


ΠΗΓΗ https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/2016/12/blog-post_26.html
ΠΗΓΗ https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/2016/12/blog-post_26.html
Πόσο αισθητό είναι το τέλος των ημερών του φθινοπώρου! Αχ! διαπεραστικό μέχρι τα κόκαλα! κι αυτό, γιατί υπάρχουν μερικοί γλυκύτατοι αισθησιασμοί που η αοριστία τους δεν αποκλείει την ένταση, κι η αιχμή του Απείρου, είναι η πιο κοφτερή.
Είναι μεγάλη η γλυκύτητα, όταν πνίγεις το βλέμμα σου στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού και της θάλασσας! Μοναξιά, σιωπή, ασύγκριτη αγνότητα του γαλανού! ένα μικρό πανί που τρεμοπαίζει στον ορίζοντα και που με το μικρό του μέγεθος στην απομόνωσή του, μιμείται την αγιάτρευτή μου ύπαρξη, μονότονη μελωδία της φουσκοθαλασσιάς· όλ’ αυτά σκέφτονται ανάμεσά μου, ή σκέφτομαι εγώ ανάμεσά τους (γιατί μέσα στο μεγαλείο του ρεμβασμού το εγώ χάνεται γρήγορα!) σκέφτονται λέω, μουσικά και γραφικά όμως, χωρίς σοφίσματα, χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συμπεράσματα.
Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι σκέψεις, είτε δικές μου είναι, είτε αντανάκλαση είναι των πραγμάτων γίνονται γρήγορα πολύ έντονες. Η ενέργεια μέσα από την ηδονή γεννά μια στενοχώρια κι ένα θετικό βασάνισμα. Τα κλονισμένα νεύρα μου, μπορούν να δώσουν μονάχα κλαψούρικους και πονεμένους καρπούς.
Και
τώρα, το βάθος τ’ ουρανού μ’ αφήνει κατάπληκτο. Η διαύγειά του μ’
εξοργίζει. Η ευαισθησία της θάλασσας, η ακινησία του θεάματος, μ’
επαναστατούν… Αχ! πρέπει πάντα να υποφέρει κανείς ή ν’ αποφεύγει αιώνια
το ωραίο; Φύση, ανελέητη μάγισσα, θριαμβευτική μου αντίπαλος, άφησέ με!
Σταμάτα να δοκιμάζεις τους πόθους και την υπερηφάνεια μου!
Η μελέτη του
ωραίου είναι μια μονομαχία, που κάνει τον καλλιτέχνη να φωνάζει από φόβο
πριν ακόμα νικηθεί.
(Μπωντλαίρ, Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη, μετάφραση: Ιωάννα Ευσταθιάδη-Λάππα, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1977, σ. 78
Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.
Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.
Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...
Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!
Υπομονή.
Δεν τελείωσαν όλα.
Σ' αυτή τη ζωή δεν τελειώνουν όλα
Ούτε σε μια μέρα
Ούτε σε μια ζωή.
Στην άκρη της νύχτας
- για σε το λέω, απελπισμένε -
στην άκρη της νύχτας
πάνω σε κάποιο κλαρί
κρέμεται μια ελπίδα...
Το ίδιο και για σένα
- Στραγγαλιστή-
στην άκρη κάποιου κλαδιού
Κρέμεται μια αγχόνη.
Υπομονή μόνο.
Άς πηγαίνουν όλα αργά,
Άς δείχνουν όλα λυπημένα
(μετά τη δύση της μέρας ή μετά τη δύση της ζωής).
Άς λενε..
Πως ο θεός έπλασε τον κόσμο
σ' επτά μόνο μέρες.
Σ' επτά μόνο μέρες δε μπορείς
να χτίσεις ούτ' έναν πύργο στην Ισπανία !
Αλλά - πολλές φορές - καλά είναι και τα ψέματα.
Σβήνουν κι' αυτά κάποιες δίψες.
