Ο πατέρας εδούλευε ένα ιστόρισμα*,
ένα κόνισμα τ' Αϊ-Νικολάου μικροστό, για προσκέφαλο κρεβατιού, κι ο
γιος του εκαθότουν στο πλευρό του προσεχτικά κοιτάζοντας τη
δούλεψη. Τούτος ήταν ένας νέος ψηλός ως είκοσι χρονών, ενώ ο πατέρας
είχε περάσει τα πενήντα. Γύρω στο δωμάτιο που νταβάνι δεν είχε
ήταν ακουμπημένες ή κρεμασμένες αγιογραφίες, παλιές άλλες για διόρθωμα,
άλλες ατέλειωτες, κι άλλες έτοιμες.
O ζωγράφος εφορούσε τα
χωριάτικα ρούχα, ξυπόλυτος με μαύρα σκαλτσούνια·*
εκρατούσε στο χέρι ένα μακρύ καλάμι και μια τάβλα με χρώματα
γύρω και μια χουφτιά πινέλα που ο ίδιος τα κατασκεύαζε από φτερά
ορνιθιών.
«Βλέπεις», είπε του παιδιού του, «για το κρεατί χρειάζεται κοκκινάβαρη* και κίτρινο, οι μαγούλες γένονται λίγο πλιο κόκκινες, και τα μάτια με μαύρο. Αλλά το χρώμα πρέπει να 'ναι πηχτότερο για το πρόσωπο, βάνεις λιγότερον κρόκο αυγού».
«Εκατάλαβα», αποκρίθηκε το παιδί, «μα η επιστήμη είναι δύσκολη. Το χέρι μου δεν ακούει και δεν κάνει ό,τι του προστάζω».
«Σιγά σιγά», του 'πε χαμογελώντας ο πατέρας, «έτσι και 'γώ όταν μ' εδίδαχνε ο πατέρας μου ο συχωρεμένος· μα κείνος ήξερε περσσότερο την τέχνη, λες και τα ζωγραφίσματά του εμιλούσαν· δεν επρόφτακε να μου παραδώσει όλα τα μυστικά κι έμεινα στο μισό δρόμο: όμως μάθε κι εσύ ό,τι ξέρω». Και σα να 'χε θυμηθεί κάτι που να τον έβιαζε. «Α», έσμιξε, «πρέπει να σωθεί και τούτο κι η θύρα με τον “ίδε άνθρωπος”*, θα 'ρθουν την άλλη βδομάδα να την πάρουν για το Στρινήλα*· κάθισε εσύ κάμε τον κάμπο κίτρινο, όπως μπορέσεις, μα πρόσεξε μη λερώσεις τα σουσούμια* του Χριστού. Θα γένει κίτρινος καθώς πάντα».
O νέος αναστέναξε· και χωρίς να αποκριθεί επήγε στην αγκωνή της κάμαρης*, εσήκωσε από τη γης τον τενεκέ του καρυδόλαδου, εσίμωσε* στο παράθυρο, έβγαλε από ένα χάρτινο σακκούλι ένα απλόχερο χώμα κίτρινο, κι έπειτα άρχισε να τ' αλέθει με λάδι μ' έναν πέτρινον κόπανο σε μία μαρμαρένια πλάκα. Κι έτριβε κι έτριβε ρυθμικά.
Το χέρι του όμως εργαζότουν μηχανικά, αλλού ήταν ο νους του. Ανανογιότουν* τ' άλλα τα παιδιά του χωριού, που ως τόσο έσπερναν τη γης, εκυβερνούσαν τα ζευγάρια τους*, εδούλευαν στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ εκείνος ήταν σκλαβωμένος ολημέρα στους τέσσερους πύργους, κι εργαζότουν περιττά δίχως να καταφέρνει τίποτα, έπειτα εθυμότουν στους κάμπους τους χορούς που 'κάναν τα κορίτσια βόσκοντας τα ζα τους, που οι άλλοι τα 'βλεπαν κάθε μέρα, ενώ εκείνος μόλις από μακριά, πηγαίνοντας να παραδώκει σε κάποιο μοναστήρι μιαν εικόνα, σκλαβωμένος στην αυστηρή θέληση του πατέρα. Κι ως τόσο το χέρι του επηγαινοερχότουν οκνά οκνά* απάνω στην πλάκα αλέθοντας το χρώμα.
«Φτάνει τώρα», του 'πε ο αγιογράφος ενώ έβαζε τ' Aϊ-Νικολάου του τα μάτια, και χωρίς να γυρίσει το πρόσωπο· «α παιδί μου, ακόμα δεν εκατάφερες ούτε τούτην την απλή δουλειά. Λυώσε τώρα το χρώμα στο πινάκι* και κάθισε να χρωματίσεις προσεχτικά το ιστόρισμα».
O νέος ξαναναστέναξε αλλά υπάκουσε.
