Σελίδες

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Γυναίκα Με Βροχή



Ελεύθερη απόδοση ποιήματος του Χοσέ Λουίς Βέγκας

 Γυναίκα Με Βροχή

Βρέχει ασταμάτητα και ξάφνου,
μια γυναίκα, σαν πουλί ξεπαγιασμένο,
προχωράει κι αποφεύγει τα νερά.

Τα μαλλιά της αντιστέκονται στο κρύο
και ανάμεσα στα πόδια της η φούστα,
τρομαγμένη καταφύγιο ζητά.

ΡΕΦ.: Από ποιο αστροπελέκι πηγάζει η δύναμή της,
από ποια νεροποντή τ’ όνομά της,
από ποιο λιανοβρόχι τα μάτια της;

Προχωράει σ’ ένα φόντο από τοίχους.
Οι βροντές, μα και του κεραυνού η λάμψη,
την κάνουν να βαδίζει βιαστικά.

Προχωράει αδιαφορώντας για όλα εκείνα
τα μυστήρια που το βήμα της ραντίζει,
που η φούστα της στον άνεμο κεντά.

ΡΕΦ.: Από ποιο αστροπελέκι πηγάζει η δύναμή της,
από ποια νεροποντή τ’ όνομά της,
από ποιο λιανοβρόχι τα μάτια της;

Ποια φωνή αγαπημένη, ποια βιασύνη;
Και οι χτύποι απ’ τα τακούνια της στο δρόμο
κατά ποιο αυτί γλιστράνε ηδονικά; 

Την ομπρέλα της κρατά, προστατευμένη,
κι η φιγούρα της, η μόνη παρουσία
που τη νέκρα του τοπίου διασπά.

ΡΕΦ.: Από ποιο αστροπελέκι πηγάζει η δύναμή της,
από ποια νεροποντή τ’ όνομά της,
από ποιο λιανοβρόχι τα μάτια της;


Γυναίκα Με Βροχή
 Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
 Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου.

Ερμηνεία -Σωκράτης Μάλαμας


Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

Γιάννης Ρίτσος , Αναπνοές


Ι
Υπάρχουν άνθρωποι που τους διασχίζουνε ποτάμια
κι άλλοι μ’ ένα βάλτο σταματημένο στην καρδιά τους,
άνθρωποι μ’ ένα μέτωπο σαν αψίδα από νερό
άνθρωποι με δυο μάτια κομμένα απ’ τον ουρανό-
όταν κοιτάζουν αυτό το παράθυρο, κοιτάζουν αλλού,
κυκλοφορούν ξενιτεμένοι ανάμεσα στα μάτια και στα πράγματα
γυρεύοντας κάποια φιλία πίσω απ’ τους ώμους μας
μακριά, μακριά, σ’ ένα ισκιωμένο δάσος,
μακριά ένα πρόσωπο ζωγραφισμένο σ’ ένα σύννεφο,
μακριά, ξενιτεμένοι, αμήχανοι μπρος στα ίδια τους τα χέρια.

Τα ποιήματα είναι μεγάλα ποτάμια –
δε σταματούν ποτέ πριν απ’ τη θάλασσα.
Οι ποιητές ετοιμάζουν μια χώρα για όλα τα μάτια.

II
Άκουσες το θόρυβο καθώς κλείνει ένα βλέφαρο
για ν' αποφύγει να κοιτάξει κατάματα
για ν' αποφύγει να το δούνε;
Άκουσες το θόρυβο μιας σταγόνας νερού
που έπεφτε αστράφτοντας μες στο κενό
διατηρώντας ως το τέλος τη σφαιρικότητά της;
Άκουσες το θόρυβο ενός μοναχικού φύλλου
που γκρεμίζεται μέσα στο φθινόπωρο
σαν ένα χέρι χλωμό που δε βρήκε
να κρατηθεί από κάποιο χέρι; Θυμηθείτε:
Καμιά δυστυχία δεν είναι μικρή.

