Σελίδες

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Τα Κάλαντα -Ναπολέων Λαπαθιώτη

 

Το διήγημα λέγεται «Τα κάλαντα» και δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, το περιοδικό ποικίλης ύλης που φιλοξένησε μεγάλο μέρος της ποιητικής και της πεζής παραγωγής του Λαπαθιώτη, από το 1924 ίσαμε το τέλος της ζωής τους. Όπως θα περιμένατε, δημοσιεύτηκε σε χριστουγεννιάτικο τεύχος, στο τεύχος της 26ης Δεκεμβρίου 1929. Το παραθέτω εδώ, μονοτονισμένο φυσικά. Η ορθογραφία έτσι κι αλλιώς ήταν σχεδόν η ίδια με τη σημερινή.


Ν. Λύτρας, Κάλαντα. 1872. Ιδιωτική Συλλογή.
Τα κάλαντα

Χριστουγεννιάτικο

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…

— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.

Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.

Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.

Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…

Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…

Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.

Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν’ η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ’ έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί…

Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν’ ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα ’λεγαν, απλώς, «για το καλό»…

Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.


Τα κάλαντα-Σπύρος Βασιλείου
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ’ τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…

Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.

Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.

Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς…

Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με  τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό…

Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.

Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»…

Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.

Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’ αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.

Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…

Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…

Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…

Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ’ απορία…

Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ’ στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ’ τις βροχές.

Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ’ στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…


Τα κάλαντα -Γεώργιος Σικελιώτης
Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…

Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ’ τα χέρια.

Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ’ έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα ’λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ’ από τ’ άλλα, σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ’ στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!

Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να ’χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί…

Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.

Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.

Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.

Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ’φτασε στ’ αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας…

Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.

Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ’ στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.

Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ’ απ’ τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,

Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που ’βγαινε απ’ τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.

Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ’ ανακαλύψουν…

Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ’ ένα μωρό.

Ήταν καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.

Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.

Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.

Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν…

Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!

Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.

Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.

Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.

Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.

Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.

Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ’ άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια.

Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.

Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβο­λάει σα ναός…

Κι έβγαλαν μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ’ ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…

Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…

Μουσικοί- Κάλαντα στο Βυζάντιο, 1070
* * *

Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ’ στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι…

Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ’ στα βάθη της ψυχής του, πως όλ’ αυτά, τα είχε δει μέσ’ στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.

Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.

Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα…

 ΠΗΓΗ

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

Η ιστορία της Χριστουγεννιάτικης κάρτας

Κάθε χρόνο, άνθρωποι από όλο τον κόσμο στέλνουν κάρτες Χριστουγέννων στους φίλους και τις οικογένειές τους. Πρόκειται για μια παράδοση που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα και ο σχεδιαστής της πρώτης κάρτας Χριστουγέννων ήταν ο John Callcott Horsley.
 Ο John Callcott Horsley ήταν ένας άγγλος ζωγράφος, εικονογράφος και σχεδιαστής.
foto from

 Σύμφωνα με σχετικές αναφορές, σχεδιάστηκε τo 1843 από τον καλλιτέχνη John Callcott Horsley κατόπιν παραγγελίας του φίλου του Sir Henry Cole, ιδρυτή του μουσείου Victoria & Albert.
Ο Cole, καθότι πολυάσχολος, δεν είχε χρόνο να γράψει ευχητήριες επιστολές σε φίλους και συγγενείς και ζήτησε τη βοήθεια του Horsley. Έτσι γεννήθηκε η πρώτη κάρτα και μαζί της μια νέα βιομηχανία. Στη συνέχεια ο Joseph Cundall, εκδότης εικονογραφημένων ιστοριών για παιδιά, εξέδωσε 1.000 αντίγραφα της κάρτας, τα οποία πουλήθηκαν σχεδόν όλα προς ένα σελίνι το καθένα. Ένα από τα αντίτυπά της, αυτό που έστειλε ο Cole στη γιαγιά του το 1843, πουλήθηκε το 2001 προς 22.500 λίρες κατακτώντας τον τίτλο της πιο ακριβοπληρωμένης κάρτας στον κόσμο.
Η κάρτα που φιλοτέχνησε ο Horsley είχε το μέγεθος μιας συνηθισμένης ταχυδρομικής κάρτας, έφερε το δημοφιλές ευχετήριο μήνυμα που διατηρείται μέχρι και σήμερα (Χαρούμενα Χριστούγεννα και ευτυχές το νέο έτος) και αντικατόπτριζε τα ήθη της εποχής.

 Οι γιρλάντες από κισσό που ζωγράφισε δημιουργούσαν ένα ρομαντικό πλαίσιο και τα σχέδιά της αναπαριστούσαν φιλανθρωπικές πράξεις (ένδυσης και σίτισης φτωχών και πεινασμένων). Το κεντρικό θέμα έδειχνε μια χαρούμενη οικογενειακή συγκέντρωση, όπου τα μέλη της έκαναν μια πρόποση για τα Χριστούγεννα. Σε αυτή την πρώτη κάρτα ήταν εμφανή και τα δυο βασικά στοιχεία των Βικτωριανών Χριστουγέννων, δηλαδή οι αγαθές πράξεις και ο συνδυασμός καλού φαγητού και ποτού.
Οι αγγλικές χριστουγεννιάτικες κάρτες που ακολούθησαν (τυπωμένες με τη μέθοδο της χρωμολιθογραφίας) είχαν ρομαντικό ύφος και περίτεχνες ανάγλυφες χρωματιστές μπορντούρες. Απεικόνιζαν συνήθως άνθη ή πουλιά επάνω στα κλαδιά, χαρούμενα παιδιά με παιχνίδια και λουλούδια στα χέρια, λιλιπούτειες νεράιδες και ξωτικά και γενικά εικόνες φύσης, παιχνιδιού και χαράς.
Το 1875 η βιομηχανία της χριστουγεννιάτικης κάρτας πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και οι Αμερικανοί άρχισαν να τυπώνουν τις πρώτες τους κάρτες για τα Χριστούγεννα σε πιο φθηνές εκδόσεις έχοντας ως θέμα λουλούδια και πουλιά και προσθέτοντας στη συνέχεια χιονισμένα τοπία, τζάκια και παιδιά να παίζουν.

