Σελίδες

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΘΑ ΑΝΘΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ- Μενέλαος Λουντέμης

Περίληψη

«Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάµα. Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραµένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε».
Δύο στενοί φίλοι, ο Ευγένης Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, µοιράζονται τη φτώχεια και την απελπισία και φουντώνουν από αγανάκτηση για την αδικία που κυβερνάει αυτό τον κόσµο, προσπαθώντας να την εξηγήσουν ο καθένας απ’ τη µεριά του. Κάποτε θα συναντήσουν τυχαία –ή µήπως όχι;– τον γερο-Ραµατά. Αυτός, στον παλιό καφενέ του, θα γίνει ο πατέρας τους, συντροφεύοντάς τους καθώς θα έρχονται αντιµέτωποι µε τις επιλογές τους.
Ώσπου µια µέρα θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, Για λίγο ουρανό, που χωρίς να το περιµένουν θ’ αλλάξει τελικά τη ζωή τους. Πρόσωπα που θα τα φέρει κοντά η τύχη, ίσως και το πεπρωµένο, τα οποία ανακαλύπτουν πως τελικά «οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος»... «Νύσταξα να σε καρτερώ, έρωτα, και να λειώνω µπρος στο βιβλίο της ζωής σκυµµένος µια ζωή! Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω, πρωί, χίλια θε να ’δινα πρωινά να ζούσα εκείνο µόνο!»
ΠΗΓΗ

Σχετική εικόνα
«Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος… και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα, και μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως το περσινό κι όπως το τωρινό καλοκαίρι…κι όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές.
Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα.
Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τ' άνθη - όλη αυτή η πλουμιστή λιτανεία του καιρού- για κείνον έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι για να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δε θα χρειαζότανε αυτή η μοσκοβολημένη γιορτή της ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι να τη γράψει.

Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος, για να τις χαρούν τα στραφτερά μάτια, να τις μυρίσουν οι νέες αισθήσεις και για να στεφανώνουν στιλπνά μέτωπα κι ολόμαυρα κεφάλια.

Οι κερασιές θα καρπίσουν και φέτος, για να δροσίσουν διψασμένα χείλη και να στολίσουν ρόδινα αφτιά και καπελίνα.