ΙΙΙ
Υπάρχουν κολώνες από πέτρα
κολώνες από κατακόρυφο νερό
κολώνες από δισταχτικό χαμόγελο –
κι αυτές που θα μπορούσαν να κρατήσουν ένα αέτωμα.
Μην εμποδίσετε, φίλοι, ένα χαμόγελο.
Επάνω στην εμπιστοσύνη χτίζονται τα σπίτια.
Η πράξη και τ΄ όνειρο είναι αδέλφια.
Κι είναι αδελφοί μας και τα δυό.

Σινάγια, 16.VI.58
                                




Κυριακή 13 Απριλίου 2025

"Ο τυφλός προ του Σταυρού", Ιωάννης Πολέμης


"Ο τυφλός προ του Σταυρού"

Τι είν' η βοή στο Γολγοθά που κόσμος τρέχει απάνω;
-Πηγαίνουν να σταυρώσουν δυο μαζί με κάποιον πλάνο.
-Ποιοι ναν οι δυο, που εκδικητής ο χάρος τους προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, άρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Και ποιος ο πλάνος που κι αυτός θα σταυρωθεί μαζί τους;
-Τους Φαρισαίους ρώτησε, είναι δουλειά δική τους!

-Θα πάω να δω...

Είπα να δω κι ήρθαν στο νου μου πάλι,
τα χρόνια που ήμουνα τυφλός. Τυφλός! Εσείς οι άλλοι
δεν ξέρετε πόσο η ψυχή μέσα στα στήθη είν' άδεια,
όταν με μάτια ορθάνοιχτα βαδίζει στα σκοτάδια!
Πως τη θυμούμαι τη στιγμή που εστάθη αυτός μπροστά μου
και μ' ευσπλαχνίσθη, κι έσκυψε, πήρε πηλό από χάμου
κι αλείφοντας τα μάτια μου με τον πηλό εκείνο,
μου είπε να πάω στου Σιλωάμ τη στέρνα να τα πλύνω!

Όταν τον πρωτοακτίκρυσα τον Φωτοδότη εμπρός μου,
στην όψη του είδα όλες μαζί τις ομορφιές του κόσμου.
Μοσχοβολούσε κι έλαμπε το κάθε κίνημά του...
Φως και τα χείλη, κι η φωνή, τα μάτια κι η ματιά του.
Στα χείλη του η παρηγοριά, στα μάτια του η ελπίδα...
Έστρεψα τότε ολόγυρα τα δυο μου μάτια κι είδα
κάθε που ζει και που δεν ζει, κι είδα παντού γραμμένη
την όψη του, λες κι ήτανε καθρέπτης του η οικουμένη.

Φως η ζωή, χαρά το φως! Ας πάω να δω τον πλάνο
που θα καρφώσουν στο Σταυρό. Κατά το λόφο επάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι οχλοβοή κι αντάρα
χίλιες φωνές σαν μια φωνή κι όλες σαν μια κατάρα.
Που πάει; Σπρώχνει και σπρώχνεται και πνίγεται και πνίγει,
και σταματά προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεις μαυροφόρες που κρατούν μια λιγοθυμισμένη.
Θε νάναι μάνα η δύστυχη! Ξάφνου, με μιας σωπαίνει
το πλήθος που ανταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν,

κρότοι

πνιγμένοι μεσ' στα βογγητά! Υψώνονται οι δυό πρώτοι
σταυροί· κανείς δεν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ!

Ξανακαρφώνουν

μα βόγγος δεν ακούγεται. Να, και τον τρίτον υψώνουν

Πως; Συ που μούδωσες το φως, εσένα πλάνο λένε;
Κι ήταν γραφτό τα μάτια μου να βλέπουν για να κλαίνε;
Τι να τα κάνω και της γης και τ' ουρανού τα κάλλη;

Πάρε το φως που μούδωσες και τύφλωσέ με πάλι!

