Σελίδες

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΘΑ ΑΝΘΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ- Μενέλαος Λουντέμης

Περίληψη

«Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάµα. Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραµένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε».
Δύο στενοί φίλοι, ο Ευγένης Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, µοιράζονται τη φτώχεια και την απελπισία και φουντώνουν από αγανάκτηση για την αδικία που κυβερνάει αυτό τον κόσµο, προσπαθώντας να την εξηγήσουν ο καθένας απ’ τη µεριά του. Κάποτε θα συναντήσουν τυχαία –ή µήπως όχι;– τον γερο-Ραµατά. Αυτός, στον παλιό καφενέ του, θα γίνει ο πατέρας τους, συντροφεύοντάς τους καθώς θα έρχονται αντιµέτωποι µε τις επιλογές τους.
Ώσπου µια µέρα θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, Για λίγο ουρανό, που χωρίς να το περιµένουν θ’ αλλάξει τελικά τη ζωή τους. Πρόσωπα που θα τα φέρει κοντά η τύχη, ίσως και το πεπρωµένο, τα οποία ανακαλύπτουν πως τελικά «οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος»... «Νύσταξα να σε καρτερώ, έρωτα, και να λειώνω µπρος στο βιβλίο της ζωής σκυµµένος µια ζωή! Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω, πρωί, χίλια θε να ’δινα πρωινά να ζούσα εκείνο µόνο!»
ΠΗΓΗ

Σχετική εικόνα
«Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος… και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα, και μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως το περσινό κι όπως το τωρινό καλοκαίρι…κι όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές.
Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα.
Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τ' άνθη - όλη αυτή η πλουμιστή λιτανεία του καιρού- για κείνον έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι για να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δε θα χρειαζότανε αυτή η μοσκοβολημένη γιορτή της ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι να τη γράψει.

Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος, για να τις χαρούν τα στραφτερά μάτια, να τις μυρίσουν οι νέες αισθήσεις και για να στεφανώνουν στιλπνά μέτωπα κι ολόμαυρα κεφάλια.

Οι κερασιές θα καρπίσουν και φέτος, για να δροσίσουν διψασμένα χείλη και να στολίσουν ρόδινα αφτιά και καπελίνα.