Τώρα η παλιά άνοιξη έμεινε πολύ πίσω και μια καινούργια φουσκώνει μέσα στους χυμούς.»
1.
-Μου ‘ρχεται να μπήξω ένα «κατηγορώ» και δεν ξέρω τι να κατηγορήσω; Το χρήμα που αγοράζει ή τη ζωή που αγοράζεται; Μια φορά κι έναν καιρό, κ. Ραματά, υπήρχε και η τύχη,  κι ήταν καλόβολη η καημένη τότε. Άμα δεν είχαμε χρήματα για να θρέψουμε τον εαυτό μας, τον θρέφαμε με όνειρα. Και τα όνειρα ήταν χορταστικά. Τώρα όμως οι καιροί κείνοι πέρασαν, η τύχη μας γύρισε την πλάτη, και τα όνειρα δεν έχουν πια βιταμίνες…
[…]
-Αγαπητέ μου φίλε, αλίμονο στον άνθρωπο που δεν απότυχε ποτέ. Κλάψ’ τον! Πάρε όλα τα έργα. Δίπλα στα πολύ μεγάλα υπάρχουν τα μικρά. Μια μεγάλη αποτυχία φέρνει μια μεγαλύτερη επιτυχία. Ποτέ όμως η μεγάλη επιτυχία δε φέρνει μια μεγαλύτερη. Άμα πετύχαινε ο άνθρωπος στην πρώτη εξόρμηση, δε θα ‘κανε δεύτερη. Η δόξα είναι μια κορυφή, που για να την ανεβείς πρέπει πρώτα να κατεβείς.
2.
-Τι να πω; Η συφορά μου είναι ότι εγώ δεν είμαι πια μουσκάρι. Έχω μάτια. Και βλέπω. Και  καίγουμαι γιατί δεν μπορώ τίποτα να κάνω. Βλέπω και τους άλλους ν’ αφανίζονται’ και καίγομαι και γι’ αυτούς, γιατί και γι’ αυτούς τίποτα δεν μπορώ να κάνω. Κι ούτε να κλωτσήσω μπορώ. Μα ούτε ξέρω ποιον… Ένα πράμα δε θέλει συζήτηση’ πως η ζωή είναι ξηλωμένη και πρέπει να τη βάλουμε σε καινούργια αχνάρια, πάλιωσε η μόδα της, πώς το λένε; Θέλει άλλαγμα. Αυτό το βλέπουνε και τα κοτόπουλα. Πρέπει να τη φέρουμε καπάκι, δε θέλει ρώτημα, να την αναποδογυρίσουμε, να βγει απάνω το καινούργιο φύτρο.
[…]
Γέρασα, τα μάτια μου βλέπουνε θαμπά. Τη ζωή τη ζαλικώθηκα στην πλάτη μου πια όλη και δεν μπορώ να τη δω. Ποιος μπόρεσε να δει τη ραχοκοκαλιά του; Η ζωή που έχω να ζήσω ακόμα είναι μια πιθαμή. Πώς ν’ αλλάξω τους  άλλους; Εγώ δεν προκάνω ν’ αλλάξω ούτε πουκάμισο. Εσείς όμως παιδιά μου δε φτάσατε ούτε στα μισά του δρόμου. Ύστερα είναι και τίμια η καρδιά σας. Μοιράστε τη σαν μεταλαβιά σ’ όλους. Κι έναν άνθρωπο ακόμα να βάλεις στον τίμιο δρόμο είναι σα να βαδίζεις στο δρόμο αυτό ο ίδιος. Κέρδισε έναν και δεν θα χαθείς γιατί και να φύγεις εσύ, οι τίμιοι δε θα λιγοστέψουνε…
3.
-Αν θέλετε το έργο σας να ζήσει μαζί με σας και πέρα από σας, πρέπει να το χτίσετε με γνήσια υλικά και μέσα στο χώρο των ανθρώπων.  Ο αληθινός συγγραφέας δε δίνει απλώς τα προϊόντα της πένας του (προϊόν της πένας είναι και το σκέτο μελάνι), αλλά βοηθάει τη ζωή να γίνει πιο φιλόστοργη με τους ανθρώπους. Κυνηγά την κακία και την αμάθεια. Στιγματίζει τη σκληρότητα και την αδικία. Και ρίχνει φως στο δρόμο των ανθρώπων. Φως, και λουλούδια, και μάθηση. Μα όλα αυτά πρέπει να τα κάνει πρώτα δικά του. Τα βιβλία είναι τόμοι από φωτεινές δέσμες, τόμοι από παράπονα, από θυμούς και γέλια. Δηλαδή τόμοι από αληθινές εξομολογήσεις… Όποιος συγγραφέας δεν εξομολογείται, ψεύδεται.
4.
-Μήπως πρόκειται να λιγοστέψετε τον πόνο τους αν κλαίτε για λογαριασμό τους;
-Τότε λοιπόν;
-Να χτυπήσετε τις ρίζες του ανθρώπινου πόνου. Να στρέψετε τ’ αυτί σας στις αιτίες του. Και να θυμάστε πάντα πως άνθρωπος δεν είναι αυτός που πονά μόνος του (μόνα τους πονούν και τα σκαθάρια), αλλά εκείνος που πονά πρώτα για τους άλλους. Που πονά και μάχεται να τους λυτρώσει απ’ τα δεσμά, την πείνα και τη λύπη.
5.
Κατά τη δική μου γνώμη ο δημιουργός πρέπει να είναι υπηρέτης της ζωής που του το ‘δωσε. Το τάλαντο πρέπει να έχει την κάθε ώρα και την κάθε εποχή την ανταλλακτική σου αξία με τη ζωή. Αν το ‘χεις για να υπηρετείς μόνο τον εαυτό σου τότε δεν υπηρετείς ούτε αυτόν….
6.
Είναι κάτι μοναδικές στιγμές, που η γλώσσα είναι φτωχή, τα λόγια άχρηστα… κι ίσα ίσα τότε που θέλεις να πεις τα πιο πολλά. Τότε ο άνθρωπος τραγουδάει ή παραμιλά… Μα ούτε κι αυτό είναι αρκετό. Στο τέλος  λύνεται στο κλάμα… Και τότε μπορεί να μην τα λέει όλα… λέει όμως αρκετά…

