Σελίδες

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Η ΕΚΔΡΟΜΗ -ΜΑΛΒΙΝΑ ΚΑΡΑΛΗ


ΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΛΒΙΝΑΣ ΚΑΡΑΛΗ «ΣΑΒΒΑΤΟΓΕΝΝΗΜΕΝΗ»

 Τι ήταν το Λιμένι. Τι θάλασσα είχε το Λιμένι. Δεν ξέρω. Δεν πρόσεξα τίποτα. Η ουσία είναι πως, τρία χρόνια μετά, κοιτούσα από το παράθυρο τους ουρανοξύστες του Μανχάταν και είχα στο νου μου το Λιμένι. Διαδρομή προς το Λιμένι – δεν θυμάμαι παρά ελάχιστα πράγματα. Όπως ένα φως άσπρο. Τα μάτια μου άνοιγαν λίγο λίγο. Μέσα μου επαναλάμβανα «η μικρή Ε-λέ-νη απ’ το Κω-στα-λέ-ξι πή-ρε α-μπά-ρι-ζα και βγαί-νει». Είχα να ταξιδέψω καιρό. Ταξίδι σημαίνει ο κάθε δρόμος να σε πηγαίνει στην άκρη του εαυτού σου. Πώς το λέει ο Πεσόα; «Γύρισα όλο τον κόσμο και δεν αντίκρισα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω».
Καθόμουν ήσυχη, με πληγωμένα βλέφαρα, το ηλιοβασίλεμα συνέπεσε με τη διαδρομή, πρέπει να ήταν εξαίσιο ηλιοβασίλεμα, για μένα ένα ηλιοβασίλεμα είναι ένα ηλιοβασίλεμα, δεν υπάρχει λόγος να το διαπιστώσεις στη Σαντορίνη ή στην Κωνσταντινούπολη. Δεν πρόσεξα σχεδόν τίποτα στη διαδρομή, μόνο κάτι νεκροθάφτες σε μια στροφή του δρόμου. Έτρωγαν τυρόπιτες ακουμπισμένοι πάνω στη νεκροφόρα, μέσα το φέρετρο, ένα ξύλο ανοιχτόχρωμο, θλιβερό, με έπιασε μεγάλη στεναχώρια.Όχι για τον νεκρό, μα για το φέρετρό του. Στροφές πολλές, λίγες κουβέντες στη διαδρομή, «μου αρέσουν οι ελαιώνες», εμένα πάλι όχι (αλλά αφού σου αρέσουν, μια άλλη ματιά και φοβάμαι πως θα μου αρέσουν και μένα).
Τι παράσταση είχαμε δει στην Επίδαυρο ούτε που πρόσεξα, ήμουν έξω ξανά και είχα ταραχή (η μικρή Ελένη απ’ το Κωσταλέξι), το Λιμένι, αν υπήρχε Λιμένι δηλαδή, αργούσε να φανεί, υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να βρίσκεται κάπου στη Μάνη. Δεν θυμάμαι. Σχεδόν τίποτα, μόνο αλλεπάλληλες στροφές. «Μα δεν είναι υπέροχα δέντρα οι ελιές;». (Ναι, είναι υπέροχα, πώς δεν το είχα προσέξει;) Ποιος είναι αυτός που μιλάει για ελιές; Ευγενικό προφίλ. Δεν ήξερα. (Σιγά μην τυχόν και δεν ήξερα.) Συγγενής από πάντα. Σημασία έχει πως τα έκανε όλα να μοιάζουν ωραία. Αν μπορούσα να τα ονομάσω έτσι ωραία που τα έκανε, θα διάλεγα το φτωχό λεξιλόγιο εκείνου που μιλάει όπως νιώθει, όχι όπως πρέπει να νιώθει. Αλλά δεν μπορούσα. Επί χρόνια ήμουν αναγκασμένη να μιλάω όπως πρέπει. Ακόμα και το να μιλάω όπως δεν πρέπει ήταν φτιαγμένο με τη λογική τού όπως πρέπει να μην πρέπει…
