Σελίδες

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Γεράνης Στέλιος (1920-1993) Ποιήματα

                      




Από το «Μουσικό τετράδιο τής θάλασσας»

Η Αννούλα σκάλιζε στ᾿  ακρογιάλι τα λευκά βότσαλα
για να βρει το χαμένο ψίθυρο τής θάλασσας,
που δεν τον στέγνωσε η πρωινή λιακάδα τού Φθινόπωρου,
που δεν τον βρήκαν τα μικρά παιδιά
που σκάλιζαν την άμμο.
 
Στάθηκε έξω απ᾿ την δράση των πραγμάτων
και γέρνοντας πάνω απ᾿   το μικρό κοχύλι τού γιαλού,
πήρε με την ανάσα της τον πρώτο ψίθυρο τής θάλασσας.
Κι όπως αθώα γύριζε το βλέμμα της
στην πρώτη αρμύρα τής παρθενικής ντροπής,
έσταξε από τα μάτια της το πρωτοδάκρυ τής αυγής,
έτσι όπως τρέμει ένας καρπός σαν παίρνει να ωριμάζει.
 
Κ᾿  είπα να κρύψω την καρδιά τής θάλασσας
σ᾿  ένα γαλάζιο βλέφαρο.
Κ᾿  είπα ν᾿  ανοίξω τη μικρή παλάμη της
για να διαβάσω το αίνιγμα.
 
Μα πριν προλάβω να συλλαβίσω το χρυσό λόγο,
άρχισε να φυτρώνει μόνος του
απ᾿  τις λεπτές φλεβίτσες των δάχτυλων της.
Κ᾿  έγειρε τότε το κεφάλι της απ᾿  το κλωνάρι τού λαιμού
κι άφησε να κατρακυλήσει στην καρδιά μου
ο πρώτος ψίθυρος τής θάλασσας...
 
Από τότε, κρατάει στο βάθος των ματιών
μια γαλανή καρδιά γεμάτη αρμύρα και χυμούς,
που δεν μπορούν οι κόκκινες φωνές τής πρωινής λιακάδας
και το βαθύ σκοτάδι τής νυχτιάς,
ούτε τη μελωδία της να πιουν,
ούτ᾿  ένα δάκρυ να στεγνώσουν.

Η άνοιξη και οι συνωμότες


Βοήθησα να στρωθούν ανοιξιάτικοι δρόμοι.
Δούλεψα για το πράσινο και για το γαλάζιο,
όπως δουλεύει κανείς για την αγάπη του
και για
τη λευτεριά του.
Μα δε μ᾿  άφησαν οι βρυκόλακες
να μπω στον κήπο τού καλοκαιριού…
Κ᾿  ένα μεσονύχτι
ξύπνησα τρομαγμένος
από βαριά
χτυπήματα
στην πόρτα.
Άνοιξα το παράθυρο
κ᾿  είδα τους συνωμότες
να μού γκρεμίζουν την άνοιξη.
 
Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην αντιστασιακή εφημερίδα του Λονδίνου «Ελεύθερη πατρίδα», στις 4/10/1970  (πληροφορία  https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/2019/11/blog-post_3.html


ΣΠΟΥΔΗ
Έμαθα τώρα να ταξιδεύω σε δύσκολες θάλασσες,
να βαδίζω γυμνός κι αλησμόνητος
και να γεμίζω τους δρόμους
να χαράζω ευθείες να περάσει το φως,
να σταματώ ξαφνικά στο νησί σου
με τα μάτια μου στ’  ανοιχτά και στ’ απέραντα
-εκεί που η Ποίηση τινάζεται
σαν απρόσμενη αστραπή
και καρφώνεται σαν πυράκανθος
στα μαλλιά σου.  
ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟ ΜΕΡΑΚΙ
Κοπίασα-
είπε ο Θεός στους πρωτόπλαστους,
κοπίασα πολύ την ψυχή σας να ντύσω.
Κάλεσα σοφούς ενδυματολόγους
απ’ όλους τους Γαλαξίες-
όχι για ‘κείνο το «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν»
αλλά για τον άλλο διάκοσμο
τον πιο πίσω απ’ την αυλαία.
Το «κατ’ εικόνα» ήταν η σκηνοθεσία μου,
ενώ το άλλο σας ένδυμα
ήταν μεράκι πολύ ακριβό
-κι ας μην κατάφερα να σας ντύσω.    


