Σελίδες

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Τρία ποιήματα της Κατερίνας Γώγου

Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών

Εσύ!
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πιεις κι όπως πάντα μεθύσεις
Μην πεις ποτέ πως μ’αγάπησες
Δεν θ’ άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
Σε ξεροπόταμους να πλέω…
Δημοσιεύτηκε αρχικά: 1988

Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, 1980.
Είπανε για κείνο τον αρχάγγελο
που έπεσε ξαφνικά στο μπαλκόνι μας
την Τρίτη 21 Μαΐου του 78
πως ήταν αλκοολικός.
Περνούσε λέει άμα νύχτωνε
από όλα τα μπαρ της Αθήνας
και γινότανε φέσι.
Και το πρωί σαν χάραζε είπανε
γύριζε λέει στους συναγγέλους του
και στ’ άστρα ματιασμένος.
Λέγανε ακόμα οι άνθρωποι
πως ήτανε αναρχικός.
Γι’ αυτό άλλωστε είχε και μαύρες φτερούγες.
Η αλήθεια είναι
πως ούτε εγώ ούτε η Μυρτώ τρομάξαμε
παρόλο που για πρώτη φορά μας
βλέπαμε αγγέλους.
Εγώ ντροπιάστηκα μόνο
που είχα τις γλάστρες απότιστες
και τα γόνατα του παιδιού λερωμένα.
Με ρώτησε θυμάμαι γελαστός
αν πίστευα στα μάτια μου αν πίστευα στους αγγέλους.
Και εγώ του είπα σοβαρά πώς όχι.
Ε τότε – μου είπε – δε θα πετάξεις ποτέ.
Και μου έβαλε ένα δαχτυλίδι στο χέρι
να με θυμάσαι άμα νυχτώνει μου είπε.
Έκανε έπειτα κάνα δυο φορές έτσι
για να ζεστάνει τις φτερούγες του ανοίξανε
και χάθηκε πάνω από την πόλη.
Από εκείνη την Τρίτη λοιπόν
ένιωσα πιο μόνη μου από όλα τα χρόνια.
Κι ούτε που ξαναμίλησα με τους ανθρώπους πια.
Κι αν δεν ήταν το δαχτυλίδι στο χέρι μου
και τα φώτα ν’ αναβοσβήνουν σαν την καρδιά μου
θα’ λεγα πως έφτιαξα πάλι σενάριο
με το κουρασμένο μυαλό μου.
Την νύχτα θα ξαναπάρω σβάρνα τα μπαρ.
Μπορεί να τον τρακάρω…

ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΘΑ ΜΕ ΣΚΕΠΑΣΟΥΝ

Η αγάπη είναι χρώμα άσπρο διάφανο και το σώμα της σχήμα ευλογίας. Κι αυτό το άλογο ψάχνει μέσα στους καπνούς το νεκρό καβαλάρη του μακριά να τον πάρει.
Σκέφτομαι αρχαία και σύγχρονη οι εποχές θα με σκεπάσουν. Έτσι δε θα πεινάω πια και ούτε θα διψάσω και ούτε ποιήματα θα γράφω πια.
Μόνο παρακαλώ, θεέ, των αστεριών πατρώα χρώμα άσπρο διάφανο ντύσε με και το σχήμα μου το σώμα της ευλογίας Σου δώσε.
Είναι πολύ;
Από το βιβλίο «Τώρα θα δούμε τι θα κάνετε, Ποιήματα 1978-2002», εκδόσεις Καστανιώτη

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Ποιήματα της ''Φυγής''

 «Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!» Τάσος Λειβαδίτης

 ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ, «Μέσα στο ποίημα σε χάνω…»

Μέσα στο ποίημα σε χάνω Έξω από μένα
άλλη ομορφιά σε παίρνει, αγαπημένη
Τί θα γίνω και τί με περιμένει
σε άδειες αισθήσεις και χωρίς εσένα
που είσαι για μένα ό,τι είμαι και που τώρα
δεν είσαι μυστικό και πια δεν είμαι ό,τι είμαι
Τί να μου κάνουν νοσταλγίες και μνήμες
Το απτό με αρνιέται αυτή την άχρονη ώρα

το απτό που ήταν η τρέλλα μου και το άγχος
α, όλα αυτά που γίναν τώρα στίχοι . . .
Τί άδοξα που έχασα το στοίχη-
μα ανάμεσα στο «υπάρχω – δεν υπάρχω»

Να χάνω όσα είχα το άντεχα· μα εσύ ήσουν
και όσα ποτέ δε γίναν και δεν είχα
Αυτά, πώς να τα χάσω αυτά που ματαιωθήκαν ;
Σε άλλη ομορφιά θ’ αγιάζουνε μαζί σου

λόγια που αρνήθηκαν να ειπωθούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε

Μέσα στο ποίημα σε χάνω και δεν ξέρω
εσύ μου φεύγεις ή εγώ σου φεύγω ;
Πώς σκοτεινιάζω απ’ το δικό σου φέγγος . . .
Και δε με θέλω πια και δε με ξέρω

Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος
θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία ωραία
τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία . . .
Και δε με ξέρω πια και δε με θέλω

Εν γη αλμυρά, 1996
 Έφυγε-Χρίστος Λάσκαρης Έφυγε. Το άρωμά της, πάλεψε μες στην κάμαρα για λίγες μέρες κι ύστερα έσβησε. Την ίδια τύχη θα 'χουν και τα μάτια της, καθώς και η γλυκιά φωνή της. Τόσος έρωτας και να καταβροχθίζεται!
ΠΗΓΗ

 Μανόλης  Αναγνωστάκης
Κάτω ἀπ᾿ τὰ ροῦχα μου δὲ χτυπᾶ πιὰ ἡ παιδική μου καρδιὰ
Λησμόνησα τὴν ἀγάπη πού ῾ναι μόνο ἀγάπη
Μερόνυχτα νὰ τριγυρνῶ χωρὶς νὰ σὲ βρίσκω μπροστά μου
Ὁρίζοντα λευκὲ τῆς ἀστραπὴς καὶ τοῦ ὄνειρου
Ἔνιωσα τὸ στῆθος μου νὰ σπάζει στὴ φυγή σου

Ψυχὴ τῆς ἀγάπης μου ἀλήτισσα
Λεπίδι τοῦ πόθου μου ἀδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη τῆς σκέψης μου.

Σ Ι Ω Π Η Λ Ο Σ  Χ Ω Ρ Ι Σ Μ Ο Σ
του Γιάννη Ρίτσου

Ξεκρέμασε τη ζακέτα της δίχως να κλάψει κι έφυγε-
σα να ξεκρέμασε το φεγγάρι απ’ τον καλοκαιριάτικο ουρανό.

Αυτός δεν πίστευε. Περίμενε την ίδια νύχτα,
την άλλη μέρα και την άλλη. Περίμενε.

Σαν κλείσαν δυο βδομάδες, με το γύρισμα του φεγγαριού,
το ‘ξερε πως δε θα ‘ρθει. Μονάχα ο καθρέφτης
έμεινε να θυμάται σαν παράθυρο ανοιχτό
σ’ έναν ουρανό χωρίς φεγγάρι.
Γιατί είχε πάρει μαζί της τη ζακέτα.