Ἰωάννης Πολέμης (1862-1924): ποιητὴς καὶ θεατρικὸς συγγραφέας ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Γεράνης Στέλιος (1920-1993) Ποιήματα

                      




Από το «Μουσικό τετράδιο τής θάλασσας»

Η Αννούλα σκάλιζε στ᾿  ακρογιάλι τα λευκά βότσαλα
για να βρει το χαμένο ψίθυρο τής θάλασσας,
που δεν τον στέγνωσε η πρωινή λιακάδα τού Φθινόπωρου,
που δεν τον βρήκαν τα μικρά παιδιά
που σκάλιζαν την άμμο.
 
Στάθηκε έξω απ᾿ την δράση των πραγμάτων
και γέρνοντας πάνω απ᾿   το μικρό κοχύλι τού γιαλού,
πήρε με την ανάσα της τον πρώτο ψίθυρο τής θάλασσας.
Κι όπως αθώα γύριζε το βλέμμα της
στην πρώτη αρμύρα τής παρθενικής ντροπής,
έσταξε από τα μάτια της το πρωτοδάκρυ τής αυγής,
έτσι όπως τρέμει ένας καρπός σαν παίρνει να ωριμάζει.
 
Κ᾿  είπα να κρύψω την καρδιά τής θάλασσας
σ᾿  ένα γαλάζιο βλέφαρο.
Κ᾿  είπα ν᾿  ανοίξω τη μικρή παλάμη της
για να διαβάσω το αίνιγμα.
 
Μα πριν προλάβω να συλλαβίσω το χρυσό λόγο,
άρχισε να φυτρώνει μόνος του
απ᾿  τις λεπτές φλεβίτσες των δάχτυλων της.
Κ᾿  έγειρε τότε το κεφάλι της απ᾿  το κλωνάρι τού λαιμού
κι άφησε να κατρακυλήσει στην καρδιά μου
ο πρώτος ψίθυρος τής θάλασσας...
 
Από τότε, κρατάει στο βάθος των ματιών
μια γαλανή καρδιά γεμάτη αρμύρα και χυμούς,
που δεν μπορούν οι κόκκινες φωνές τής πρωινής λιακάδας
και το βαθύ σκοτάδι τής νυχτιάς,
ούτε τη μελωδία της να πιουν,
ούτ᾿  ένα δάκρυ να στεγνώσουν.

Η άνοιξη και οι συνωμότες


Βοήθησα να στρωθούν ανοιξιάτικοι δρόμοι.
Δούλεψα για το πράσινο και για το γαλάζιο,
όπως δουλεύει κανείς για την αγάπη του
και για
τη λευτεριά του.
Μα δε μ᾿  άφησαν οι βρυκόλακες
να μπω στον κήπο τού καλοκαιριού…
Κ᾿  ένα μεσονύχτι
ξύπνησα τρομαγμένος
από βαριά
χτυπήματα
στην πόρτα.
Άνοιξα το παράθυρο
κ᾿  είδα τους συνωμότες
να μού γκρεμίζουν την άνοιξη.
 
Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην αντιστασιακή εφημερίδα του Λονδίνου «Ελεύθερη πατρίδα», στις 4/10/1970  (πληροφορία  https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/2019/11/blog-post_3.html


ΣΠΟΥΔΗ
Έμαθα τώρα να ταξιδεύω σε δύσκολες θάλασσες,
να βαδίζω γυμνός κι αλησμόνητος
και να γεμίζω τους δρόμους
να χαράζω ευθείες να περάσει το φως,
να σταματώ ξαφνικά στο νησί σου
με τα μάτια μου στ’  ανοιχτά και στ’ απέραντα
-εκεί που η Ποίηση τινάζεται
σαν απρόσμενη αστραπή
και καρφώνεται σαν πυράκανθος
στα μαλλιά σου.  
ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟ ΜΕΡΑΚΙ
Κοπίασα-
είπε ο Θεός στους πρωτόπλαστους,
κοπίασα πολύ την ψυχή σας να ντύσω.
Κάλεσα σοφούς ενδυματολόγους
απ’ όλους τους Γαλαξίες-
όχι για ‘κείνο το «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν»
αλλά για τον άλλο διάκοσμο
τον πιο πίσω απ’ την αυλαία.
Το «κατ’ εικόνα» ήταν η σκηνοθεσία μου,
ενώ το άλλο σας ένδυμα
ήταν μεράκι πολύ ακριβό
-κι ας μην κατάφερα να σας ντύσω.    