Νάναι μόνο καθαρά. Καθαρά ψέματα
Όχι βρωμισμένα μ' Αλήθειες !
Επι τέλους θέλουμε ένα βρώμικο ψέμα
Για να γλυτώσουμε απ' τις φκιασιδωμένες αλήθειες.
«Η
αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει... τρέχει... ασυλλόγιστα στους
γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε
και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις
"όχι" στην αγάπη είναι σα να κατσουφιάζεις μπροστά σ' ένα λουλούδι που
ετοιμάζεται ν' ανοίξει. Σα να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο».
«H αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας….μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.,»
Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος. Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία. Οι ιδέες που βουίζουν μεσ’ στ’ αυτιά σου…. τα παράπονα που φουσκώνουν το στήθος σου… Οι έγνοιες που χουν εκεί μέσα την φωλιά τους… Όλα πέφτουν στο νερό, σκορπούνε, χάνονται.
Ακουμπάς στη ρίζα, αντίκρυ στην πεντάμορφη πόλη. Ύστερα κλείνεις την πόλη όξω απ’ τα μάτια σου, και φέρνεις στη θέση της ένα κήπο. Δάσος οι νερατζιές… και το παγκάκι ολομόναχο κάτω από μια νερατζιά. Είναι τα μάτια της λαμπερά και σε λούζουν. Κείνη λέει τ’ονομά σου πολλές φορές. Ακουμπάει το χέρι της στην άκρη των μαλλιών σου -έτσι. Κι εσύ ο νιώθεις -το χέρι της!- το νιώθεις να κοκκινίζεις απ’την ντροπή. Τόσο όμορφο, τόσο ντροπαλό χέρι… πάει, δεν είναι πια να ξαναγίνει.
Μα βλέπεις, η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας…. Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.
Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας. Λοιπόν;…
Σ’ άφησε; Σε πρόδωσε; Καλύτερα έτσι. Θα ‘χεις κουράγιο να ξαναδοκιμάσεις. Αν έμενε, κι ανακάλυπτες τι ψεύτικο μικροπραγματάκι ήταν, θα πληγωνόσουν για πάντα.
Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν τη χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθησή της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν τη χάσουμε.
Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες.
Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις.
Καν’ την τραγούδια, ξενύχτια. Καν’ την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην τη μοιρολογάς. Είναι σαν να τη βρίζεις. Σαν να της κλείνεις το δρόμο να ξανάρθει.
Κοίταξέ με προσεχτικά και θα καταλάβεις. Για την αγάπη μιας γυναίκας έγινα ποιητής. Δεν τη συγκίνησα. Έγινα κλόουν, καραγκιόζης, Ρωμαίος, Νίγκελ, Άμλετ… Κείνη προσπέρασε πλάι απ’ τις τραγικές μεταμορφώσεις μου αγέρωχη και πήγε να θαφτεί στο άγνωστο.
Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Οταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν την χάσουμε.
Ήταν τρελλή; Ήταν άρρωστη;… Χαλασμένη απ’ τα βιβλία; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω: πως μ’ έκανε δυστυχισμένο.
Κείνοι που είναι για να γίνουν μεγάλοι όχι μόνο δεν τους χρειάζεται η δυστυχία αλλά και τους μπαίνει εμπόδιο.
Γιατί τώρα στα είπα όλα αυτά; Για να σε φέρω στα συγκαλά σου; Για να σε παρηγορήσω; Για να σε πλαντάξω; Δεν ξέρω.
Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας. Αν θέλεις να πιεις θα τα πιεις και τα δύο μαζί. Ένα ένα δε στα δίνουν.
Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Νυστάζεις ή πονάς;
«Ο ουρανός είν' απέραντος πάνω απ' το κεφάλι μου, απέραντος και πιτσιλισμένος με φωτιά.
Με την αγάπη σου την άπονη, Αλίκη.
Εσένα η θάλασσα σε γέννησε... η θάλασσα...
