Σελίδες

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΞΟΔΕΥΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

 Fotofrafer-Matthias Lueger

Αν στέρηση είναι να μην έχεις αυτό που επιθυμείς, ανικανοποίητο είναι να έχεις μεν αυτό που επιθυμείς, αλλά να μη σου προσφέρει τη γεύση που περίμενες να σου προσφέρει. Η απόκτησή του να αποδεικνύεται απογοητευτική.

O άνθρωπος σήμερα μαραίνεται μέσα στην εποχή του ανικανοποίητου. Κι αν, όταν στερείσαι, μπορείς να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς, μέσα στην ανικανοποίητη καθημερινότητα και τις απανωτές απογοητεύσεις -όχι απ’ αυτά που δεν έχεις αλλά απ’ αυτά που έχεις-, δεν ξέρεις πια τι ακριβώς να επιθυμήσεις. Από παντού ακούς χείλη πικρά να συμπεραίνουν πως δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, αξίες, φιλότιμο. Οι άνθρωποι παραπονιούνται πως δεν τους αγαπούν.

Είναι εξάρτηση να περιμένεις από τους άλλους να σου χαρίσουν την αγάπη. Η αγάπη όντως είναι η μεγάλη πλήρωση της ύπαρξης, αλλά μόνο όταν πρόκειται για αγάπη που δίνεις. Όσο κι αν αγαπιέσαι, το ανικανοποίητο θα επιμένει ζοφώδες στην καρδιά, αν αυτή η καρδιά δεν μπορεί να αγαπήσει. Γεμίζουμε μονάχα απ’ την αγάπη που εμείς δίνουμε, από την πίστη που ασκούμε, από όσα δικά μας χαρίζουμε.

Ακόμη κι η ψυχή διά της απωλείας της κερδίζεται. Είναι μοίρα ή ελεύθερη επιλογή η ικανότητά μας στο συναίσθημα; Πρέπει να είναι ελεύθερη επιλογή, γι’ αυτό και η καρδιά είναι διαρκώς θυμωμένη με τον μίζερο εαυτό μας που τη στενεύει. Κι αν είναι δύσκολο να βρίσκουμε αγάπες, είναι πολύ πιο δύσκολο να αγαπάμε· προϋποθέτει μεταστροφή της εγωιστικά εκπαιδευμένης προσωπικότητάς μας κάτι τέτοιο. Όσο την αρνούμαστε τη μεταμόρφωση, η επιδημία της ανίας και της κατάθλιψης εξαπλώνεται, σαν φάντασμα στοιχειώνει τη ζωή μας. Λέγεται πως: "Μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη…"
Πηγή

Ποιήματα - Γιώργος Θέμελης


ΕΙΠΑ Ν’ ΑΦΗΣΩ

Είπα ν’ αφήσω αυτό το πεθαμένο σπίτι
να πάω να κατοικήσω επάνω στη θάλασσα
Σκιές το κατοικούν ξεχασμένες φωνές
εξαρθρωμένες κούκλες ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες

Το παράθυρο γέρνει γυμνό μέσα στη νύχτα
όλα τα τζάμια έχουν πέσει
κομμάτια από γυαλί πάνω στη σκόνη

Και μένω κι’ αγωνίζομαι να βρω τη σκιά μου
ίχνος από παληό λησμονημένον ήλιο



(Από τη συλλογή «Γυμνό παράθυρο», 1945)




ΑΓΓΙΣΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ

Άγγισα την ομορφιά
με τα χέρια μου

Η φορεσιά μου με ζώνει
ερωτευμένη

Έξω απ’ το σχήμα
κι’ από το ρόδο
του σώματός μου

Άπληστα χείλη
άπληστα δάχτυλα που τρέχουν
σα δάκρυα

Άστρα λευκά
κόκκινες στάλες αγάπης
μέσα στις φούχτες μου

Στο στήθος
στ’ ασημένια μαλλιά
αντίλαλοι
σωπασμένων
αυλών

Καθρεφτισμένο πρόσωπο
ανείπωτο
απέραντο
πολλαπλό

Σαν ένα δέντρο που εκτείνεται
μέσα
στον άνεμο


(Από τη συλλογή «Άνθρωποι και πουλιά», 1947)



ΕΡΗΜΙΑ

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα…

Απ’ όπου περάσης νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
να βγαίνη από τους δρόμους που δεν πάτησες,
από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιής νερό,
από τα πλοία που δεν ταξίδεψες…

Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα…
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά σιγά από εγκατάλειψη,
μαζί με τα παληά μας φορέματα μες στα σεντούκια…
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίξαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα, που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός…

Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.



(Από τη συλλογή «Συνομιλίες», 1953)