Η ΑΛΛΗ ΟΜΟΡΦΙΑ  – ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ

Κλείσε την πόρτα σου, Μαρία
Βλέπω να σκοτεινιάζει
Μπαίνει το μεσοχείμωνο
Και θα μας πνίξει η παγωνιά

Στάζουν απελπισίες τα μάτια σου
Φόρεσε, τουλάχιστον εκείνη την κίτρινη
Λυπημένη ζακέτα της μάνας σου
Κι έλα να περάσουμε τον υγρό διάδρομο

Έπεσες πάλι στις σφαγές των ανέμων, σα νιφάδα χιονιού
Σε βλέπω λευκή και τρομάζω. Κλάψε, Μαρία

Άλλη ομορφιά απ’ τον έρωτα νομίζω δε μας έμεινε…

Στέλιος Γεράνης, (Η Ελληνική ποίηση (πέμπτος τόμος), Η πρώτη μεταπολεμική γενιά – Ανθολογία Γραμματολογία, Εκδ. Σοκόλης 2000)

“Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος
γιατί σπανίως εννοούν τα πάμπολλά μου εγκλήματα.
Πως είμαι δήμιος, ασφαλώς δεν το πιστεύουν.
Μα εγώ φοβάμαι. Γιατί, καλώς γνωρίζω
πόσες ωραίες μου πράξεις καρατόμησα·
πόσες φορές κλάδεψα τους βλαστούς μου…”

(1920-1993) Ο Στέλιος Γεράνης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Στέλιου Παναγιωτόπουλου) γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από τη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας. Φοίτησε στην Πάντειο για δύο χρόνια και εργάστηκε αρχικά ως βοηθός λογιστή και στη συνέχεια ως εκτελωνιστής, ενώ ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις στίχων στα περιοδικά Νεότης και Αργώ το 1938. Το 1944 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Μεταπτώσεις.
Ακολούθησαν κι άλλες συλλογές, ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και την επιμέλεια περιοδικών εκδόσεων (όπως η Νεοελληνική Μούσα και η Πορεία). Διετέλεσε μεταξύ άλλων αρχισυντάκτης των εφημερίδων "Δημοκρατικός Φρουρός" και "Η Φιλολογική" και διευθυντής των περιοδικών "Πειραϊκή Έρευνα" και "Θερμοπύλες". Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα ρουμανικά, τα γερμανικά και τα πολωνικά.
Γενικός γραμματέας του Εκπολιτιστικού Ομίλου Πειραιά "Οι Φίλοι της Τέχνης και της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά", πρόεδρος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πειραιά και της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, ο Στέλιος Γεράνης τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1975).

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Ο Οδυσσέας Ελύτης περιγράφει τη γνωριμία και την πρώτη του εντύπωση από τον Νίκο Γκάτσο


Τ ον Οκτώβριο του 1936 ένα βράδυ, εκεί που χάζευα έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, μου έπεσε από τον ουρανό ένας απροσδόκητος ομοϊδεάτης. Ήταν ο ποιητής Νίκος Γκάτσος.
Δε μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή ποιος μας σύστησε. Ούτε αν είχα ποτέ μου ακούσει το όνομά του. Ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, με μάτια μεγάλα που έμελλαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, να κάψουν πολλές καρδιές, όμως πάντα λίγο ερεθισμένα σαν από μια μόνιμη αϋπνία, έστεκε εκεί, καταμεσής στο πλήθος, ελαφρά σκυφτός από φυσικού του, κάτω από μια μακριά ριχτή μπεζ καπαρντίνα με ανασηκωμένο το γιακά, σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο, που δεν μπορούσα να καταλάβω εάν σήμαινε υπεροψία ή αδιαφορία και μόνο.