Κι είν' του γιαλού της, η καρδιά σου, ένα χαλίκι.
Ο ανήφορος είναι απότομος και τα βήματά σου δεν είναι διόλου στέρεα.
Ό,τι και να πεις όμως, κι όσο κι αν είναι η αγάπη της άπιαστη, χαμένη έξω απ' τα σύνορα της καρδιάς, το φιλί της... δε θα ξεχαστεί.
Το φιλί της κείνο το δυνατό σαν χαμός.
Να, όπως σαν να θέλεις ν' ανασάνεις κι έρχεται ένα φιλί και σου φράζει το στόμα.
Κι εσύ πια δε θέλεις ν' ανασαίνεις... δεν έχεις ανάγκη πια ούτε από ανάσα, ούτ' από τίποτα.
Γνωστική αγάπη ήθελα - ήταν που ήμουν μικρός και δεν το' ξερα.
Όλα τα πράγματα που δεν έχουν καρδιά και φλόγα είναι γνωστικά.
Τέτοια αγάπη ήθελα;»
Μενέλαος Λουντέμης, «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους»
Το θυμότανε.
Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι
έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον
εαυτό του― αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει
όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει ― όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την
έλεγαν…― και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με
δακρυσμένα «ευχαριστώ».
Εκεί
μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και
δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου.
Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν
τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το
χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια;
ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο
με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα. Την πρώτη μέρα που τον κατέβασαν είχε μαζί
του και τη μύτη του μα ύστερα την έχασε. Τον έπιασε καταρροή κι
ανόστησαν όλα. Πρόφτασε μονάχα να μυριστεί ότι βρομούσε βαριά κι
ανυπόφορα εκεί μέσα… Κάτι σαν υπόνομος, σαν λάκκος ψοφιμιών. Ότι βούιζε
σα βαθύ πιθάρι.
Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το σκοτάδι τα κατάπιε και τ’
αφάνισε όλα. Κάπως έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι στον άδη. Έτσι άχαρα, έτσι
στυφά. Μόνο που τώρα πρέπει να του πάρουν αυτό τ’ όνομα, και να τον λένε
«Απομόνωση». Θα του ταιριάζει περισσότερο.
Είχε
μια πίκρα, που την έφερε μαζί του απ’ έξω. Ότι δεν πρόφτασε να δει το
φεγγάρι. Το σπίτι που κρυβότανε ήταν παράμερο, σα μια γούβα, με τα
παράθυρα πάντα κλειστά, πάντα, μέρα και νύχτα.
Ά…
το φεγγάρι… Έπρεπε να είχε προφτάσει να το δει. Όμορφα είναι και με τον
ήλιο, ― ά, ναι…― και μ’ αυτόν, είναι πολύ όμορφα. Μα με το φεγγάρι… Μ’
αυτό είναι αλλιώτικα. Ο κόσμος γίνεται μαγευτικός, σαν παραμυθένιος.
Σκέψου… Αυτός κι εκείνη ― το Ολγάκι― με φεγγάρι. Βράδυ αττικό. Και το
φλύαρο ζεστό χεράκι της χωμένο στο δικό του. Το Ολγάκι… Ακουμπισμένο
απάνω του σφικτά στο ξύλινο καναπεδάκι. Κι από πάνω η ακακία με το
φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της. «Ολγάκι… κόψε μου κείνο το χρυσό μήλο»
― «Κλείσε τα μάτια να στο κόψω…». Το μάγουλό της, τρυφερό, μεταξένιο,
τριβότανε μ’ ένα μικρό θρόισμα απάνω του. «Ώ, τι γλυκό και μοσκοβολημένο
φεγγάρι…».
Τώρα που να είναι, τι να κάνει; Το Ολγάκι…
Ήταν
τρυφερό, το μόνο τρυφερό συναπάντημα της ζωής του. Μικρό… ολομόναχο.
