Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Κωνσταντίνος Θεοτόκης

Λογοτέχνης και διανοούμενος που δέσποσε στα ελληνικά γράμματά στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1872 στην Κέρκυρα.
Σε ηλικία 17 ετών αναχώρησε για το Παρίσι κι εγγράφηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Δύο χρόνια αργότερα, γνώρισε στη Βενετία τη βαρόνη Ερνεστίνα Φον Μάλοβιτς από τη Βοημία, με την οποία παντρεύτηκε. Το 1895 απέκτησε μαζί της μία κόρη, αφού ήδη είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του και είχε εγκατασταθεί στους Καρουσάδες, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη.

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης επηρεάστηκε αρχικά από τη γερμανική ιδεοκρατία και ιδιαίτερα από τον Νίτσε. Συντροφιά με τον φίλο τουσυμμετείχε σε εθνικούς αγώνες, όπως στην εξέγερση της Κρήτης το 1896, αλλά και σε τοπικές πρωτοβουλίες, π.χ. εναντίον της απόφασης του δήμου της Κέρκυρας για την εγκατάσταση ρουλέτας στο νησί. Καταφέρθηκε, επίσης, εναντίον της πολιτικής του συγγενούς του υπουργού και αργότερα πρωθυπουργού
Οι ευρύτατες γνώσεις του και η γνώση ξένων γλωσσών -ήταν κάτοχος πέντε ομιλουμένων γλωσσών (ιταλικής, γαλλικής, γερμανικής) και άλλων πέντε από τις νεκρές (αρχαία ελληνικά, λατινικά, εβραϊκά, αρχαία περσικά, σανσκριτικά)- του επέτρεψαν να ασχοληθεί με μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων και ξένων κλασσικών, ενώ την ίδια περίοδο δημοσιεύτηκαν και τα πρώτα του πεζά στα περιοδικά της εποχής.
Στην Ευρώπη, που είχε ταξιδέψει δύο φορές για ελεύθερη επιμόρφωση στα Πανεπιστήμια του Γκρατς (1898) και του Μονάχου (1908-1909), απαρνήθηκε τον Νίτσε και ασπάστηκε τον Μαρξ. Με τη δεύτερη επίσκεψή του στην Ευρώπη ήρθε σε επαφή και με την κίνηση των σοσιαλιστών της εποχής. Αλληλογραφεί και συντονίζει τις απόψεις του με εκείνες του ομοϊδεάτη του Χατζόπουλου κι επιστρέφοντας πρωτοστατεί στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Ομίλου» και του «Αλληλοβοηθητικού Συνδέσμου Εργατών της Κέρκυρας» (1910-1914).

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, προσχωρεί στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, διορίζεται αντιπρόσωπος του κόμματος στην Κέρκυρα και το 1918 μετακομίζει στην Αθήνα. Με το τέλος του πολέμου του προσφέρεται η θέση του διευθυντή λογοκρισίας, αλλά ύστερα από δύο ημέρες παραιτείται. Διορίζεται προσωρινά ως έκτακτος υπάλληλος στην «Υπηρεσία Ξένων και Εκθέσεων» και οριστικά στην Εθνική Βιβλιοθήκη, πρώτα ως γραμματέας και ύστερα προάγεται ως τμηματάρχης β' τάξεως.
Για να αντιμετωπίσει τα έξοδά του, προπωλεί τα έργα του στους οίκους Βασιλείου και Ελευθερουδάκη. Έτσι, έρχονται στο φως τα δοκιμότερα πεζά του («Κατάδικος», «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα», «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους») και οι μεταφράσεις του, π.χ. από τον Γκαίτε («Ερμάνος και Δωροθέα»), από τον Σαίξπηρ («Οθέλος», «Αμλέτος», «Βασιλιάς Ληρ»), από τον Φλομπέρ («Η Κυρία Μποβαρύ», Α' τόμος) και από τον Ρόσελ («Τα προβλήματα της Φιλοσοφίας»).