Ώσπου να φτάσουμε στη στάση Αγγελοπούλου – και είχαμε πάρει το δρόμο με τα πόδια ως εκεί μια που κι εκείνος, όπως μου είπε, καθόταν στην Κυψέλη – με είχε κοσκινίσει, κάνοντας αντεπίθεση, βάζοντας μεθοδικά ερωτήσεις, ανιχνεύοντας τις γνώμες και τις προτιμήσεις μου, αναφέροντας απίθανες λεπτομέρειες από ελάχιστα γνωστά κείμενα που, παρόλ’ αυτά, στάθηκε αδύνατον να μ’ αιφνιδιάσουν, απεναντίας με κούρντιζαν, μ’ έβαζαν να του ανταποδίδω κι εγώ με τη σειρά μου τα ίδια. Το παιχνίδι αυτό βάσταξε ώσπου αράξαμε σ’ ένα μικρό καφενείο και πιάσαμε στα χείλη μας τα «Μανιφέστα» του Breton. 

Δόξα να’ χει ο Θεός, ο άνθρωπος αυτός είχε μπει στο νόημα. Ήταν ο δεύτερος μετά τον Εμπειρίκο. Κι ίσαμε σήμερα που γράφω, και που έχουνε περάσει τρεις δεκαετίες σχεδόν, είναι ένας από τους πέντε ή έξι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα (μαζί με το Νικήτα Ράντο, το Νίκο Εγγονόπουλο και το Νάνο Βαλαωρίτη) που αποδειχτήκανε κάτοχοι πραγματικοί του μυστικού. Θέλω να πω: της γοητείας, του θαύματος, και όχι των γνώσεων που σήμερα διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και βρίσκονται σ’ όλες τις Εγκυκλοπαίδειες. Πολύ φυσικό να γίνουμε γρήγορα φίλοι.
ΠΗΓΗ

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

Η νύχτα των Χριστουγέννων -Κωστής Παλαμάς

Η καμπάνα Χριστούγεννα χτυπάει 

 και μου φτερώνει την ψυχή, 

κι ανοίγεται η καρδιά μου και σκορπάει 

 θυμίαμα την προσευχή.

 Του κάκου δε μ’ επήγαινε ο πατέρας 

την Κυριακή στην εκκλησιά· 

 της γνώσης δεν τη ρούφηξε το τέρας  

της νιότης μου κάθε δροσιά.

 

Του κάκου δε με κοίμιζε η μητέρα 

με τ’ όνομα της Παναγιάς,  

της Πίστης όλα τ’ άνθη πέρα ώς πέρα

δε μου τα μάρανε ο βοριάς,


της απιστίας ο βοριάς. Α! του κάκου 

 παιδί δεν ήμουν μια φορά, 

γλίτωσα κάποιο λείψανο απ’ του Δράκου  

τα δόντια τα φαρμακερά.


Φτάνει η ευωδιά που βγαίνει από λουλούδι 

 να μου χαρίσει ευτύς φτερά

 για να πετάξω ανάερα αγγελούδι, 

στον έρωτα και στη χαρά.

 

Και φτάνουν μιας καμπάνας γοργοί χτύποι 

 μες σε σκοτάδι σιγανό 

 για να μου δώσουν πάλι ό,τι μού λείπει

  και να με κάνουν χριστιανό!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Άγιες αγάπες τρισευλογημένες 

που τις καρδιές τις σμίγατε παρθένες 

των πρώτων των αρχαίων Χριστιανών

 σε τραπέζι χαρά των ουρανών!

