Από το «Μουσικό τετράδιο τής θάλασσας»Η Αννούλα σκάλιζε στ᾿ ακρογιάλι τα λευκά βότσαλαγια να βρει το χαμένο ψίθυρο τής θάλασσας, που δεν τον στέγνωσε η πρωινή λιακάδα τού Φθινόπωρου, που δεν τον βρήκαν τα μικρά παιδιά που σκάλιζαν την άμμο. Στάθηκε έξω απ᾿ την δράση των πραγμάτων και γέρνοντας πάνω απ᾿ το μικρό κοχύλι τού γιαλού, πήρε με την ανάσα της τον πρώτο ψίθυρο τής θάλασσας. Κι όπως αθώα γύριζε το βλέμμα της στην πρώτη αρμύρα τής παρθενικής ντροπής, έσταξε από τα μάτια της το πρωτοδάκρυ τής αυγής, έτσι όπως τρέμει ένας καρπός σαν παίρνει να ωριμάζει. Κ᾿ είπα να κρύψω την καρδιά τής θάλασσας σ᾿ ένα γαλάζιο βλέφαρο. Κ᾿ είπα ν᾿ ανοίξω τη μικρή παλάμη της για να διαβάσω το αίνιγμα. Μα πριν προλάβω να συλλαβίσω το χρυσό λόγο, άρχισε να φυτρώνει μόνος του απ᾿ τις λεπτές φλεβίτσες των δάχτυλων της. Κ᾿ έγειρε τότε το κεφάλι της απ᾿ το κλωνάρι τού λαιμού κι άφησε να κατρακυλήσει στην καρδιά μου ο πρώτος ψίθυρος τής θάλασσας... Από τότε, κρατάει στο βάθος των ματιών μια γαλανή καρδιά γεμάτη αρμύρα και χυμούς, που δεν μπορούν οι κόκκινες φωνές τής πρωινής λιακάδας και το βαθύ σκοτάδι τής νυχτιάς, ούτε τη μελωδία της να πιουν, ούτ᾿ ένα δάκρυ να στεγνώσουν. |
![]() |
|
Βοήθησα να στρωθούν ανοιξιάτικοι δρόμοι. Δούλεψα για το πράσινο και για το γαλάζιο, όπως δουλεύει κανείς για την αγάπη του και για τη λευτεριά του. Μα δε μ᾿ άφησαν οι βρυκόλακες να μπω στον κήπο τού καλοκαιριού… Κ᾿ ένα μεσονύχτι ξύπνησα τρομαγμένος από βαριά χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξα το παράθυρο κ᾿ είδα τους συνωμότες να μού γκρεμίζουν την άνοιξη. Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην αντιστασιακή εφημερίδα του Λονδίνου «Ελεύθερη πατρίδα», στις 4/10/1970 (πληροφορία https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/2019/11/blog-post_3.html ![]()
Έμαθα
τώρα να ταξιδεύω σε δύσκολες θάλασσες,
να
βαδίζω γυμνός κι αλησμόνητος
και
να γεμίζω τους δρόμους
να
χαράζω ευθείες να περάσει το φως,
να
σταματώ ξαφνικά στο νησί σου
με
τα μάτια μου στ’ ανοιχτά και στ’
απέραντα
-εκεί
που η Ποίηση τινάζεται
σαν
απρόσμενη αστραπή
και
καρφώνεται σαν πυράκανθος
στα
μαλλιά σου. ![]()
Κοπίασα-
είπε
ο Θεός στους πρωτόπλαστους,
κοπίασα
πολύ την ψυχή σας να ντύσω.
Κάλεσα
σοφούς ενδυματολόγους
απ’
όλους τους Γαλαξίες-
όχι
για ‘κείνο το «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν»
αλλά
για τον άλλο διάκοσμο
τον
πιο πίσω απ’ την αυλαία.
Το
«κατ’ εικόνα» ήταν η σκηνοθεσία μου,
ενώ
το άλλο σας ένδυμα
ήταν
μεράκι πολύ ακριβό
-κι
ας μην κατάφερα να σας ντύσω. Η ΑΛΛΗ ΟΜΟΡΦΙΑ – ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ Κλείσε την πόρτα σου, Μαρία Στάζουν απελπισίες τα μάτια σου Έπεσες πάλι στις σφαγές των ανέμων, σα νιφάδα χιονιού Άλλη ομορφιά απ’ τον έρωτα νομίζω δε μας έμεινε… Στέλιος Γεράνης, (Η Ελληνική ποίηση (πέμπτος τόμος), Η πρώτη μεταπολεμική γενιά – Ανθολογία Γραμματολογία, Εκδ. Σοκόλης 2000) (1920-1993) Ο Στέλιος Γεράνης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του
Στέλιου Παναγιωτόπουλου) γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από τη Νέα
Έφεσο της Μικράς Ασίας. Φοίτησε στην Πάντειο για δύο χρόνια και
εργάστηκε αρχικά ως βοηθός λογιστή και στη συνέχεια ως εκτελωνιστής, ενώ
ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με
δημοσιεύσεις στίχων στα περιοδικά Νεότης και Αργώ το 1938. Το 1944
κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Μεταπτώσεις. ![]() |