Η ΑΛΛΗ ΟΜΟΡΦΙΑ  – ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ

Κλείσε την πόρτα σου, Μαρία
Βλέπω να σκοτεινιάζει
Μπαίνει το μεσοχείμωνο
Και θα μας πνίξει η παγωνιά

Στάζουν απελπισίες τα μάτια σου
Φόρεσε, τουλάχιστον εκείνη την κίτρινη
Λυπημένη ζακέτα της μάνας σου
Κι έλα να περάσουμε τον υγρό διάδρομο

Έπεσες πάλι στις σφαγές των ανέμων, σα νιφάδα χιονιού
Σε βλέπω λευκή και τρομάζω. Κλάψε, Μαρία

Άλλη ομορφιά απ’ τον έρωτα νομίζω δε μας έμεινε…

Στέλιος Γεράνης, (Η Ελληνική ποίηση (πέμπτος τόμος), Η πρώτη μεταπολεμική γενιά – Ανθολογία Γραμματολογία, Εκδ. Σοκόλης 2000)

“Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος
γιατί σπανίως εννοούν τα πάμπολλά μου εγκλήματα.
Πως είμαι δήμιος, ασφαλώς δεν το πιστεύουν.
Μα εγώ φοβάμαι. Γιατί, καλώς γνωρίζω
πόσες ωραίες μου πράξεις καρατόμησα·
πόσες φορές κλάδεψα τους βλαστούς μου…”

(1920-1993) Ο Στέλιος Γεράνης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Στέλιου Παναγιωτόπουλου) γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από τη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας. Φοίτησε στην Πάντειο για δύο χρόνια και εργάστηκε αρχικά ως βοηθός λογιστή και στη συνέχεια ως εκτελωνιστής, ενώ ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις στίχων στα περιοδικά Νεότης και Αργώ το 1938. Το 1944 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Μεταπτώσεις.
Ακολούθησαν κι άλλες συλλογές, ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και την επιμέλεια περιοδικών εκδόσεων (όπως η Νεοελληνική Μούσα και η Πορεία). Διετέλεσε μεταξύ άλλων αρχισυντάκτης των εφημερίδων "Δημοκρατικός Φρουρός" και "Η Φιλολογική" και διευθυντής των περιοδικών "Πειραϊκή Έρευνα" και "Θερμοπύλες". Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα ρουμανικά, τα γερμανικά και τα πολωνικά.
Γενικός γραμματέας του Εκπολιτιστικού Ομίλου Πειραιά "Οι Φίλοι της Τέχνης και της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά", πρόεδρος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πειραιά και της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, ο Στέλιος Γεράνης τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1975).

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Ο Οδυσσέας Ελύτης περιγράφει τη γνωριμία και την πρώτη του εντύπωση από τον Νίκο Γκάτσο


Τ ον Οκτώβριο του 1936 ένα βράδυ, εκεί που χάζευα έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, μου έπεσε από τον ουρανό ένας απροσδόκητος ομοϊδεάτης. Ήταν ο ποιητής Νίκος Γκάτσος.
Δε μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή ποιος μας σύστησε. Ούτε αν είχα ποτέ μου ακούσει το όνομά του. Ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, με μάτια μεγάλα που έμελλαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, να κάψουν πολλές καρδιές, όμως πάντα λίγο ερεθισμένα σαν από μια μόνιμη αϋπνία, έστεκε εκεί, καταμεσής στο πλήθος, ελαφρά σκυφτός από φυσικού του, κάτω από μια μακριά ριχτή μπεζ καπαρντίνα με ανασηκωμένο το γιακά, σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο, που δεν μπορούσα να καταλάβω εάν σήμαινε υπεροψία ή αδιαφορία και μόνο.


Ώσπου να φτάσουμε στη στάση Αγγελοπούλου – και είχαμε πάρει το δρόμο με τα πόδια ως εκεί μια που κι εκείνος, όπως μου είπε, καθόταν στην Κυψέλη – με είχε κοσκινίσει, κάνοντας αντεπίθεση, βάζοντας μεθοδικά ερωτήσεις, ανιχνεύοντας τις γνώμες και τις προτιμήσεις μου, αναφέροντας απίθανες λεπτομέρειες από ελάχιστα γνωστά κείμενα που, παρόλ’ αυτά, στάθηκε αδύνατον να μ’ αιφνιδιάσουν, απεναντίας με κούρντιζαν, μ’ έβαζαν να του ανταποδίδω κι εγώ με τη σειρά μου τα ίδια. Το παιχνίδι αυτό βάσταξε ώσπου αράξαμε σ’ ένα μικρό καφενείο και πιάσαμε στα χείλη μας τα «Μανιφέστα» του Breton. 

Δόξα να’ χει ο Θεός, ο άνθρωπος αυτός είχε μπει στο νόημα. Ήταν ο δεύτερος μετά τον Εμπειρίκο. Κι ίσαμε σήμερα που γράφω, και που έχουνε περάσει τρεις δεκαετίες σχεδόν, είναι ένας από τους πέντε ή έξι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα (μαζί με το Νικήτα Ράντο, το Νίκο Εγγονόπουλο και το Νάνο Βαλαωρίτη) που αποδειχτήκανε κάτοχοι πραγματικοί του μυστικού. Θέλω να πω: της γοητείας, του θαύματος, και όχι των γνώσεων που σήμερα διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και βρίσκονται σ’ όλες τις Εγκυκλοπαίδειες. Πολύ φυσικό να γίνουμε γρήγορα φίλοι.
ΠΗΓΗ