεδάκι, παιδί μου, να στυλωθείς;
― Πόσον καιρό έχω; Τον ρωτά.
― Που να ξέρω… Πότε σε πιάσανε; πε μου και θα το βρούμε.
― Αρχές Απρίλη.
― Χμ… Σήμερα έχουμε τέλη του Νοέμβρη.
― Τέλη του Νοέμβρη;…
Εφτά μήνες… Εφτά ολοστρόγγυλους μήνες… Μόνο με ψωμί… Νερό και ψωμί, που του το πετούσαν αμίλητοι απ’ την τρυπίτσα. Αμίλητοι, για να μην ακούσει ανθρώπινη μιλιά, κι αναθαρρήσει…
Ο καφετζής ξαναγύρισε με το δίσκο.
― Πάρε, παιδί μου. Κι απόθεσε τον καφέ.
Δεν τον πρόσεξε. Έπεσε πάνω στο νερό με λαχανητό.
― Μπάρμπα… του λέει. Και γαντζώνει πάνω στο ρούχο του. Μπάρμπα, όποιος κι αν είσαι. Έκανα έναν όρκο εκεί κάτω. Και θέλω τώρα που βγήκα να τον ξεπληρώσω…
― Ποιον παιδί μου; Λέγε…
― Κάποτε… δεν ξέρω πότε. Μα μια μέρα… ― ή μια νύχτα…, δε θυμάμαι― εκεί κάτω έγινε φως. Ένα κορίτσι…
― Άσε, ξέρω.
― Ξέρεις;
― Ναι, άσε, ξέρω… Να, εκειδά στο στενάκι κάθεται. Τη βλέπεις κείνη την πόρτα την κανελιά με το χερούλι; Έ, κει κάθεται.
― Ποιος; Το κορίτσι;
― Το κορίτσι. Δώσε στην πόρτα τρεις χτυπησιές και θα σ’ ανοίξουνε. Το ξέρω το κορίτσι. Είναι το τελευταίο κελεπούρι του Σβαρτς. Έχει καναδυό μήνες που το σπίτωσε.
― Του Σβαρτς;… Κάνει σαστισμένος. Και καλά, γιατί ο κύριος δεν πηγαίνει εκεί; Γιατί την κατεβάζει στον μαύρο κόσμο, κάτου στα έγκατα της γης;
― Άπιαστος κόσμος, παιδί μου, χαλασμένος, πώς το λένε… Να, είναι διότροπος, διεστραμμένος, βίδα… πώς το λένε;
― Άσε, μπάρμπα, κατάλαβα. Στην κανελιά πόρτα είπες; Άσε, κατάλαβα. Γεια σου…
Έχωσε τη σκούφια του βαθιά κι έφυγε. Παραπατούσε σα μεθυσμένος. Σερνόταν τοίχο-τοίχο ώσπου έφτασε στο χερούλι της καφετιάς πόρτας και κρεμάστηκε απάνω του. Ένα ξεπλυμένο μούτρο χάραξε την πόρτα και τον κοίταξε στυφά-στυφά.
― Πάαινε παρακάτω, χριστιανέ μου… Δεν έχει…
― Τι;
― Δεν έχουμε λιανά.
Έπιασε με δύναμη την πόρτα και την έσπρωξε μέσα.
― Λιανά;… Λιανά είπες; Για ποιον λοιπόν με πέρασες;
Η γριά τον μέτρησε φοβισμένη.
― Καλά… Κόπιασε. Μα τι ορίζεις;
― Θέλω… (Σταμάτησε. Τι ήθελε;… Σκούπισε τον ιδρώτα του). Θέλω τη… (Μα πως την έλεγαν;). Θέλω… Θέλω τη… την «απαυτή»… τη λεγάμενη του Σβαρτς.
― Χμ…Χμ… κάνει η γριά και ξερογλείφεται. Δεν είναι για τα δοντάκια σου, καψερέ μου. Πάαινε.
― Όχι, γιαγιά. Όχι, να μη χαρώ τα μάτια μου. Δεν…
― Πάαινε… πάαινε… Δεν είναι για κανέναν. Μη βλέπεις με κείνον. Έχει το λόγο της. Ποιον λόγο;… Κείνη ξέρει. Κάτι, λέει, της έταξε… Δεν είναι της «δουλειάς» το κορίτσι, μάτια μου. Τράβα.
― Γιαγιά… κάνει και της σταυρώνει τα χέρια. Δε με κατάλαβες. Δε με νοιάζει ποιανού είναι και τι κάνει. Εγώ θέλω μόνο να τη δω. Τίποτα άλλο. Μόνο να τη δω.
― Να τη δεις; Άλλο και τούτο! Και γιατί;
Κείνη την ώρα ακούστηκαν ξοπίσω βήματα.
― Να… πες τα στην ίδια… λέει η γριά. Άκου, Όλγα, κορίτσι μου. Στράφηκε. Κοντά του ήταν ένα τραπέζι…
― Τι είναι, γιαγιά; Ρώτησε το κορίτσι.
Τότε έγινε κάτι σα σεισμός. Μα αυτός ωστόσο δεν έπεσε. Στάθηκε αντίκρυ της σαν κέρινη σκιά… (Το μικρό του πάναγνο Ολγάκι…).
Κείνη έπαιξε με δύναμη τα μάτια. Ύστερα τα ‘κλεισε και περίμενε τα νύχια του. Δεν έγινε… Ο άνθρωπος που στεκότανε αντίκρυ της έβγαλε αργά-αργά το σκούφο του και γονάτισε. Κείνη έπεσε στα χέρια της γριάς. Κάτι ζεστό άγγιξε το μέτωπό της… Ένα ζεστό στόμα πέρασε σιγά, λεπτά, με ευλάβεια απ’ τα μαλλιά της… Κι ύστερα ξεμάκρυνε…
Άνοιξε τα μάτια της. Ο άνθρωπος με το φιλί έφευγε. Κι η τραγιάσκα του… ήταν ακόμη κρεμασμένη απ’ το χέρι… Της ήρθε να φωνάξει. Να τρέξει ξοπίσω του, να τον προφτάσει…, μα τα πόδια της ήταν κολλημένα. Ήθελε να του φωνάξει. Να περιμένει. Να δει πως θα πέφτει, και πως θα φιλεί ένα-ένα τα βήματά του… μα κείνος είχε ξεμακρύνει. Ακούστηκε να κλείνει ξοπίσω του η πόρτα.
Και τότε… Τότε κατάλαβε… ― κι έμπηξε φωνή― κατάλαβε… πως στον τάφο που κατέβηκε για να τον βγάλει, έμεινε για πάντα θαμμένη η ίδια…
ΠΗΓΗ