Ανίδεο απ’ τη ζωή και τις παγίδες της. Γελούσε σα φρεσκοκομμένο ρόδι και
δεν έβλεπε τους λύκους που ακόνιζαν γύρω της τα δόντια τους. Το είχε
ανταμώσει λίγο πριν από το γκρεμό και τ’ άρπαξε και το ‘σφιξε πάνω στο
τίμιο στήθος του. Και το καλόπιασε. Κείνη ακούμπησε στο μπράτσο του και
πάτησε θαρρετά.
Μα
αν γλύτωσε το Ολγάκι απ’ το γκρεμό κι απ’ τα δόντια των λύκων, άλλος
γκρεμός, ένας αληθινός τάφος, ανοίχτηκε για τον ίδιο. Άλλοι λύκοι
άρχισαν να μυρίζουν τα δικά του τα βήματα. Το κατάλαβε στην ώρα. Και της
το ‘πε ― κείνη έτρεμε…
―
Ξέρεις, Ολγάκι. Το καταλαβαίνω, πως η ανάσα μου εδώ πάνου θα είναι
λίγη. Μια μέρα θα με σύρουν σα φονιά, ναι, εμένα. Θα μου ζητήσουν να
πατήσω το ψωμί μου. Να παραδώσω τους συντρόφους μου. Να βρίσω το δίκιο
του νηστικού. Να πω ήμαρτον για όλα που αγάπησα. Κι εγώ θα πω «όχι». Και
τότε, Ολγάκι, ― δεν έχουμε καιρό να στο εξηγήσω γιατί― τότε μπορεί να
με κρεμάσουν ανάποδα, ή να με θάψουν ζωντανό. Και να με κρατούν,
κρεμασμένο ή θαμμένο, ώσπου να πέσω ν’ απαρνηθώ. Τότε, Ολγάκι, θα
μείνεις ολομόναχο. Και πρέπει να σφίξεις τα δόντια σου. Παντού
παραμονεύουνε λύκοι διψασμένοι για πλάσματα σαν και σένα. Πρέπει να
σφίξεις τα δόντια και να περιμένεις ώσπου να με ξεθάψουνε ― γιατί κάποτε
θα με ξεθάψουνε. Θα κουραστούνε και θα με ξεθάψουνε. Τότε θα μου
ξαναδώσεις πάλι να σφίξω το χεράκι σου… και δε θα τ’ αφήσω πια ποτέ.
Που να είναι άραγε τώρα το μικρό του, το ολόμικρό του Ολγάκι;…
Εδώ
κάτου όλα ήταν μαύρα σαν κατράμι. Όλα σκεπασμένα με νύχτα πηχτή.
Μπερδεμένα τα μερόνυχτα. Σμιγμένη η νύχτα με τη μέρα σε μια μόνη νύχτα
χωρίς σύνορα. Είχε πάψει πια να μετράει, γιατί από πού ν’ αρχίσει; Με τι
να μετρήσει; Εδώ ήταν όλα ένα μονοκόμματο σκοτάδι. Οι ώρες, τα λεπτά,
οι μήνες και τα χρόνια. Τα ρολόγια και τα καλαντάρια, ήταν γι’ αυτούς
που ζουν στο ξέφωτο του κόσμου, που έχουν τα μάτια, και που τους
χρειάζονται τα μάτια. Εδώ «ζω» θα πει ψηλαφώ.
Έτσι
σερνόταν αυτή η άσωτη μαυρίλα, έτσι λίμναζε αυτή η ασήκωτη πίσσα που
απάνω τη λένε χρόνο. Κι έτσι θα σερνόταν, κι έτσι θα λίμναζε… αν…
Αν
δεν γινότανε αυτό το θαμπωτικό και πρωτάκουστο, αν κάποτε, ξάφνου δεν
γινόταν φως. Τι ήταν; Από πού ξεκίνησε; Τι ζητούσε;… Δεν ήξερε. Η
αλήθεια είναι ότι έγινε, ότι κάποτε ― μέσα στα βαθιά έγκατα― έπεσε φως.