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Νύχτα προδοσίας



Παράξενη νύχτα...
Σε στήνει και σε βάζει στο σημάδι.
Κλείνεις τα μάτια, εύχεσαι ο στόχος να μην είσαι εσύ.
Η σιωπή σαν νεκροσέντονο τύλιξε την πόλη.
Μόνο ο Ιούδας τρεκλίζει αποκαμωμένος στους δρόμους, κρατώντας σφιχτά στη χούφτα του τα τριάκοντα αργύρια
Κάθε τόσο γυρίζει και φωνάζει:<<Δικός μου είσαι εσύ;>>
Κανείς δεν απαντά, ο τελευταίος (που απάντησε), το πλήρωσε με σταυρικό θάνατο.
Δε βαριέσαι, μονολογεί..''Σε λίγο ξημερώνει ..''
''Δεν είναι τυχαίο. Που κάθε καινούργια μέρα. Ξημερώνει με το λάλημα του πετεινού. Που μαρτυράει από παλιά. Μια προδοσία.''
Η φράση στα εισαγωγικά, ανήκει στον  Berthold Friedrich Brecht. (  Μαρία Λαμπράκη)



ΠΗΓΗ

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Στ’ ακρογιάλια του Αιγαίου η άνοιξη βγαίνει από τη θάλασσα (Στρατής Μυριβήλης)

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΝΑ | ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ(Πως περιγράφει ο Στρατής Μυριβήλης τον ερχομό της άνοιξης στην αιγαιοπελαγίτικη Σκάλα) Στ’ ακρογιάλια του Αιγαίου η άνοιξη βγαίνει από τη θάλασσα. Ένα πρωί ο αγέρας φέγγει πιο γαλάζιος, τα κύματα ξεδιπλώνουν στον άμμο το νέο ρυθμό με κοντές αναπνοές. Το πέλαγο μυρίζει φρεσκάδα, παντού το κεντάνε σύντομες απανωτές αστραψιές. Τότες ανοίγουν πάνω στα τρεμουλιάρικα νερά κύκλοι ασημένιοι, μ’ ένα χρώμα σαν το στήθος του παγονιού. Είναι αμέτρητοι, ο ένας μέσα στον άλλον, ο ένας κυνηγά τον άλλον. Έτσι ως τον ορίζοντα. Από τη μέση, από την καρδιά του ανθού της θάλασσας, βγαίνει η άνοιξη του Αιγαίου. Η Αναδυόμενη. Παντού πεταρίζουν άσπρες, γαλανές φτερούγες. Γιορτάζει ο αγέρας, η στεριά, τα λαφριά σύννεφα κι ο μεταξωτός ουρανός. Τα καράβια μέσα στο λιμάνι ισάρουν όλα τα πανιά να στεγνώσουν, κ’ είναι να κάθεσαι να τα βλέπεις. Στις ρηχοπατιές σειούνται, πιασμένα από τις μαλλιασμένες πέτρες του βυθού, λιγνά, μακριά τσουνιά από νερολούλουδα.
Τα φύλλα τους είναι ζωντανά, είναι ξανθιά. Απλώνουν ράθυμα κάτι νήματα από μαλακό μάργαρο, και κρεμάζουν αρμαθιές από μικρούς καρπούς, χρώμα άγουρο κερασί. Παντού είναι το πανηγύρι της νέας νιότης, που ξαναβαφτίστηκε στην αιώνια χαρά του Θεού. Χιλιάδες μικρά χρωματιστά ψάρια συνθέτουν, και πάλι στη στιγμή τσακίζουν τα μωσαϊκά του βυθού.
Αμέτρητα σαλιγκάκια, μικρά σα σπόροι του ροδιού, σηκώνουν στο φρέσκον ήλιο το σουβλερό καφκί τους, ψιλοδουλεμένο με πορτοκαλιά πλουμίδια. Έχουν τριανταφυλλιά νυχάκια, βγαίνουν και βοσκίζουν λαίμαργα το χνούδι από τις μουσκλιασμένες γιαλόπετρες. Απλώνεις να τα πιάσεις, και κείνα, μόλις νιώσουν από πάνω τους τον ίσκιο του χεριού, αφήνουν μπόι και βουλιάζουν, αμμοκούκουτσα ανάμεσα στ’ άλλα του βυθού. Τρέχα να τα βρεις.
  Έτσι βγαίνει η Άνοιξη από το Αιγαίο, βγαίνει από τα νερά και προχωρεί.
Διαβάστε περισσότερα /ΕΔΩ


Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Shakespeare’s Sonnets


painter, Franz Xaver Winterhalter

 From fairest creatures we desire increase,
That thereby beauty's rose might never die,
But as the riper should by time decease,
His tender heir might bear his memory:
But thou contracted to thine own bright eyes,
Feed'st thy light's flame with self-substantial fuel,
Making a famine where abundance lies,
Thy self thy foe, to thy sweet self too cruel:
Thou that art now the world's fresh ornament,
And only herald to the gaudy spring,
Within thine own bud buriest thy content,
And, tender churl, mak'st waste in niggarding:
   Pity the world, or else this glutton be,
   To eat the world's due, by the grave and thee.

