Σελίδες

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

«Οι σχέσεις μας με τα όνειρα» του Γιάννη Ρίτσου (Απόσπασμα)

 


Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ – Αθήνα 1984

Παρουσίαση

Όταν αρχίζεις να γράφεις δεν ξέρεις τι θα βγει, που θα σε βγάλει. Μέσα σου ακούς ένα κρακ, κάτι ραγίζει - δισταγμός; φόβος; απόφαση; πείσμα;
Τούτη η ραγισματιά δεν είναι σαν εκείνη στα ποτήρια. Ένα ποτήρι το πετάς. Παίρνεις άλλο. Κι αν έχεις παράδες αγοράζεις μια ντουζίνα, και καλύτερα μάλιστα. Γιατί, λέει, στη ραγισματιά του ποτηριού μαζεύουνται τα μικρόβια - ίσως γιατί σ' αυτό ακριβώς το σημείο το γυαλί ή το κρύσταλλο λάμπει περισσότερο. Φαίνεται πως η λάμψη τραβάει τα μικρόβια όπως το μέλι τραβάει τις μύγες. Όμως οι μύγες είναι μεγάλες. Τις βλέπεις.
Τις ξεκολλάς με μιαν οδοντογλυφίδα ή καλύτερα μ' ένα κουταλάκι για να βγάζεις μαζί και το μολυσμένο μέλι. Ύστερα πια το τρως άφοβα. [...] (Από την έκδοση)

ΜΕ ΤΟ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΚΩΝΑ

ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Κεφάλαιο 10ο : «Οι σχέσεις μας με τα όνειρα»
Μυθιστόρημα (Απόσπασμα)

     Πόσες χιλιάδες όνειρα έχω δει – αμέτρητα. Και βλέπω ακόμα. Άλλα μ’ αρέσουν και θέλω να κρατήσουν όλη τη νύχτα, όλη τη ζωή. Άλλα μου σφίγγουν την καρδιά και θέλω να ξυπνήσω, να γλιτώσω από δαύτα. Κι όταν ξυπνάω φοβάμαι να ξανακοιμηθώ μη μ’ αρπάξουν πάλι στα νύχια τους τα ίδια και χειρότερα. Όταν όμως βλέπω καλά όνειρα δε θέλω να ξυπνήσω για να συνεχιστούν, και λέω μέσα στον ύπνο μου «τι όμορφα, τι όμορφα», και λέω να τα θυμηθώ σαν θα ξυπνήσω για να μη μου φύγουν και να τα πω σε κάποιον για να χαρεί κι αυτός ή να τα γράψω.

Μα όταν ξυπνάω, πολλές φορές, δε θυμάμαι απολύτως τίποτα και μένω με την αίσθηση μιας μεγάλης απώλειας, πολύ θλιμμένος, χαμένος, σιωπηλός, κι ύστερα σαν προβληματισμένος, και μου φταίει το μαξιλάρι, το σεντόνι, το δεξί μου χέρι, το ‘να παπούτσι μου που δεν ξέρω πώς βρίσκεται στη μέση της κάμαρας ή το ξυπνητήρι στο κομοδίνο που ο λεπτοδείχτης του κινείται πολύ πιο αργά απ’ το μυαλό μου και δεν καταφέρνω να τα συντονίσω για να σκεφτώ με συνέχεια τη σκέψη μου.

Άλλοτε πάλι θυμάμαι ένα όνειρο μέσες άκρες και τρέμω μη μου φύγουν και προσπαθώ να τ’ αναπλάσω, να τα συναρθρώσω, και παρεμβαίνουν κι άλλα νόθα κομμάτια και μπερδεύονται, αλλάζουν θέσεις, τροποποιούνται, κι εγώ μένω απέξω, κι αρχίζω μάλιστα να κάνω μιαν επιλογή «αυτό θα κρατήσω», «αυτό θα πετάξω», και πολύ ενοχλούμαι απ’ αυτή μου την ανάμιξη που την ξέρω και τη χαρακτηρίζω π α ρ α χ ά ρ α ξ η, γιατί σκληραίνει αφόρητα η άυλη ύλη του ονείρου, χώρια που αρχίζει κιόλας να λογικοποιείται και να συμβολοποιείται και να προτείνεται σε ψυχολογικές ή κοινωνικές ερμηνείες ή ακόμη σε ηθικά παιδαγωγικά συμπεράσματα.

Ε, τότες όλα παν κατά διαόλου. Και παιδεύουμαι απ’ την αρχή ν’ αφαιρέσω τις άγαρμπες προσθήκες και να διατηρήσω λίγα έστω αποσπάσματα απ’ την πρώτη αέρινη ουσία. Δε βγαίνει πάλι τίποτα της προκοπής. Καμιά φορά όμως, σπάνια, βέβαια, ξαναθυμάμαι ένα ο λ ό κ λ η ρ ο όνειρο, και κυκλοφορώ μέσα του, κι είμαι μέρος του, όπως στο «Σκιώδη χώρο» ή στο «Όνειρο με τους κρίνους», κι είμαι κι εγώ αέρινος – ένα μετέωρο χαμόγελο, ένας δημιουργός αδημιούργητος που δεν θέτει ερωτήσεις, δεν του θέτουν ερωτήσεις, δε χρωστάει καμιάν απάντηση στους άλλους ή στον εαυτό του, ελεύθερος μέσα στο άπλετο α ν ε ξ ή γ η τ ο που είναι (ίσως) το θάμβος, η ομορφιά, η άγνοια, η μαγεία, ο έρωτας, όλος μαζί ο έρωτας κι ο θάνατος, η αιωνιότητα ορατή και μεταφυσική, η αγνότητα, η αγιοσύνη.

Ζω λίγες ώρες μέσα σ’ αυτή τη μέθη και ξαφνικά τινάζομαι, χτυπάω τα μεριά μου για να βεβαιωθώ πως ξύπνησα, πως είμαι εγώ,  πως είμαι εδώ, όχι άγγελος ή σύννεφο ή αερόστατο, εγώ, ένας άνθρωπος πλάι στους ανθρώπους, εδώ, στη γη, στην πατρίδα του ανθρώπου, μέσα στ’ όμορφο θνητό μου σώμα, και ξαναχτυπάω τα μεριά μου σαν τον Οδυσσέα, που οι Φαίακες τον βγάλαν κοιμισμένον απ’ το πλοίο και τον αποθέσαν στα πατρικά του χώματα κι έφυγαν, κι όταν ξύπνησε αυτός τα χαράματα στην Ιθάκη, δεν ήξερε που βρίσκεται κι άρχισε να μετράει τα χαλκώματα, ίσως για να εντοπιστεί με συμφέρουσες πρακτικές απασχολήσεις.