Μόλις το είδε, έτριψε καλά τα μάτια του, κούνησε το μυαλό του, μην ήταν
ψέμα, μην τον περιπαίζανε τα όνειρα. Όχι. Ήταν αλήθεια! Σύρτηκε με τα
τέσσερα και κόλλησε τα μάτια του στην τρυπούλα του κελιού. Ήταν φως! Ένα
κορίτσι (όνειρο;…) ένα κορίτσι αλαφροπάτητο περνούσε με το φεγγάρι στο
χέρι. Φίλησε το βρώμικο σανίδι της πόρτας… Ήταν φως! Η ζωή ήταν ακόμη
στη θέση της! Μα δεν πρόφτασε να χαρεί. Χοντρά βήματα ακούστηκαν ξοπίσω
της. Και μ’ όλο του το σάστισμα μπόρεσε να ξεχωρίσει τη βαριά σιλουέτα
του Σβαρτς, του βασανιστή και σκυλάνθρωπου, που δέκα ολάκερα μερόνυχτα
τον παίδευε, πριν τον θάψει εδώ μέσα. Ναι, ήταν αυτός. Μα που την
πήγαινε την άγνωστη με το φεγγάρι; Δεν πρόφτασε να την μελετήσει καλά,
είχε μόνο ξεχωρίσει τα μαλλιά της ― χρυσά πίσω απ’ το φως, και το μπόι
της, αρκετά ψηλό.
Τίποτ’ άλλο. Τα βήματα πέρασαν κι έσβησαν.
Κάθισε
να τρίβει τα μάτια του. Ήταν φως; Ήταν αλήθεια; Ο κόσμος πέρασε από
δίπλα του γρήγορος σαν αστραπή, και χάθηκε πίσω απ’ το διάδρομο. Έχωσε
το κεφάλι του μέσ’ στα μπράτσα κι απόμεινε κει. Πέρασαν ώρες, δε θυμόταν
πόσες. Σίγουρα. Δεν ήταν αληθινό ό,τι έτρεξε. Του φάνηκε. Όλα τα ‘φερε ο
πυρετός. Ο πυρετός απ’ τις κακοφορμισμένες πληγές του. Έτσι θα ήταν.
Κρίμα…
Κοιμόταν.
Τον είχε κλεφτοπάρει έτσι κουλουριασμένος, όπως έμενε. Μπορεί να
ονειρεύτηκε κιόλα. Ένα όνειρο γεμάτο φεγγάρια, φεγγάρια και κορίτσια.
Ένα παγκάκι μια ακακία… Μα τι ‘ταν αυτό; Σήκωσε το κεφάλι του. Το
φεγγάρι. Το κορίτσι με το φεγγάρι ξαναπερνούσε. Όχι, δεν ήταν όνειρο…
Δεν ήταν ψέμα… Αχ… εξαίσιο πέρασμα… χαμόγελο της ζωής. Υπάρχεις λοιπόν;
Κι εσύ γυναίκα, όποια κι αν είσαι, να ‘σαι ευλογημένη. Αφού υπάρχει το
φως όλα υπάρχουν. Τώρα μπορεί να κυλήσει όσος μαύρος χείμαρρος θέλει. Η
ζωή υπήρχε! Και τον περίμενε.
Τότε
ορκίστηκε. Αν ζούσε, αν ανέβαινε στο φως, να ψάξει, να την βρει, και να
την βρει, και να την προσκυνήσει, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την
έλεγαν. Γιατί τον δυνάμωνε, γιατί κατέβηκε στα τάρταρα, για να του φέρει
το φως, και την εγκαρτέρηση.