Ι.
Τα όμορφα πλάσματα ποθούμε να πληθαίνουν,
να μένει πάντα η καλλονή τους θαλερή,
ώστε βορά του χρόνου όταν πεθαίνουν,
ν' αφήνουν διάδοχο, τη μνήμη να φρουρεί.

Μα εσύ, στα μάτια σου τα ηλιόλουστα πιστός,
το φως ξοδεύοντας δεν σκέφτεσαι το βράδυ.
Κι όμως, μετά την πλησμονή ξεσπά ο λιμός,
κι η φλόγα πένεται μόλις σωθεί το λάδι.

Τι κι αν του κόσμου είσαι το εφήμερο στολίδι,
ο πρώτος άγγελος μιας άνοιξης γλυκιάς,
όταν στο άνθος σου το σπόρο θάβεις ήδη
κι έτσι φιλάργυρος την έρημο γεννάς;

Του κόσμου ανάλγητος χρεώστης μη φανείς:
δώσε του εκείνου τον ανθό, κι όχι της γης.

Sonnet II

When forty winters shall besiege thy brow,

And dig deep trenches in thy beauty's field,

Thy youth's proud livery so gazed on now,

Will be a totter'd weed of small worth held:

Then being asked, where all thy beauty lies,

Where all the treasure of thy lusty days;

To say, within thine own deep sunken eyes,

Were an all-eating shame, and thriftless praise.

How much more praise deserv'd thy beauty's use,

If thou couldst answer 'This fair child of mine

Shall sum my count, and make my old excuse,'

Proving his beauty by succession thine!

   This were to be new made when thou art old,
  And see thy blood warm when thou feel'st it cold.

painter, Franz Xaver Winterhalter

 ΙΙ.
Στα μάτια, στη μορφή, στο μέτωπό σου
θα σκάψει όρυγμα βαθύ ο χειμώνας,
το χρόνο έχεις δυνάστη και σκοπό σου,
ο Άδης είναι ο μόνος σου αρραβώνας.

Κι αν έρθουν και σε βρουν απορημένοι
της λάμψης σου τι απόγινε ο χρυσός,
τα μάτια σου που σβήσαν, ποια ειμαρμένη
ανήλεη τα σάρωσε και πώς,

μια λέξη σου θ' αρκούσε ν' ακυρώσει
ό,τι μια τόση αμαύρωσε ομορφιά:
"Ζωή σε τούτο το παιδί έχω δώσει,
στην άνοιξή του ανθώ κι εγώ ξανά."

Κι έτσι θα 'ναι το σώμα σου,
παρότι θα γερνά,
ποτέ του γερασμένο.

Αλλού θα σφύζει το αίμα σου ζεστό,
κι ας τρίζει εδώ,
μες στις δικές σου φλέβες, παγωμένο.

Sonnet III

Look in thy glass and tell the face thou viewest
Now is the time that face should form another;

Whose fresh repair if now thou not renewest,
Thou dost beguile the world, unbless some mother.

For where is she so fair whose uneared womb

Disdains the tillage of thy husbandry?
Or who is he so fond will be the tomb
Of his self-love, to stop posterity?

Thou art thy mother's glass and she in thee
Calls back the lovely April of her prime;
So thou through windows of thine age shalt see,
Despite of wrinkles, this thy golden time.
   But if thou live, remembered not to be,
   Die single and thine image dies with thee.

painter, Franz Xaver Winterhalter
III.
Δες στον καθρέφτη. Στο είδωλό σου πες:
"Καιρός έν' άλλο είδωλο να δώσεις".
Μιας μάνας μην προδώσεις τις ευχές,
το νόημα της ζωής μην αλλοιώσεις.

Χέρσα να μείνει ποια θα προτιμούσε
αντί να γεωργήσεις τον αγρό της;
Ποιος απ' τη γη να δρέψει θα ποθούσε
τον τάφο μόνο, κι όχι τον καρπό της;

Της μάνας σου ο καθρέφτης είσαι συ:
την άνοιξή της στην ακμή σου βλέπει.
Όταν το φως σου το αυγινό χαθεί,
ποιος ουρανός καινούργιος θα σε σκέπει;

Μα αν είναι η λήθη πράγματι ο σκοπός σου:

μονήρης πέθανε. Με το είδωλό σoυ.

 http://jornalggn.com.br/sites/default/files/u500/soneto_18.jpg
painter, Franz Xaver Winterhalter
  William Shakespeare «Σονέτο XVIII»
Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Πιο αίθρια έχεις τη μορφή, πιο αγαπημένη·
σκορπούν τα μαγιολούλουδα οι ανέμοι,
τα καλοκαίρια έχουν θητεία μικρή.
Κάποτε καίει χρυσό το μάτι τ' ουρανού
κι άλλοτε καταχνιά πυκνή το σκοτεινιάζει.