Πού στο διάολο είναι το γαμημένο Λιμένι. Στροφές και ελιές και νεκροθάφτες, κάπου να φτάσουμε, κουράστηκα. Έτσι εύκολα, νομίζεις, ξαναβγαίνεις στον κόσμο; Γαλάζιος ουρανός, σταχτιές ελιές, εγώ πάλι αγαπώ τα αλγερίνικα τοπία, η σύζευξη του γαλάζιου με το πράσινο μου φαίνεται φρικτή, θέλω γκρι της πέτρας, άσπρο του ασβέστη, άντε μια φραγκοσυκιά στη μάντρα – και εκεί μόνο μού χωράει το γαλάζιο της θάλασσας. «Θα δούμε και τους πύργους εκεί που θα πάμε;» «Θα τους δούμε και τους πύργους».Τρία χρόνια πέρασαν, τους πύργους τους είδα, δεν τους θυμάμαι. Μόνο λίγο φως που έμπαινε από τις πολεμίστρες. Ένας άλλος τόπος, δεν τον είδα, μπορεί να λεγόταν Πόλη, μπορεί Αρεόπολη. Ίσως και τα δύο μαζί ή και τίποτα από τα δύο. Δεν θυμάμαι.
Μόνο κάτι κουλουράκια αγορασμένα από το φούρνο. Έσταζαν λάδι. Και μετά κάτι ξενώνες, και εκεί ήταν το Λιμένι. Στη ρεσεψιόν μάς έδωσαν ένα κλειδί κρεμασμένο από μια πλάκα τεράστια. Θεέ μου, φύλαγε, τι πλάκα ήταν αυτή! Μπρούντζινη, μεγάλη σαν πεντοχίλιαρο, ίσαμε μισό κιλό θα ζύγιζε και πάνω το νούμερο του ξενώνα. Η βαλίτσα μου χύμα στο ισόγειο, η δική σου στο μετζοπάτωμα. Μπρίκι για καφέ πάνω στο ψυγειάκι, έναν τούρκικο τώρα τον έπινα, από το παράθυρο μια θάλασσα, κάτι μπλε τέλος πάντων, τι τοπίο ακριβώς δεν θυμάμαι.
Κάθισα στο παράθυρο, μπροστά το συγκεχυμένο τοπίο. Ποια ήμουν δεν ήξερα, τι ήθελα εγώ τόσο μακριά από την καταπακτή μου δεν ήξερα, ένα μόνο ήξερα. Πως όλα τα ταξίδευα, γιατί όλα ήσουν. Πίστεψέ με. Όλα. Τοπία, σπίτια, όλα. Και κανένα ταξίδι δεν θα ταξίδευα αν δεν μου έδινες το χέρι να βγω από την καταπακτή. Μια μεγάλη ταράτσα – «τι καφέ θες;», δεν θέλω καφέ, «έναν εσπρεσσάκο», θέλω δάκρυα τώρα, ευτυχώς φεύγεις για λίγο, κοιτάζω τη θάλασσα, τα βλέπω όλα. Όλα τα μεγάλα ποτάμια. Εκεί. Όλες οι μεγαλουπόλεις του κόσμου. Όλα τα βουνά και ακόμα περισσότερα από όσα υπάρχουν στη γη. Εκεί. Κατηφόρα από το Λιμένι προς την παραλία, δεν ξέρω τι είναι το Λιμένι. Μπορεί να μην είναι καν τόπος. Μπορεί να είναι μόνο όνομα ξενοδοχείου. Λιμένι Οτέλ, με μια πλακέτα μπρούντζινη ίσαμε μισό κιλό το κλειδί.(Το τελευταίο ταξίδι της πριν θαφτεί ζωντανή ήταν στην Ανδαλουσία. Ήθελε να πάει να βρει το διαφορετικό φως. Έφτασε και δεν τυφλώθηκε. Διέσχισε όλη την Ισπανία, δεν διέσχισε παρά τη μονοτονία του εαυτού της.)
Φιλικοί άνθρωποι στην παραλία, που μπορεί και να λεγόταν Λιμένι, ήμουν απίστευτα ευτυχισμένη, με έναν τρόπο πάντα γνώριμο, πάντα ασαφή, τόσο που ήθελα δάκρυα, τρώω το ψάρι μου, μου λες να μη σου καθαρίζω το δικό σου, δεν σου αρέσουν οι φροντίδες, εντάξει. Και δεν ρωτώ, δεν ψάχνω παραπέρα. Τρία χρόνια μετά. Νέα Υόρκη. «Τελικά έρχομαι για μια εβδομάδα. Τι θες να σου φέρω από το σπίτι;» Η Μαριανίνα. «Τι έχεις πεθυμήσει, μανούλα μου; Ρούχα, παπούτσια; Τα ξώφτερνα του Ντολτσίνι, ίσως; Κανένα CD, κανένα βιβλίο;» Τίποτε από όλα αυτά. Το κλειδί που έκλεψα, κράτησα πες, από το Λιμένι. Αριστερό συρτάρι σκρίνιου, κάτω από τα γράμματα. Μισό κιλό μπρούντζος, θα το βρεις εύκολα.