 

Αγάπες που τον πλούσιον ένα ένα 

κάνατε να τα ρίχνει μαζωμένα 

 στα πόδια του Αποστόλου τα ιερά

 κάθε αγαθό του, κάθε του χαρά!

 

Αγάπες αγάπες τρισευλογημένες 

 που τις καρδιές υψώνατε παρθένες 

 των πρώτων των αρχαίων Χριστιανών 

 στο όνειρο το τρανό των ουρανών!

 

Αγάπες μεγαλόδωρες περίσσια, 

κάτου απ’ τη σκέπη τη δική σας

 ίσια ζούσαν μικροί, τρανοί, πλούσιοι, φτωχοί, 

κι έδενε τους ανθρώπους μια ψυχή!

 

Αγάπες, ω!, φανείτε πάλι εμπρός μου, 

αυγές της πίστης, χρυσαυγές του κόσμου, 

 κι ας βλέπει με το μάγο σας το φως 

ο άνθρωπος τον άνθρωπο, αδερφός.

 

Αγάπες πια δεν έχετε το θρόνο 

στη γη την ανυπόταχτη, και μόνο 

 στου ποιητή σάς ξανοίγω την καρδιά

με την ίδια λαμπρότη κι ευωδιά.

 

Αγάπες, κι εδώ μέσα που σας βρίσκω 

παρακαλώ σας! κάμετέ τη δίσκο  

τη λύρα μου για κάθε δυστυχή· 

και κάμετε του κόσμου την ψυχή,

 

κάθε άνθρωπο να λέει πως εδώ 

κάτου τα βάσανα τα ξένα είναι δικά του, 

να μη ξεχνάει πως είναι στη ζωή 

μόνο για να αγαπά και να ελεεί.

 Τα Χριστούγεννα του 1882, στη σατιρική εφημερίδα "Μη Χάνεσαι" δημοσιεύτηκε ένα (καθόλου σατιρικό) ποίημα του Κωστή Παλαμά για τα Χριστούγεννα.
Δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο ποίημα, καθώς αποτελείται από οκτώ ενότητες, καθεμιά από τις οποίες έχει την ίδια δομή: ένα δίστιχο στην αρχή, που προϊδέαζει για το θέμα, που στη συνέχεια αναπτύσσεται από δέκα στίχους, ενώ στο τέλος το αρχικό δίστιχο επαναλαμβάνεται.

 Αποσπάσματα

Τι φως και χρώμα κι εμορφιά να είχ' εκειό τ' αστέρι
 
Οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!

Ποιος άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ' άλλα τ' αστέρια θάβλεπαν το φωτεινό του δρόμο,
Κι από τη ζήλια θάτρεμαν... Αστέρι, σε ποια χώρα
Του απεράντου σ' ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα; 
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβυσε το φως σου;
Ή μήπως είσ' αθάνατο κι εσύ, σαν το Χριστό σου;
Δεν καταβαίν' η λάμψη σου εδώ στα χώματά μας;
Για όλα τ' άστρα, αλλοίμονο! δεν είναι η ματιά μας...
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννά μας θάμπουν,
Θαρρώ πως οι ακτίνες σου μέσ' την ψυχή μου λάμπουν.

Τι φως και χρώμα κι εμορφιά να είχ' εκειό τ' αστέρι
Οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους είχε φέρει!


Δ΄
Αχ, αχ, Χριστουγενιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
Που ταίρι ταίρ' η όρεξη με την αγάπη παίζε!

Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
Γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!
Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,
Και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει.
Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδερφές, δυο τρέλες, 
Με κουβεντούλες άσωστες, γλυκειές σαν καραμέλες,
Ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου
Δυο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου.
Και να σ' αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία,
Των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία...

Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
Που ταίρι ταίρ' η όρεξη με την αγάπη παίζει!

ΣΤ΄
Σε είδ' απόψε στόνειρο της νιότης μου στολίδι.
Χριστόψωμα εζύμωνες σ' ένα μικρό σκαφίδι.