Τ' ωραίο του ωραίου πεθαίνει: θύμα του καιρού
ή άθυρμα της τύχης που όλο αλλάζει.
Αλλά ο δικός σου ο ήλιος δεν θα δύσει,
δεν θα γνωρίσει η άνοιξή σου το χαμό,
την ομορφιά σου Άδης θρασύς δεν θα συλήσει,
παντοτινά θ' ανθείς, σ' αυτά τα λόγια εδώ.
Όσο έχουν μάτια οι άνθρωποι, όσο έχουνε πνοή,
τόσο θα ζουν κι αυτά και θα σου δίνουνε ζωή.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Ποιήματα απο τρεις ποιητικές συλλογές του Μενέλαου Λουντέμη




Το Αληθινό Μας ΡούχοΤο πιο πολύτιμο ρούχο μας.

Το πιο επίσημο ρούχο μας.
Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.
Η χλαμύδα μας.
Το φράκο μας.
Το νυχτικό μας.
Το μόνο σωστό μας.
Το μόνο πιστό μας.
Το μόνο αιώνιο ρούχο μας
είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,
άσπρο
ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους
που το χωρίζουν
σε μαύρο,
άσπρο
και μελαψό.


Ας Μη ΜετρίσουμεΑς μη καθίσουμε να μετρήσουμε
ποιανού δάκρυα ήτανε πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να ‘ναι κείνα
που δε χύθηκαν ακόμη.

Ας μη καθίσουμε να ρωτήσουμε
ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να ‘ναι
κείνο που πρόκειται να χυθεί.

Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη
που ‘χουνε τα δάκρυα.

Λοιπόν…
Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(«Σήμερα»… «Χτες»… «Αύριο»…)


Κλάψαμε χτες στην Αφρική
με τα βασανισμένα μάτια των Νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κονγκό
ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.

Γιατί είμαστε από κείνους
που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε
σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.
Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.

Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μη κάνεις τον άλλον
να πονέσει και να πεινά.


Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε
εσύ, δυνατέ… Ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις
ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!
                                                                   Απο την ποιητική συλλογή  '' Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς''
Πότε θα ξανάρθεις;
Εσένα λέω, ανθισμένο μου κορίτσι,
που 'χεις για πατρίδα την άνοιξη
και για σπίτι τα παιδικά μου παραμύθια.
Έρωτα μου εσύ,
οπλισμένε με τα βέλη του θανάτου,
πότε θα ξανάρθεις;
Σκονισμένος ξαναγυρνώ
από μισόν αιώνα απόσταση
να χτίσω με τα πενήντα μου χρόνια
ένα σπιτάκι
να καθίσω μέσα
και να σε περιμένω.
Γι' αυτό αγόρασα κι ένα κλουβί
γεμάτο τραγούδια.
Και μια κούνια
που να σε παίρνω
και να σε πετώ ως τα σύννεφα.
Έλα. Και θα δεις.
Θα σκαρφαλώσω με τη σκάλα μας
στη μικρή μας κληματαριά,
για να σου κόψω ένα άστρο
που με περιμένει εκεί
από τότε που 'μουνα παιδάκι.



 Μενέλαος Λουντέμης - Τελευταίο κάλεσμα
Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς (1975)
Ήρθε...
Και φώτισε την καταπακτή μου
Κι έγινε φως.
Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω.
Ένα μόνο ξέρω, πως έχασα τη γη.
Ήρθε...
Και ξωπίσω της έτρεχαν ξυπόλητες ένα κοπάδι ξέπλεκες ακτίνες
παίζοντας κρυφτούλι με τους ατμούς.
Ήρθε...
Κι έφυγε τρομαγμένη η πίσσα σκορπώντας τα μαύρα της δάκρυα ενώ
κάτι μεθυσμένοι καρυδαλλοί ανεβοκατέβαιναν σα σαλτιμπάγκοι.
Ήρθε...
Κι ένα χελιδόνι -καθώς έφευγε για τόπους μακρινούς- σταμάτησε
άπλωσε τις φτερούγες του πα στο σταυρό της κοντινής μας εκκλησιάς.
Αγάπη!
Για να ζήσεις ήρθες ή για να σταυρωθείς;


"Κάτω Απο Τα Κάστρα Της Ελπίδας")Το Παραμύθι Ενός Ραγισμένου Έρωτα

Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
και να 'ταν μόνο ένα τραγούδι,
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
για να πει το καημό του.

Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένας Έρωτας.
Ένας ολομόναχος Έρωτας
που γύριζε με μια πλάκα στη μασχάλη,
για να βρει ένα γραμμόφωνο
για να πει το καημό του.

"Έρωτα μη σε πλάνεψαν
  άλλων ματιών μεθύσια
  και μεσ' τα κυπαρίσια
  περνάς με μι' άλλη νιά;
  Έρωτ' αδικοθάνατε,
  Έρωτα χρυσομάλλη,
  αν σ' είδαν με μιάν άλλη,
  ήταν η Λησμονιά".


Μιά φορά κι ένα καιρό,
δεν ήταν ένας έρωτας,
δεν ήταν ένας πόνος.
Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
και μιά μισή πλάκα,
που 'λεγε το μισό της σκοπό:
"Έρωτα μη σε... Έρωτα μη σε...
  έρωτα μισέ... έρωτα μισέ..."


Θε μου!
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!
Ένα πονετικό χέρι,
για ν' ανασηκώσει τη βελόνα
και ν' ακουστεί ξανά,
ολόκληρος ο Έρωτας,
ολόκληρο το τραγούδι:

"Έρωτα μη σε σκότωσαν
  τα μαγεμένα βέλη;
  Έρωτα Μακιαβέλλι.
  Τα μάτια που σε λάβωσαν,
  με δάκρυα πικραμένα,
  καρφιά 'ταν πυρωμένα
  και μπήχτηκαν βαθιά".

Μη μου χτυπάτε...δεν είμαι εδώ
Ποιός μου χτυπά το τζάμι;
Μη μου χτυπάτε.
Δεν είμαι 'δω.
Εδώ κατοικεί η Μοναξιά
με μόνιμη νοικάρισα τη Πλήξη.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Μάταια χτυπάτε.
Εγώ δε μπορώ ν' ανοίξω.
Δε μπορώ να συρτώ
ούτ' ως τη πόρτα του σπιτιού μου,
ούτ' ως τη πόρτα του άλλου κόσμου.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Δεν είμαι 'δω.
Εδώ ειν' ένα ξερό έντομο
σ' ένα κόσμο, -φέρετρο-
όπου απαγορεύεται -με κίνδυνο ανάστασης-
ακόμη κι ο θάνατος σου!

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στο σπίτι.
Λάθος στη πόρτα.
Λάθος στον αιώνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!


Γι΄αυτό πάψτε.
Πάψτε -για το Θεό- να μου χτυπάτε!
Σας το ξαναλέω- μή!
Εδώ δε κατοικώ εγώ.
Εδώ κατοικεί μια αιμοβόρα
κι ακροβάτισα αράχνη,
που πριν λίγο έφαγε μια πεταλούδα.
Μια χρυσή, λεπτή πεταλούδα,
που -αλίμονο- είχε τ' όνομά μου!
  Α ρα δεν είχα αγαπηθεί, αυτό ήταν όλο
  Ί σως ανόητα υποδύθηκα το ρόλο
  Γ ελωτοποιού πολύ μετρίας κλάσης
  Λ ησμονημένος σε μιάν άχρηστη αποθήκη
  Η λίθιος κούκλος με σπασμένη μύτη 
<iframe width="560" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/F7HfnvICGTA?start=18" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen></iframe>



Ήρθε.
Και φώτισε την καταπακτή μου.
Κι' έγινε φως.
Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω.
Ένα μόνο ξέρω
Πως έχασα τη γη.
Ήρθε.
Και ξοπίσω της έτρεχαν ξυπόλυτες
Ένα κοπάδι ξέπλεκες ακτίνες
Παίζοντας κρυφτούλι με τους ατμούς.
Ήρθε.
Κι' έφυγε τρομαγμένη η πίσα
Σκορπώντας της τα μαύρα της δάκρυα
Ενώ κάτι μεθυσμένοι κορυδαλοί
Ανεβοκατέβαιναν σα σαλτιμπάγκοι.
Ήρθε
Κι' ένα χελιδόνι
- Καθώς έφευγε για τόπους μακρινούς
Σταμάτησε κι άπλωσε τις φτερούγες του
πα στο σταυρό της κοντινής μας εκκλησίας.
Αγάπη !