Έτσι
το θυμόταν: Δυνατά, επίμονα, με πάθος… Όλον τον κατοπινό καιρό, όσος
ήταν. Τον όρκο τον είχε βάψει στις πληγές του. Το θυμόταν κι όταν
σύρτηκαν οι βαριές αλυσίδες ― γιατί κάποτε οι αλυσίδες σύρτηκαν― και τον
πέταξαν ξανά στο φως. Θυμόταν και τα λόγια που αλλάξανε ξοπίσω του οι
φύλακες. «Μπορείς απ’ την πέτρα την ξερή να βγάλεις νερό, απ’ αυτόν δε
βγάζεις λέξη».
Δίπλα
στο Ιεροξεταστήριο ήταν ένα καφενεδάκι. Κάθισε στην πρώτη καρέκλα που
σκόνταψε. Κάθισε, γιατί δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να σκεφτεί, ούτε
να περπατήσει. Ακόμα ψηλαφούσε… Ήρθε ένας μεσόκοπος άντρας και στάθηκε
από πάνω του.
― Από κάτω έρχεσαι;… του λέει με πονετική φωνή. Φαίνεσαι. Είσαι σα χασές. Να σου φέρω ένα καφεδάκι, παιδί μου, να στυλωθείς;
― Πόσον καιρό έχω; Τον ρωτά.
― Που να ξέρω… Πότε σε πιάσανε; πε μου και θα το βρούμε.
― Αρχές Απρίλη.
― Χμ… Σήμερα έχουμε τέλη του Νοέμβρη.
― Τέλη του Νοέμβρη;…
Εφτά
μήνες… Εφτά ολοστρόγγυλους μήνες… Μόνο με ψωμί… Νερό και ψωμί, που του
το πετούσαν αμίλητοι απ’ την τρυπίτσα. Αμίλητοι, για να μην ακούσει
ανθρώπινη μιλιά, κι αναθαρρήσει…
Ο καφετζής ξαναγύρισε με το δίσκο.
― Πάρε, παιδί μου. Κι απόθεσε τον καφέ.
Δεν τον πρόσεξε. Έπεσε πάνω στο νερό με λαχανητό.
―
Μπάρμπα… του λέει. Και γαντζώνει πάνω στο ρούχο του. Μπάρμπα, όποιος κι
αν είσαι. Έκανα έναν όρκο εκεί κάτω. Και θέλω τώρα που βγήκα να τον
ξεπληρώσω…
― Ποιον παιδί μου; Λέγε…
― Κάποτε… δεν ξέρω πότε. Μα μια μέρα… ― ή μια νύχτα…, δε θυμάμαι― εκεί κάτω έγινε φως. Ένα κορίτσι…
― Άσε, ξέρω.
― Ξέρεις;
― Ναι, άσε, ξέρω… Να, εκειδά στο στενάκι κάθεται. Τη βλέπεις κείνη την πόρτα την κανελιά με το χερούλι; Έ, κει κάθεται.
― Ποιος; Το κορίτσι;
―
Το κορίτσι. Δώσε στην πόρτα τρεις χτυπησιές και θα σ’ ανοίξουνε. Το
ξέρω το κορίτσι. Είναι το τελευταίο κελεπούρι του Σβαρτς. Έχει καναδυό
μήνες που το σπίτωσε.
―
Του Σβαρτς;… Κάνει σαστισμένος. Και καλά, γιατί ο κύριος δεν πηγαίνει
εκεί; Γιατί την κατεβάζει στον μαύρο κόσμο, κάτου στα έγκατα της γης;
― Άπιαστος κόσμος, παιδί μου, χαλασμένος, πώς το λένε… Να, είναι διότροπος, διεστραμμένος, βίδα… πώς το λένε;
― Άσε, μπάρμπα, κατάλαβα. Στην κανελιά πόρτα είπες; Άσε, κατάλαβα. Γεια σου…
Έχωσε
τη σκούφια του βαθιά κι έφυγε. Παραπατούσε σα μεθυσμένος. Σερνόταν
τοίχο-τοίχο ώσπου έφτασε στο χερούλι της καφετιάς πόρτας και κρεμάστηκε
απάνω του. Ένα ξεπλυμένο μούτρο χάραξε την πόρτα και τον κοίταξε
στυφά-στυφά.
