Σελίδες

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

Η νύχτα των Χριστουγέννων -Κωστής Παλαμάς

Η καμπάνα Χριστούγεννα χτυπάει 

 και μου φτερώνει την ψυχή, 

κι ανοίγεται η καρδιά μου και σκορπάει 

 θυμίαμα την προσευχή.

 Του κάκου δε μ’ επήγαινε ο πατέρας 

την Κυριακή στην εκκλησιά· 

 της γνώσης δεν τη ρούφηξε το τέρας  

της νιότης μου κάθε δροσιά.

 

Του κάκου δε με κοίμιζε η μητέρα 

με τ’ όνομα της Παναγιάς,  

της Πίστης όλα τ’ άνθη πέρα ώς πέρα

δε μου τα μάρανε ο βοριάς,


της απιστίας ο βοριάς. Α! του κάκου 

 παιδί δεν ήμουν μια φορά, 

γλίτωσα κάποιο λείψανο απ’ του Δράκου  

τα δόντια τα φαρμακερά.


Φτάνει η ευωδιά που βγαίνει από λουλούδι 

 να μου χαρίσει ευτύς φτερά

 για να πετάξω ανάερα αγγελούδι, 

στον έρωτα και στη χαρά.

 

Και φτάνουν μιας καμπάνας γοργοί χτύποι 

 μες σε σκοτάδι σιγανό 

 για να μου δώσουν πάλι ό,τι μού λείπει

  και να με κάνουν χριστιανό!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Άγιες αγάπες τρισευλογημένες 

που τις καρδιές τις σμίγατε παρθένες 

των πρώτων των αρχαίων Χριστιανών

 σε τραπέζι χαρά των ουρανών!

 

Αγάπες που τον πλούσιον ένα ένα 

κάνατε να τα ρίχνει μαζωμένα 

 στα πόδια του Αποστόλου τα ιερά

 κάθε αγαθό του, κάθε του χαρά!

 

Αγάπες αγάπες τρισευλογημένες 

 που τις καρδιές υψώνατε παρθένες 

 των πρώτων των αρχαίων Χριστιανών 

 στο όνειρο το τρανό των ουρανών!

 

Αγάπες μεγαλόδωρες περίσσια, 

κάτου απ’ τη σκέπη τη δική σας

 ίσια ζούσαν μικροί, τρανοί, πλούσιοι, φτωχοί, 

κι έδενε τους ανθρώπους μια ψυχή!

 

Αγάπες, ω!, φανείτε πάλι εμπρός μου, 

αυγές της πίστης, χρυσαυγές του κόσμου, 

 κι ας βλέπει με το μάγο σας το φως 

ο άνθρωπος τον άνθρωπο, αδερφός.

 

Αγάπες πια δεν έχετε το θρόνο 

στη γη την ανυπόταχτη, και μόνο 

 στου ποιητή σάς ξανοίγω την καρδιά

με την ίδια λαμπρότη κι ευωδιά.

 

Αγάπες, κι εδώ μέσα που σας βρίσκω 

παρακαλώ σας! κάμετέ τη δίσκο  

τη λύρα μου για κάθε δυστυχή· 

και κάμετε του κόσμου την ψυχή,

 

κάθε άνθρωπο να λέει πως εδώ 

κάτου τα βάσανα τα ξένα είναι δικά του, 

να μη ξεχνάει πως είναι στη ζωή 

μόνο για να αγαπά και να ελεεί.

 Τα Χριστούγεννα του 1882, στη σατιρική εφημερίδα "Μη Χάνεσαι" δημοσιεύτηκε ένα (καθόλου σατιρικό) ποίημα του Κωστή Παλαμά για τα Χριστούγεννα.
Δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο ποίημα, καθώς αποτελείται από οκτώ ενότητες, καθεμιά από τις οποίες έχει την ίδια δομή: ένα δίστιχο στην αρχή, που προϊδέαζει για το θέμα, που στη συνέχεια αναπτύσσεται από δέκα στίχους, ενώ στο τέλος το αρχικό δίστιχο επαναλαμβάνεται.

 Αποσπάσματα

Τι φως και χρώμα κι εμορφιά να είχ' εκειό τ' αστέρι
 
Οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!

Ποιος άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ' άλλα τ' αστέρια θάβλεπαν το φωτεινό του δρόμο,
Κι από τη ζήλια θάτρεμαν... Αστέρι, σε ποια χώρα
Του απεράντου σ' ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα; 
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβυσε το φως σου;
Ή μήπως είσ' αθάνατο κι εσύ, σαν το Χριστό σου;
Δεν καταβαίν' η λάμψη σου εδώ στα χώματά μας;
Για όλα τ' άστρα, αλλοίμονο! δεν είναι η ματιά μας...
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννά μας θάμπουν,
Θαρρώ πως οι ακτίνες σου μέσ' την ψυχή μου λάμπουν.

Τι φως και χρώμα κι εμορφιά να είχ' εκειό τ' αστέρι
Οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους είχε φέρει!


Δ΄
Αχ, αχ, Χριστουγενιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
Που ταίρι ταίρ' η όρεξη με την αγάπη παίζε!

Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
Γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!
Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,
Και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει.
Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδερφές, δυο τρέλες, 
Με κουβεντούλες άσωστες, γλυκειές σαν καραμέλες,
Ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου
Δυο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου.
Και να σ' αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία,
Των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία...

Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
Που ταίρι ταίρ' η όρεξη με την αγάπη παίζει!

ΣΤ΄
Σε είδ' απόψε στόνειρο της νιότης μου στολίδι.
Χριστόψωμα εζύμωνες σ' ένα μικρό σκαφίδι.

Ήσουν σκυμμένη, και λυτά τα φουντωτά μαλλιά σου
Με μία χάρη άταχτη σκορπίζονταν μπροστά σου
Τα χέρια σου ζυμώνονταν, θαρρούσα, στο ζυμάρι,
Κι' απ' τα μαλλιά σου έσταζεν ιδρώς μαργαριτάρι.

Απόστασες κι' επόνεσες, σταμάτησες, αλήθεια, 
Και μια ματιά σου μ' ούρριξες, σα νάλεγες: βοήθεια!
Ήταν παιγνίδι η δουλειά, σα' ζύμωσα μ' εσένα,
Και σε λιγάκι επρόβαλαν χριστόψωμ' αφρισμένα.
Είν' η ζωή, αγάπη μου, του ζυμαριού η σκάφη:
- Μαζί να το ζυμώσουμε, μόνο μαζί εγράφη...
 
Σε είδ' απόψε στ' όνειρο, της νιότης μου στολίδι·
Χριστόψωμα εζύμωνες σ' ένα μικρό σκαφίδι.

ΠΗΓΗ