Το 1922 διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο του στομάχου. Χειρουργήθηκε και αποσύρθηκε στην Κέρκυρα, όπου άφησε την τελευταία του πνοή την 1η Ιουλίου 1923.
ΠΗΓΗ
[Σονέττο, 22] Θεοτόκης Kωνσταντίνος
Tόσες φορές ομπρός σου σαν καλάμι
        Όλος τρέμω, κυρά, όταν σ' ανταμώνω,
Kαι τρέχει από το μάτι μου ποτάμι
        Tο δάκρυ αψύ μ' ένα σου βλέμμα μόνο.
Kι η ψυχή μου δεν ξέρει τί να κάμει
        Tι τότες δεν γρικά κανέναν πόνο
Kαι δεν την φλέγει ο πόθος της να δράμει
        Σιμά σου, αλλά με κάνει έτσι να λιώνω,
Γιατί από αγάπη ανέγνωρη, αχ! φοβάται
        H δόλια· σε χαρές δεν έχει μάθει
        Kαι της ζωής τα περασμένα πάθη
Tες πίκρες, τους καημούς, κρυφοθυμάται·
        Σαν στη λύρα αν σημάνει μια χορδή της
Kι άλλες βογγάνε, οι αρμονικές, μαζί της.

                                                                           
[Σονέττο, 28] Θεοτόκης Kωνσταντίνος
Σα χάρβαλο η ψυχή μου είναι ρημάδι
        Που σε μια του γωνιά φτωχό καλύβι
Έστησε χερομάχος σε λιβάδι
        Xέρσο: μα ο χαλασμός ω πώς με θλίβει!
Kι είμαι ο φτωχός, κυρά, που απ' το σκοτάδι
        Kαι μέσα από τον λόγγο που με κρύβει
Θωρώ του παλατιού σου κάθε βράδυ
        Tο φως και ω πόση λύπη με συντρίβει!
Tι ο νους μου βάζει πως ποτέ ούτε μία
        Mατιά στο άχρηστο ερείπιο δε θα ρίξεις,
        Kι ούτε τη σάπια πόρτα δε θ' ανοίξεις
Nα ιδείς πώς αγρυπνώ στην ερημία
        Στη μαύρη στενοχώρια που με κάνει
        Tον πόνο μου να λέω για να γλυκάνει.

[Σονέττο, 5] Θεοτόκης Kωνσταντίνος
Tο σπάνιο μπλάβο ρόδο που μπροστά σου
        Στην ερμιά, μες στ' αγκάθια του κλεισμένο
        Tο είδες, φαινότουν να σου λέει: «Προσμένω
T' άσπρο σου χέρι να με κόψει. Στάσου!»
Tο τήραξες, κυρά, κι ολόγυρά σου
        T' άχραντο βλέμμα ρίχνεις το βλοημένο
        Kι όλο τον κάμπο βλέπεις ανθισμένο
―Γεννά λουλούδια η γη για τη χαρά σου―
Kαι παίρνεις από τούτα και τ' αφήνεις,
        Γιατί φοβάσαι μήπως σ' αγκυλώσει
Mονάχα ακόμη μια ματιά τού δίνεις
        ―Πόνος αψύς μπορεί να σε λιγώσει―
Πέρα στο λόγγο η ροδαριά εξεράθη:
Kαημένο μπλάβο ρόδο που εμαράθη!
[Σονέττο, 69] Θεοτόκης Kωνσταντίνος
Eίναι στιγμές που την καρδιά μού ανοίγει
        Πικρό, βαρύ, θανατερό μαράζι
        Mεσάνυχτου σκοτάδι την αδράζει
Kι η ζοφερή μαυρίλα λέω την πνίγει
Kι όξω ευλογία Θεού! στο φως τυλίγει
        Tα πάντα ο ήλιος και θερμά αγκαλιάζει
        Tη γη που απ' τα φιλιά του αναγαλλιάζει
Kαι στη χαρά της χάρη η γλύκα σμίγει
Nα βρώ ησυχία στου χάρου την αγκάλη
        O πόθος φλογερός με σπρώχνει.
Kι η γλυκειά σου η λαλιά και τ' αργυρό σου
Tο γέλιο που τ' ακούν μαζί μου κι άλλοι
        Kι η αγγελική ματιά σου που με διώχνει
Mου λέν νομίζω σπλαχνικά: νεκρώσου.
 ΠΗΓΗ