― Πάαινε παρακάτω, χριστιανέ μου… Δεν έχει…
― Τι;
― Δεν έχουμε λιανά.
Έπιασε με δύναμη την πόρτα και την έσπρωξε μέσα.
― Λιανά;… Λιανά είπες; Για ποιον λοιπόν με πέρασες;
Η γριά τον μέτρησε φοβισμένη.
― Καλά… Κόπιασε. Μα τι ορίζεις;
―
Θέλω… (Σταμάτησε. Τι ήθελε;… Σκούπισε τον ιδρώτα του). Θέλω τη… (Μα πως
την έλεγαν;). Θέλω… Θέλω τη… την «απαυτή»… τη λεγάμενη του Σβαρτς.
― Χμ…Χμ… κάνει η γριά και ξερογλείφεται. Δεν είναι για τα δοντάκια σου, καψερέ μου. Πάαινε.
― Όχι, γιαγιά. Όχι, να μη χαρώ τα μάτια μου. Δεν…
―
Πάαινε… πάαινε… Δεν είναι για κανέναν. Μη βλέπεις με κείνον. Έχει το
λόγο της. Ποιον λόγο;… Κείνη ξέρει. Κάτι, λέει, της έταξε… Δεν είναι της
«δουλειάς» το κορίτσι, μάτια μου. Τράβα.
―
Γιαγιά… κάνει και της σταυρώνει τα χέρια. Δε με κατάλαβες. Δε με
νοιάζει ποιανού είναι και τι κάνει. Εγώ θέλω μόνο να τη δω. Τίποτα άλλο.
Μόνο να τη δω.
― Να τη δεις; Άλλο και τούτο! Και γιατί;
Κείνη την ώρα ακούστηκαν ξοπίσω βήματα.
― Να… πες τα στην ίδια… λέει η γριά. Άκου, Όλγα, κορίτσι μου. Στράφηκε. Κοντά του ήταν ένα τραπέζι…
― Τι είναι, γιαγιά; Ρώτησε το κορίτσι.
Τότε έγινε κάτι σα σεισμός. Μα αυτός ωστόσο δεν έπεσε. Στάθηκε αντίκρυ της σαν κέρινη σκιά… (Το μικρό του πάναγνο Ολγάκι…).
Κείνη
έπαιξε με δύναμη τα μάτια. Ύστερα τα ‘κλεισε και περίμενε τα νύχια του.
Δεν έγινε… Ο άνθρωπος που στεκότανε αντίκρυ της έβγαλε αργά-αργά το
σκούφο του και γονάτισε. Κείνη έπεσε στα χέρια της γριάς. Κάτι ζεστό
άγγιξε το μέτωπό της… Ένα ζεστό στόμα πέρασε σιγά, λεπτά, με ευλάβεια
απ’ τα μαλλιά της… Κι ύστερα ξεμάκρυνε…
Άνοιξε
τα μάτια της. Ο άνθρωπος με το φιλί έφευγε. Κι η τραγιάσκα του… ήταν
ακόμη κρεμασμένη απ’ το χέρι… Της ήρθε να φωνάξει. Να τρέξει ξοπίσω του,
να τον προφτάσει…, μα τα πόδια της ήταν κολλημένα. Ήθελε να του
φωνάξει. Να περιμένει. Να δει πως θα πέφτει, και πως θα φιλεί ένα-ένα τα
βήματά του… μα κείνος είχε ξεμακρύνει. Ακούστηκε να κλείνει ξοπίσω του η
πόρτα.
Και
τότε… Τότε κατάλαβε… ― κι έμπηξε φωνή― κατάλαβε… πως στον τάφο που
κατέβηκε για να τον βγάλει, έμεινε για πάντα θαμμένη η ίδια…
ΠΗΓΗ