Ήσουν σκυμμένη, και λυτά τα φουντωτά μαλλιά σου
Με μία χάρη άταχτη σκορπίζονταν μπροστά σου
Τα χέρια σου ζυμώνονταν, θαρρούσα, στο ζυμάρι,
Κι' απ' τα μαλλιά σου έσταζεν ιδρώς μαργαριτάρι.

Απόστασες κι' επόνεσες, σταμάτησες, αλήθεια, 
Και μια ματιά σου μ' ούρριξες, σα νάλεγες: βοήθεια!
Ήταν παιγνίδι η δουλειά, σα' ζύμωσα μ' εσένα,
Και σε λιγάκι επρόβαλαν χριστόψωμ' αφρισμένα.
Είν' η ζωή, αγάπη μου, του ζυμαριού η σκάφη:
- Μαζί να το ζυμώσουμε, μόνο μαζί εγράφη...
 
Σε είδ' απόψε στ' όνειρο, της νιότης μου στολίδι·
Χριστόψωμα εζύμωνες σ' ένα μικρό σκαφίδι.

ΠΗΓΗ

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

«Οι σχέσεις μας με τα όνειρα» του Γιάννη Ρίτσου (Απόσπασμα)

 


Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ – Αθήνα 1984

Παρουσίαση

Όταν αρχίζεις να γράφεις δεν ξέρεις τι θα βγει, που θα σε βγάλει. Μέσα σου ακούς ένα κρακ, κάτι ραγίζει - δισταγμός; φόβος; απόφαση; πείσμα;
Τούτη η ραγισματιά δεν είναι σαν εκείνη στα ποτήρια. Ένα ποτήρι το πετάς. Παίρνεις άλλο. Κι αν έχεις παράδες αγοράζεις μια ντουζίνα, και καλύτερα μάλιστα. Γιατί, λέει, στη ραγισματιά του ποτηριού μαζεύουνται τα μικρόβια - ίσως γιατί σ' αυτό ακριβώς το σημείο το γυαλί ή το κρύσταλλο λάμπει περισσότερο. Φαίνεται πως η λάμψη τραβάει τα μικρόβια όπως το μέλι τραβάει τις μύγες. Όμως οι μύγες είναι μεγάλες. Τις βλέπεις.
Τις ξεκολλάς με μιαν οδοντογλυφίδα ή καλύτερα μ' ένα κουταλάκι για να βγάζεις μαζί και το μολυσμένο μέλι. Ύστερα πια το τρως άφοβα. [...] (Από την έκδοση)

ΜΕ ΤΟ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΚΩΝΑ

ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Κεφάλαιο 10ο : «Οι σχέσεις μας με τα όνειρα»
Μυθιστόρημα (Απόσπασμα)

     Πόσες χιλιάδες όνειρα έχω δει – αμέτρητα. Και βλέπω ακόμα. Άλλα μ’ αρέσουν και θέλω να κρατήσουν όλη τη νύχτα, όλη τη ζωή. Άλλα μου σφίγγουν την καρδιά και θέλω να ξυπνήσω, να γλιτώσω από δαύτα. Κι όταν ξυπνάω φοβάμαι να ξανακοιμηθώ μη μ’ αρπάξουν πάλι στα νύχια τους τα ίδια και χειρότερα. Όταν όμως βλέπω καλά όνειρα δε θέλω να ξυπνήσω για να συνεχιστούν, και λέω μέσα στον ύπνο μου «τι όμορφα, τι όμορφα», και λέω να τα θυμηθώ σαν θα ξυπνήσω για να μη μου φύγουν και να τα πω σε κάποιον για να χαρεί κι αυτός ή να τα γράψω.