Ο Λευκός Οίκος ενέταξε το 1953 τις γιορτινές κάρτες στο εθιμοτυπικό του (επί προέδρου Eisenhower) με σκηνές από τον ίδιο τον Λευκό Οίκο. Το ίδιο έκανε και η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας από το 1840 βάζοντας καλλιτέχνες να φιλοτεχνούν κάρτες με πορτρέτα της βασιλικής οικογένειας, προκειμένου να σταλούν σε συγκεκριμένα άτομα.

 Πρώτη στο χορό των εορταστικών καρτών για ενίσχυση του φιλανθρωπικού της έργου μπήκε η Unicef. Η πρώτη χριστουγεννιάτικη κάρτα της σχεδιάστηκε το 1949 από ένα επτάχρονο κοριτσάκι από την μικρή πόλη Rudolfo της πρώην Τσεχοσλοβακίας .
Και φτάνουμε σήμερα στην ηλεκτρονική κάρτα….
Ανέξοδη (σχεδόν πάντα), ταχύτατη και χωρίς να προξενεί ζημιά στο περιβάλλον, η ηλεκτρονική κάρτα μπήκε στη ζωή μας το 1994. Ξεκινώντας με μια ανταπόκριση 10-20 καρτών την ημέρα εκτοξεύτηκε στα δυο επόμενα χρόνια στο 1,7 εκατομμύριο κάρτες συνολικά από έναν μόνο ιστότοπο, το The Electric Postcard. Σήμερα υπάρχει πληθώρα από sites ηλεκτρονικών καρτών που καλύπτουν κάθε γούστο, επιθυμία και περίσταση, με ήχο, κινούμενα θέματα και βίντεο, ίσως λιγότερο ρομαντικές, αλλά σίγουρα πιο φιλικές προς τα δέντρα και, κατ’ επέκταση, προς όλους μας.
Όπως και αν είναι  σήμερα οι χριστουγεννιάτικες κάρτες δεν παύουν να αποτελούν μαζί με το χριστουγεννιάτικο δώρο το σήμα κατατεθέν αυτών των ημερών, δίνοντας μας την ευκαιρία να ανταλλάσουμε όμορφες ευχές με τα αγαπημένα μας πρόσωπα όσο μακριά και αν βρίσκονται αυτά!
Καλά Χριστούγεννα!
 Παλιές Χριστουγεννιάτικε κάρτες











 



Η πρώτη καταγεγραμμένη εμπορική χριστουγεννιάτικη κάρτα εμφανίστηκε στη Βικτωριανή Αγγλία. Σύμφωνα με σχετικές αναφορές, σχεδιάστηκε τo 1843 από τον καλλιτέχνη John Callcott Horsley κατόπιν παραγγελίας του φίλου του Sir Henry Cole, ιδρυτή του μουσείου Victoria & Albert.
Ο Cole, καθότι πολυάσχολος, δεν είχε χρόνο να γράψει ευχητήριες επιστολές σε φίλους και συγγενείς και ζήτησε τη βοήθεια του Horsley. Έτσι γεννήθηκε η πρώτη κάρτα και μαζί της μια νέα βιομηχανία. Στη συνέχεια ο Joseph Cundall, εκδότης εικονογραφημένων ιστοριών για παιδιά, εξέδωσε 1.000 αντίγραφα της κάρτας, τα οποία πουλήθηκαν σχεδόν όλα προς ένα σελίνι το καθένα. Ένα από τα αντίτυπά της, αυτό που έστειλε ο Cole στη γιαγιά του το 1843, πουλήθηκε το 2001 προς 22.500 λίρες κατακτώντας τον τίτλο της πιο ακριβοπληρωμένης κάρτας στον κόσμο.


Πηγή: https://bimag.gr/prwth-xristougenniatikh-karta-istoria/
Η πρώτη καταγεγραμμένη εμπορική χριστουγεννιάτικη κάρτα εμφανίστηκε στη Βικτωριανή Αγγλία. Σύμφωνα με σχετικές αναφορές, σχεδιάστηκε τo 1843 από τον καλλιτέχνη John Callcott Horsley κατόπιν παραγγελίας του φίλου του Sir Henry Cole, ιδρυτή του μουσείου Victoria & Albert.
Ο Cole, καθότι πολυάσχολος, δεν είχε χρόνο να γράψει ευχητήριες επιστολές σε φίλους και συγγενείς και ζήτησε τη βοήθεια του Horsley. Έτσι γεννήθηκε η πρώτη κάρτα και μαζί της μια νέα βιομηχανία. Στη συνέχεια ο Joseph Cundall, εκδότης εικονογραφημένων ιστοριών για παιδιά, εξέδωσε 1.000 αντίγραφα της κάρτας, τα οποία πουλήθηκαν σχεδόν όλα προς ένα σελίνι το καθένα. Ένα από τα αντίτυπά της, αυτό που έστειλε ο Cole στη γιαγιά του το 1843, πουλήθηκε το 2001 προς 22.500 λίρες κατακτώντας τον τίτλο της πιο ακριβοπληρωμένης κάρτας στον κόσμο.


Πηγή: https://bimag.gr/prwth-xristougenniatikh-karta-istoria/