Τώρα η παλιά άνοιξη έμεινε πολύ πίσω και μια καινούργια φουσκώνει μέσα στους χυμούς.»
1.
-Μου ‘ρχεται να μπήξω ένα «κατηγορώ» και δεν ξέρω τι να κατηγορήσω; Το χρήμα που αγοράζει ή τη ζωή που αγοράζεται; Μια φορά κι έναν καιρό, κ. Ραματά, υπήρχε και η τύχη,  κι ήταν καλόβολη η καημένη τότε. Άμα δεν είχαμε χρήματα για να θρέψουμε τον εαυτό μας, τον θρέφαμε με όνειρα. Και τα όνειρα ήταν χορταστικά. Τώρα όμως οι καιροί κείνοι πέρασαν, η τύχη μας γύρισε την πλάτη, και τα όνειρα δεν έχουν πια βιταμίνες…
[…]
-Αγαπητέ μου φίλε, αλίμονο στον άνθρωπο που δεν απότυχε ποτέ. Κλάψ’ τον! Πάρε όλα τα έργα. Δίπλα στα πολύ μεγάλα υπάρχουν τα μικρά. Μια μεγάλη αποτυχία φέρνει μια μεγαλύτερη επιτυχία. Ποτέ όμως η μεγάλη επιτυχία δε φέρνει μια μεγαλύτερη. Άμα πετύχαινε ο άνθρωπος στην πρώτη εξόρμηση, δε θα ‘κανε δεύτερη. Η δόξα είναι μια κορυφή, που για να την ανεβείς πρέπει πρώτα να κατεβείς.
2.
-Τι να πω; Η συφορά μου είναι ότι εγώ δεν είμαι πια μουσκάρι. Έχω μάτια. Και βλέπω. Και  καίγουμαι γιατί δεν μπορώ τίποτα να κάνω. Βλέπω και τους άλλους ν’ αφανίζονται’ και καίγομαι και γι’ αυτούς, γιατί και γι’ αυτούς τίποτα δεν μπορώ να κάνω. Κι ούτε να κλωτσήσω μπορώ. Μα ούτε ξέρω ποιον… Ένα πράμα δε θέλει συζήτηση’ πως η ζωή είναι ξηλωμένη και πρέπει να τη βάλουμε σε καινούργια αχνάρια, πάλιωσε η μόδα της, πώς το λένε; Θέλει άλλαγμα. Αυτό το βλέπουνε και τα κοτόπουλα. Πρέπει να τη φέρουμε καπάκι, δε θέλει ρώτημα, να την αναποδογυρίσουμε, να βγει απάνω το καινούργιο φύτρο.
[…]
Γέρασα, τα μάτια μου βλέπουνε θαμπά. Τη ζωή τη ζαλικώθηκα στην πλάτη μου πια όλη και δεν μπορώ να τη δω. Ποιος μπόρεσε να δει τη ραχοκοκαλιά του; Η ζωή που έχω να ζήσω ακόμα είναι μια πιθαμή. Πώς ν’ αλλάξω τους  άλλους; Εγώ δεν προκάνω ν’ αλλάξω ούτε πουκάμισο. Εσείς όμως παιδιά μου δε φτάσατε ούτε στα μισά του δρόμου. Ύστερα είναι και τίμια η καρδιά σας. Μοιράστε τη σαν μεταλαβιά σ’ όλους. Κι έναν άνθρωπο ακόμα να βάλεις στον τίμιο δρόμο είναι σα να βαδίζεις στο δρόμο αυτό ο ίδιος. Κέρδισε έναν και δεν θα χαθείς γιατί και να φύγεις εσύ, οι τίμιοι δε θα λιγοστέψουνε…
3.
-Αν θέλετε το έργο σας να ζήσει μαζί με σας και πέρα από σας, πρέπει να το χτίσετε με γνήσια υλικά και μέσα στο χώρο των ανθρώπων.  Ο αληθινός συγγραφέας δε δίνει απλώς τα προϊόντα της πένας του (προϊόν της πένας είναι και το σκέτο μελάνι), αλλά βοηθάει τη ζωή να γίνει πιο φιλόστοργη με τους ανθρώπους. Κυνηγά την κακία και την αμάθεια. Στιγματίζει τη σκληρότητα και την αδικία. Και ρίχνει φως στο δρόμο των ανθρώπων. Φως, και λουλούδια, και μάθηση. Μα όλα αυτά πρέπει να τα κάνει πρώτα δικά του. Τα βιβλία είναι τόμοι από φωτεινές δέσμες, τόμοι από παράπονα, από θυμούς και γέλια. Δηλαδή τόμοι από αληθινές εξομολογήσεις… Όποιος συγγραφέας δεν εξομολογείται, ψεύδεται.
4.
-Μήπως πρόκειται να λιγοστέψετε τον πόνο τους αν κλαίτε για λογαριασμό τους;
-Τότε λοιπόν;
-Να χτυπήσετε τις ρίζες του ανθρώπινου πόνου. Να στρέψετε τ’ αυτί σας στις αιτίες του. Και να θυμάστε πάντα πως άνθρωπος δεν είναι αυτός που πονά μόνος του (μόνα τους πονούν και τα σκαθάρια), αλλά εκείνος που πονά πρώτα για τους άλλους. Που πονά και μάχεται να τους λυτρώσει απ’ τα δεσμά, την πείνα και τη λύπη.
5.
Κατά τη δική μου γνώμη ο δημιουργός πρέπει να είναι υπηρέτης της ζωής που του το ‘δωσε. Το τάλαντο πρέπει να έχει την κάθε ώρα και την κάθε εποχή την ανταλλακτική σου αξία με τη ζωή. Αν το ‘χεις για να υπηρετείς μόνο τον εαυτό σου τότε δεν υπηρετείς ούτε αυτόν….
6.
Είναι κάτι μοναδικές στιγμές, που η γλώσσα είναι φτωχή, τα λόγια άχρηστα… κι ίσα ίσα τότε που θέλεις να πεις τα πιο πολλά. Τότε ο άνθρωπος τραγουδάει ή παραμιλά… Μα ούτε κι αυτό είναι αρκετό. Στο τέλος  λύνεται στο κλάμα… Και τότε μπορεί να μην τα λέει όλα… λέει όμως αρκετά…

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.