Για να ζήσεις ήρθες;
Ή για να σταυρωθείς; 
Μενέλαος Λουντέμης, «Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς»
Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί.
Mη ρωτάς γιατί περιμένει κείνος
Που δεν έχει τί να περιμένει
Και όμως περιμένει.
Γιατί σαν πάψει να περιμένει
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζεί.
Αβάσταχτο είναι… Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ’ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο.

"Μενέλαος Λουντέμης: Απανθίσματα"

-Σας πονάω. Αν ήταν στα χέρια μου θα σας ξαναδημιουργούσα. -Εσύ; Πώς είναι δυνατόν να φτιάξεις εσύ αυτούς που σ΄ έφτιαξαν; Ο θεός εδώ γίνεται μπαρούτι: -Μ΄ έφτιαξαν; Για ξαναπέστε το αυτό. Με τι μ΄ έφτιαξαν; -Με μπογιές. Εσύ με τι μας έφτιαξες; -Με το λόγο. "Είπα και εγένετο". -Ας μένει. Ξέρουμε με τι βάφονται τα αυγά. Αν είναι όμως έτσι όπως το λες, πώς γίνεται ένας ολοκάθαρος θεϊκός λόγος να βγάζει τόσο βρώμικα πλάσματα; Εμείς, εμείς σε φτιάξαμε, καλέ μου θεούλη, γιατί δεν αντέχαμε να κουβαλάμε μόνοι τα αίσχη μας...

"Όλοι χρωστάμε κάπου ένα σ`αγαπώ και μια συγνώμη..."

"Άμα τον πόνο σου τον μοιράζεσαι μ' άλλους" - λένε- "λιγοστεύει".
Μπορεί.
Την πείνα σου όμως μ' όσους και να την μοιραστείς, δε θα χορτάσεις.
Τα πάρκα ήταν γιομάτα νηστικούς. [...]
Μα τι έτρεξε και γέμισ' ο κόσμος νηστικούς;
Η κρίσις, λένε. "Ένεκα η κρίσις, κύριε..."
Μα τι ήταν η "κρίσις"; Αρρώστια;
Κι αν ήταν έτσι, γιατί δεν κολλούσαν όλοι;.


[Μενέλαος Λουντέμης, "Καληνύχτα, Ζωή"]
“Έτσι μου ‘παν.
Και ‘γω το πίστεψα.
Γιατί έρχονται απ’το μέρος που αγαπώ
και μ’ ακουμπούν στο μέρος που πονάω.”


“Αν μ’ αγαπούσες δε θα μου το’ λεγες.
Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη δε θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη…
Θα κάναμε αγάπη…”


Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ… Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά. 
Θηρίο τον λένε τον άνθρωπο. Κολοκύθια. Ποιο θηρίο, μωρέ; Έχει το θεριό μαχαίρια; Φκιάνει  σκοτώστρες και τουφεκάει; Θηρίο… Βρισιά για τα θεριά! 

από το “Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα”: 
Το καπάκι του ματιού το ’χει ο άνθρωπος για να σκεπάζει το μάτι του σαν κοιμάται, όχι σαν είναι ξύπνιος! 
Κι ύστερα, σου λένε, ο άνθρωπος είναι το “ευγενέστερον ζώον”… Ζώον… μάλιστα, αλλά όχι και ευγενέστερον!… Το αγριότερον, μάλιστα! 
Η λακωνικότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των δειλών ανθρώπων. 
Τους περήφανους τους σέβονται και νεκρούς, τους δειλούς τους σιχαίνονται ακόμη και ζωντανούς. 
Ζωντανός θα πει περήφανος! 

Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά; 
Να κοιτάς κατάματα τον αντικρινό σου και να του λες αυτά που θέλεις, και όχι μόνο αυτά “που πρέπει”… είναι κιόλα μια νίκη, μια λύτρωση. 


από την “Αγέλαστη άνοιξη”: 
Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί. 
Ένας άνθρωπος που δίνει στο διψασμένο νερό ποτές δεν είναι κακός. 
Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αποφασίζουν γλήγορα. Σπάζουν εύκολα το κεφάλι τους κι ησυχάζουν. 
Τι τσινιάρικη φοράδα είν’ αυτή η Ελλάδα και δεν μποράνε να την κάνουν ζάφτι; 
Η ευτυχία περπατάει πάντα πάνω στο σκοινί. Και μπορεί να σπάσει και να σε γκρεμίσει. 
Άιντε, ένα χεράκι ακόμη και τη βγάλαμε τη ζωή… Να πάρουν σειρά οι άλλοι. 
Αν είσαι καλός πού ’ναι οι οχτροί σου; 
Ας έβλεπα μια φορά μωρέ έναν καλό άνθρωπο χωρίς οχτρούς. Ας έβλεπα έναν. Μαράζι το ’χω… 
Η φιλία κρατάει μονάχα μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί. 
Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;
ΠΗΓΗ