«Θα σου μάθω την τέχνη θέλεις
και δε θέλεις, μπορείς και δεν μπορείς. Μ' αυτήνε θα ζήσεις και συ· και
σ' έχω κιόλας μονάκριβο, άρα και κατάρα μ' άφηκε ο πάππους σου,
να μην αφήσω να χαθεί από το σπίτι του η τέχνη, από τ' Αλεύκι* στο Σιδάρι*
σ' όλες τις εκκλησιές του νησιού είναι των παπούδωνέ μας τα
ιστορίσματα, επαλιώσανε από τον καιρό και από το λιβάνι, μα φαίνεται
ακόμα η τέχνη τους των παλιών· πού να τη φτάκουμε όμως. Πρόσεξε
μη σου στάζει το λάδι απάνου στο πρόσωπο· πρόσεξε! Ναι, ένας προπάππους
σου εδούλευε και στη χώρα και στα νησιά και στα χωριά, κι ήταν
άνθρωπος άγιος, κι ενήστευε σαν εζωγράφιζε κι είναι θαματουργά
όλα τα κονίσματά του και τα 'χουν ντυμένα μ' ασήμι [ ] και με χρυσάφι
λένε. Και θα πάψουν να γένονται στο σπίτι μου οι άγιοι, σαν κλείσω
τα μάτια, για να λείψει και η ευλογία τους; Πρόσεχε πρόσεχε! μου τα
λερώνεις όλα· όχι έτσι, στεγνότερο το πινέλο, σφούγγισε με το πανί τ'
αυλάκια, έχε επιμέλεια· όσο χειρότερα το κάνεις, τόσος κόπος
περσσότερος ώσπου να μάθεις, και περσσότερος και για μένα ν' αποτελειώσω
τη θύρα· αγιογραφική θα μάθεις, μου είναι ακριβή και αλλουνού
δεν έχω να τηνε διδάξω.
Όσα ξέρω θα τα μάθεις, κι αν είσαι καλός, σε
στέρνω και σ' ένα σκολειό ή στη χώρα ή πέρα, κατά πώς τα φέρνει η
τύχη. Χτήμα* δεν έχεις αρκετό, για να ζιεις χωρίς να δουλεύεις· μη θέλεις να κάμεις και συ το σκαφτιά ή τον αργαστηριάρη*, για να τρως τον παρά* του κόσμου και ν' αδικεύεις· τούτη είναι η δουλειά σουη πατροπαράδοτη».
Έτσι ορμήνευε ο αγιογράφος τον υγιό του, όλο δουλεύοντας τον Αϊ-Νικόλα του. Είχε τώρα αποτελειώσει την ψαριά γενειάδα του αγιού, είχε βάλει τα κόκκινα χείλια, και το εικόνισμα ήτουν τώρα ζωερό με τα μαύρα μάτια του, με το γελάμενο στόμα, όλος [ ] χοντρά εργασμένος, αλλά με απλότη και με αγάπη. «Κοίτα», επρόστεσε, «τον άγιο –την ευκή του να 'χομε– δεν εβγήκε καλύτερος από τ' άλλα». «Όλο γελάει», αποκρίθηκε ο νέος, ξυώντας με το χοντρό πινέλο τη ζωγραφιά τού «ίδε ο άνθρωπος».
Μα τώρα εβράδιαζε, κι ο αγιογράφος εσφόγγισε τα πινέλα του, τα 'πλυνε με σαπούνι, και τ' απίθωσε* μαζί με την τάβλα του και το καλάμι του απάνου στο λιγδερό* παράθυρο. Έπειτα είπε του γιου του· «Σκοτεινιάζει· άφησε και συ τα χρώματα, τώρα ό,τι έκαμες έκαμες. Πήγαινε να πάρεις λίγον αέρα, πάρε και δυο δεκάρες να πας στ' αργαστήρι, αν θέλεις, και μη λείψεις από το σπερνό*· θα πάω και 'γώ στην εκκλησιά μου, σε λίγο έρχεται κι η μάνα σουαπό κάτω».
O νέος δεν αποκρίθηκε, μα η χαρά εζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, βιαστικά εκατέβηκε τη σκάλα του σπιτιού κι ευρέθηκε όξω.
Πρώτα πρώτα εκοίταξε ολόγυρά του, σα σκοτισμένος από την πολύωρη κλεισούρα, κι έπειτα επήρε το δρόμο κατά τον ανήφορο.
Στο χωριό ήταν κίνηση εξαιρετική και μάλιστα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, επηγαινοερχόνταν κι έτρεχαν ζητώντας παντού κλαριά για κάψιμο, και τα σώριαζαν μπροστά στα σπίτια χαρούμενα φωνάζοντας, παρακινώντας το ένα τ' άλλο, χαλώντας τους φράχτες και τα στεγάσματα των καλυβιών, αψηφώντας τα μαλώματα των γυναικών και των γερόντων που με χολή* τα κοίταζαν.
Κ. Θεοτόκης, Κορφιάτικες ιστορίες, Κείμενα