ΕΙΠΑ Ν’ ΑΦΗΣΩ
Είπα ν’ αφήσω αυτό το πεθαμένο σπίτι
να πάω να κατοικήσω επάνω στη θάλασσα
Σκιές το κατοικούν ξεχασμένες φωνές
εξαρθρωμένες κούκλες ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες
Το παράθυρο γέρνει γυμνό μέσα στη νύχτα
όλα τα τζάμια έχουν πέσει
κομμάτια από γυαλί πάνω στη σκόνη
Και μένω κι’ αγωνίζομαι να βρω τη σκιά μου
ίχνος από παληό λησμονημένον ήλιο
(Από τη συλλογή «Γυμνό παράθυρο», 1945)
ΑΓΓΙΣΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ
Άγγισα την ομορφιά
με τα χέρια μου
Η φορεσιά μου με ζώνει
ερωτευμένη
Έξω απ’ το σχήμα
κι’ από το ρόδο
του σώματός μου
Άπληστα χείλη
άπληστα δάχτυλα που τρέχουν
σα δάκρυα
Άστρα λευκά
κόκκινες στάλες αγάπης
μέσα στις φούχτες μου
Στο στήθος
στ’ ασημένια μαλλιά
αντίλαλοι
σωπασμένων
αυλών
Καθρεφτισμένο πρόσωπο
ανείπωτο
απέραντο
πολλαπλό
Σαν ένα δέντρο που εκτείνεται
μέσα
στον άνεμο
(Από τη συλλογή «Άνθρωποι και πουλιά», 1947)
ΕΡΗΜΙΑ
Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα…
Απ’ όπου περάσης νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
να βγαίνη από τους δρόμους που δεν πάτησες,
από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιής νερό,
από τα πλοία που δεν ταξίδεψες…
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν
γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα…
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από
σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά σιγά από εγκατάλειψη,
μαζί με τα παληά μας φορέματα μες στα σεντούκια…
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίξαμε, από
μοναξιά.
Τα όνειρα, που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός…
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.
(Από τη συλλογή «Συνομιλίες», 1953)