 Βιογραφικό-
Μενέλαος Λουντέμης  -Γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικρασιατικής πόλης Γιάλοβας, το 1906. Το πραγματικό του όνομα ήτανε Δημήτρης Βαλασιάδης -ενώ το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του- και προερχόταν από εύπορη οικογένεια που χρεωκόπησε μετά από την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος. Πολύ μικρός γνώρισε το δράμα της προσφυγιάς. Πρόσφυγας από την Αγία Κυριακή της Γιάλοβας (Αιγιαλός) της Μικράς Ασίας μετά τον Μεγάλο Ξεριζωμό της Μικρασιατικής Καταστροφής, εγκαθίσταται με την οικογένεια του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριο Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για τη Κοζάνη. Έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας.
Διαβάστε την πλήρη  αναφορά ΕΔΩ

 

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Τρία ποιήματα της Κατερίνας Γώγου

Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών

Εσύ!
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πιεις κι όπως πάντα μεθύσεις
Μην πεις ποτέ πως μ’αγάπησες
Δεν θ’ άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
Σε ξεροπόταμους να πλέω…
Δημοσιεύτηκε αρχικά: 1988

Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, 1980.
Είπανε για κείνο τον αρχάγγελο
που έπεσε ξαφνικά στο μπαλκόνι μας
την Τρίτη 21 Μαΐου του 78
πως ήταν αλκοολικός.
Περνούσε λέει άμα νύχτωνε
από όλα τα μπαρ της Αθήνας
και γινότανε φέσι.
Και το πρωί σαν χάραζε είπανε
γύριζε λέει στους συναγγέλους του
και στ’ άστρα ματιασμένος.
Λέγανε ακόμα οι άνθρωποι
πως ήτανε αναρχικός.
Γι’ αυτό άλλωστε είχε και μαύρες φτερούγες.
Η αλήθεια είναι
πως ούτε εγώ ούτε η Μυρτώ τρομάξαμε
παρόλο που για πρώτη φορά μας
βλέπαμε αγγέλους.
Εγώ ντροπιάστηκα μόνο
που είχα τις γλάστρες απότιστες
και τα γόνατα του παιδιού λερωμένα.
Με ρώτησε θυμάμαι γελαστός
αν πίστευα στα μάτια μου αν πίστευα στους αγγέλους.
Και εγώ του είπα σοβαρά πώς όχι.
Ε τότε – μου είπε – δε θα πετάξεις ποτέ.
Και μου έβαλε ένα δαχτυλίδι στο χέρι
να με θυμάσαι άμα νυχτώνει μου είπε.
Έκανε έπειτα κάνα δυο φορές έτσι
για να ζεστάνει τις φτερούγες του ανοίξανε
και χάθηκε πάνω από την πόλη.
Από εκείνη την Τρίτη λοιπόν
ένιωσα πιο μόνη μου από όλα τα χρόνια.
Κι ούτε που ξαναμίλησα με τους ανθρώπους πια.
Κι αν δεν ήταν το δαχτυλίδι στο χέρι μου
και τα φώτα ν’ αναβοσβήνουν σαν την καρδιά μου
θα’ λεγα πως έφτιαξα πάλι σενάριο
με το κουρασμένο μυαλό μου.
Την νύχτα θα ξαναπάρω σβάρνα τα μπαρ.
Μπορεί να τον τρακάρω…

ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΘΑ ΜΕ ΣΚΕΠΑΣΟΥΝ

Η αγάπη είναι χρώμα άσπρο διάφανο και το σώμα της σχήμα ευλογίας. Κι αυτό το άλογο ψάχνει μέσα στους καπνούς το νεκρό καβαλάρη του μακριά να τον πάρει.
Σκέφτομαι αρχαία και σύγχρονη οι εποχές θα με σκεπάσουν. Έτσι δε θα πεινάω πια και ούτε θα διψάσω και ούτε ποιήματα θα γράφω πια.
Μόνο παρακαλώ, θεέ, των αστεριών πατρώα χρώμα άσπρο διάφανο ντύσε με και το σχήμα μου το σώμα της ευλογίας Σου δώσε.
Είναι πολύ;
Από το βιβλίο «Τώρα θα δούμε τι θα κάνετε, Ποιήματα 1978-2002», εκδόσεις Καστανιώτη