Αποσπάσματα από το βιβλίο ''Σαββατογεννημένη''
- Τα τελευταία κείμενα της Μαλβίνας Κάραλη 2000-2001, εκδ. Τσαγκαρουσιάνος
Η πολυφωνική μου ιδιοσυγκρασία με εμπόδισε να αφιερωθώ στο γράψιμο -θυμάμαι άραγε να γράφω; Και έχω και το φίλο μου τον Φερνάντο Πεσόα να αναρωτιέται και να με προβοκάρει: «Γιατί γράφω αν δεν μπορώ να γράψω καλύτερα;»
«Υπάρχει λοιπόν κάτι πολύ πιο επιδέξιο και ειλικρινές από το να είσαι ο εαυτός σου: το να είσαι ο ρόλος σου. Τελικά, μάλλον ψέματα λέω όταν κλαίγομαι, πως τάχα θέλω να μάθω ποια είμαι στην πραγματικότητα. Στα τσακίδια το εδιζησάμην εμεωυτών. Αφού το βλέπω τόσα χρόνια στην πράξη: Χωρίς τον εαυτό μου, υπάρχω. Χωρίς το ρόλο μου, δεν είμαι τίποτα. Μόνο αυτός με εξάπτει, με πληροί, με αποκαθιστά. Παίζω λοιπόν, χαρά μου -παίζω και πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει τίποτα έξω από την Τέχνη της. Γιατί δεν μπορώ να εννοήσω και να εννοηθώ, παρά σαν αυτουργός της κατασκευής μου. Γιατί ο κόσμος δεν ορίζεται εν τέλει, παρά μόνο από τον τρόπο που ο ρόλος μου επινοεί τον εαυτό μου.»
«Το ημερολόγιο μου, λοιπόν. Γράμματα που μου έστειλαν. (Πολλαπλά ίχνη δακρύων πάνω τους, τι καλά…) Δεν μου κάνει καρδιά να τα κάψω. Αντίγραφα γραμμάτων που έστειλα. Γράμματα ναρκισσιστικά, αλλιώς προς τι τα αντίγραφα; Άνθρωπος δεύτερος στα ερωτικά μου -έπαιρνα πόζες. (Σμιλεμένοι πόνοι, εξομολογήσεις με στυλ: άκυροι έρωτες.) Όποτε όμως αγαπούσα πραγματικά, τα γράμματά μου ήταν κουτά. Τραχιά και άκομψα. Στέλνονταν έτσι χύμα, με την ίδια ταραχή που γράφονταν. Καμιά σκέψη, κανένα κουράγιο να τα φωτοτυπήσω, έστω.»
«Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Έξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά.
Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει -αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο ανάξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου.»
«Eγώ γλύτωσα και δεν είμαι πλέον σαν κι εσάς. Εγώ χόρτασα. Και λεφτά. Και οικογένεια κι αγάπη. Κυρίως αγάπη. (…) Ένα χειμώνα αγάπη. Μια άνοιξη ελπίδα. Και ένα καλοκαίρι προοπτική. Ολόκληρο προοπτικές. Εγώ, η ξεγραμμένη.
Χρειάστηκε να ξεγραφτώ για να μπορέσω να συμμορφωθώ και να αγαπήσω και να αγγίξω και να ανταποδώσω τα πάντα. Εγώ. όχι πια ορφανή. Γεμάτη. Επαρκής, Μισοσίγουρη. Και «ωραία», όπως με ήθελα. Με μακριά μαλλιά. Να ερεθίζουν ώμους και πλάτη…» (απόσπασμα από το τελευταίο κείμενό της Ορός με καραμελοαγελάδες).