Νυχτερινή Φαντασία
Νύχτα. Βροχή. Ένας ουρανός θαμπός, που τον σπαθίζει,
όσο είναι φως, με πύργους και με τόξα, η σιλουέτα
πολιτείας γοτθικιάς, μακριά μες στο σταχτί σβησμένης.
Κάμπος. Μια αγχόνη, από κορμιά που σήπονται γεμάτη,
που με τις μύτες τα σκουντούν τ' αχόρταγα κοράκια,
κι ενώ χορεύουν άμοιαστες πόλκες στον στον μαύρο αέρα,
τα κρεμασμένα πόδια τους τα 'χουν οι λύκοι δείπνο.
Αγκάθια σκόρπια, λιγοστά χαμόδεντρα και πρίνοι,
που δώθε κείθε όλο πετούν των φύλλων τους τα σκιάχτρα
μέσα στο σάλο της καπνιάς, καθώς σε σκίτσου φόντο.
Κι ύστερα, γύρω από δυο τρεις νεκρόθωρους δεσμώτες,
που παν γυμνόποδοι, φρουροί διακόσοι κι εικοσπέντε
τους πάνε, και τ' ατσάλια τους, ορθά σαν λύσγου ατσάλια,
γυαλίζουνε, αντιμέτωπα με της βροχής τις λόγχες.
Κάτι Κλαίει
Κάτι κλαίει στη καρδιά μου
καθώς βρέχει μες στη χώρα,
τάχα τί μαράζι, αλιά μου,
τη στραγγίζει τη καρδιά μου;
Γλυκά σταλάζει η βροχή
στη γη, στα κεραμίδια.
Στην άχαρή μου τη ψυχή,
τάχα τί τραγουδάς, βροχή;
Κλάμα, χωρίς αστεία.
σπαράζει η καρδία.
Τάχα μια απιστία;
Κλαίει χωρίς αιτία.
Κι είν' ο πόνος της περίσσος
να μη ξέρει το γιατί,
μ' ούτ' αγάπη, ούτε μίσος
να τη δέρνουν οι λυγμοί.
Το Οικείο Μου Όνειρο
Συχνά έχω τούτο το παράξενο και διαπεραστικό όνειρο
μιας γυναίκας άγνωστης που αγαπώ και με αγαπά
και που όμως δεν είναι κάθε φορά ούτε ακριβώς η ίδια
αλλά ούτε και κάποια άλλη, και με αγαπά και με καταλαβαίνει.
Γιατί εκείνη με καταλαβαίνει κι η καρδιά μου είναι διάφανη
για αυτή μονάχα˙ και τον ιδρώτα του χλωμού προσώπου μου
μονάχα αυτή ξέρει να δροσίζει με το κλάμα της
Να είναι άραγε καστανή, ξανθιά ή κοκκινομάλλα; Δε ξέρω.
Το όνομά της; Θυμάμαι πως είναι γλυκό κι εύηχο
σαν τα ονόματα των αγαπημένων που μας στέρησε η ζωή
Το βλέμμα της είναι όμοιο με το βλέμμα των αγαλμάτων
κι όσον αφορά στη φωνή της, απόμακρη σοβαρή κι ήρεμη,
με τη χροιά φωνών αγαπημένων που σωπάσαν...
Τα Χέρια
Τα χέρια τ' ακριβά, δικά μου που έγιναν,
ωραία-ωραία, μικρά-μικρά,
κι ύστερ' απ' όλα τα θανάσιμα γλυστρήματα
κι απ' όλ' αυτά τ' ανίερα κοσμικά.
Ύστερ' από τ' αραξοβόλια και τις αμμουδιές
κι από τους τόπους κι από τα λημέρια,
ρήγικα χέρια πιο πολύ κι απ' των παραμυθιών,
μου ανοίγουν τα όνειρα τ' αγαπημένα χέρια.
Ονειρευτά χέρια απλωμένα απάνου απ' τη ψυχή μου,
τάχα το ξέρω εγώ τι θα 'χετε καταδεχτεί
να ειπείτε της ψυχής μου που μαράζωσε
μέσα σ' αυτού του κόσμου την κακούργα βοή;
Τάχα είναι ψέμα το όραμα σεμνό που το ανοίγω,
συμπάθειας όραμα πνευματικής,
μιας επιστήθιας, μιας απέραντης αγάπης,
στοργής που όλα μου απάνου της τα παίρνει μητρικής;
Αγαπημένα μου όνειρα, χεράκια μου αγιασμένα
πόνε πανώριε, ποθητέ δαρμέ μου εσύ,
τα χέρια αυτά, τα χέρια αυτά, σεπτά μου χέρια,
κάματε τη χειρονομία που συγχωρεί.
http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1349