Μα όταν ξυπνάω, πολλές φορές, δε θυμάμαι απολύτως τίποτα και μένω με την αίσθηση μιας μεγάλης απώλειας, πολύ θλιμμένος, χαμένος, σιωπηλός, κι ύστερα σαν προβληματισμένος, και μου φταίει το μαξιλάρι, το σεντόνι, το δεξί μου χέρι, το ‘να παπούτσι μου που δεν ξέρω πώς βρίσκεται στη μέση της κάμαρας ή το ξυπνητήρι στο κομοδίνο που ο λεπτοδείχτης του κινείται πολύ πιο αργά απ’ το μυαλό μου και δεν καταφέρνω να τα συντονίσω για να σκεφτώ με συνέχεια τη σκέψη μου.

Άλλοτε πάλι θυμάμαι ένα όνειρο μέσες άκρες και τρέμω μη μου φύγουν και προσπαθώ να τ’ αναπλάσω, να τα συναρθρώσω, και παρεμβαίνουν κι άλλα νόθα κομμάτια και μπερδεύονται, αλλάζουν θέσεις, τροποποιούνται, κι εγώ μένω απέξω, κι αρχίζω μάλιστα να κάνω μιαν επιλογή «αυτό θα κρατήσω», «αυτό θα πετάξω», και πολύ ενοχλούμαι απ’ αυτή μου την ανάμιξη που την ξέρω και τη χαρακτηρίζω π α ρ α χ ά ρ α ξ η, γιατί σκληραίνει αφόρητα η άυλη ύλη του ονείρου, χώρια που αρχίζει κιόλας να λογικοποιείται και να συμβολοποιείται και να προτείνεται σε ψυχολογικές ή κοινωνικές ερμηνείες ή ακόμη σε ηθικά παιδαγωγικά συμπεράσματα.

Ε, τότες όλα παν κατά διαόλου. Και παιδεύουμαι απ’ την αρχή ν’ αφαιρέσω τις άγαρμπες προσθήκες και να διατηρήσω λίγα έστω αποσπάσματα απ’ την πρώτη αέρινη ουσία. Δε βγαίνει πάλι τίποτα της προκοπής. Καμιά φορά όμως, σπάνια, βέβαια, ξαναθυμάμαι ένα ο λ ό κ λ η ρ ο όνειρο, και κυκλοφορώ μέσα του, κι είμαι μέρος του, όπως στο «Σκιώδη χώρο» ή στο «Όνειρο με τους κρίνους», κι είμαι κι εγώ αέρινος – ένα μετέωρο χαμόγελο, ένας δημιουργός αδημιούργητος που δεν θέτει ερωτήσεις, δεν του θέτουν ερωτήσεις, δε χρωστάει καμιάν απάντηση στους άλλους ή στον εαυτό του, ελεύθερος μέσα στο άπλετο α ν ε ξ ή γ η τ ο που είναι (ίσως) το θάμβος, η ομορφιά, η άγνοια, η μαγεία, ο έρωτας, όλος μαζί ο έρωτας κι ο θάνατος, η αιωνιότητα ορατή και μεταφυσική, η αγνότητα, η αγιοσύνη.

Ζω λίγες ώρες μέσα σ’ αυτή τη μέθη και ξαφνικά τινάζομαι, χτυπάω τα μεριά μου για να βεβαιωθώ πως ξύπνησα, πως είμαι εγώ,  πως είμαι εδώ, όχι άγγελος ή σύννεφο ή αερόστατο, εγώ, ένας άνθρωπος πλάι στους ανθρώπους, εδώ, στη γη, στην πατρίδα του ανθρώπου, μέσα στ’ όμορφο θνητό μου σώμα, και ξαναχτυπάω τα μεριά μου σαν τον Οδυσσέα, που οι Φαίακες τον βγάλαν κοιμισμένον απ’ το πλοίο και τον αποθέσαν στα πατρικά του χώματα κι έφυγαν, κι όταν ξύπνησε αυτός τα χαράματα στην Ιθάκη, δεν ήξερε που βρίσκεται κι άρχισε να μετράει τα χαλκώματα, ίσως για να εντοπιστεί με συμφέρουσες πρακτικές απασχολήσεις.