Μισό κιλό μπρούντζος και ταξίδεψε Αθήνα-Νέα Υόρκη.Η Μ. ήρθε, έφυγε, το κλειδί μου ήταν εκεί. Κρυμμένο στο κομοδίνο την ημέρα. Τις νύχτες, όμως, το έβγαζα και το κρατούσα κάτω από το μαξιλάρι μου. Μέχρι που μια μέρα ξεχάστηκα και το είδες. «Τι είναι αυτό;» ρώτησες. Τι να πω. Ένα κλειδί που ταξιδεύει είναι από κάθε άποψη κουτό πράγμα. Η εξήγηση θα ήταν ακόμα κουτότερη. «Δεν ξέρω τι είναι», είπα αδιάφορα. «Βρέθηκε μέσα στη μικρή βαλίτσα. Δεν μου θυμίζει τίποτα. Ποιος ξέρει». Έκανα πως έβλεπα τηλεόραση μετά. «Δεν θυμάσαι;» μου λες. «Ήταν το ξενοδοχείο στη Μάνη». «Α, ναι; Και πώς παράπεσε ολόκληρο κλειδί στη βαλίτσα μου;» Δεν ήξερα, πού να ξέρεις εσύ άμα δεν ήξερα εγώ; Κάθισες μετά λίγο και τα είπαμε. Ένα ταξίδι είναι κάτι εφήμερο, σκεφτόμουν.
Το ταξίδι του κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο. Κόντευε να ξημερώσει, σηκώθηκες να πας για ύπνο, και τότε –χωρίς να με ρωτήσεις– με το καληνύχτα, άπλωσες το χέρι και πήρες το κλειδί. Δεν το ξαναείδα. Κουκουλώθηκα με το πάπλωμα, γαμημένο Λιμένι, καληνύχτα θησαυρέ μου, είμαι ψεύτρα για να μην είμαι κουτή, κάνω ευχή για σένα απόψε: Η ζωή σου. Η ζωή σου η τωρινή και η ζωή σου η μελλοντική. Όπου και να είναι ακουμπισμένη, να είναι πάντα απαλλαγμένη από όλα όσα, για τα όνειρα και για ταξίδια, είναι άχρηστα.
Ποτέ δεν ξανάγινε λόγος για το κλειδί, δεν ξαναείδα το κλειδί μου, το κλειδί μου είναι στα χέρια σου, το ταξίδι του κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο.
ΠΗΓΗ

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) Ποιήματα

Ἡ νοσταλγία γυρίζει
Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά

Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:
Οἱ μέρες περνοῦν
τὸ χιόνι μένει
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα
καὶ τόση μαύρη πίκρα.


Φωτογραφία- Eva Bak
Τὸ Ψωμί

Ἕνα τεράστιο καρβέλι, μιὰ πελώρια φραντζόλα ζεστὸ ψωμί,
εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μαχαίρι
ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω,
ὅμως καὶ μία μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγελος.
κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε
κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ
κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί,
ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε οὐρανό!
Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε.
Διψᾶμε γιὰ οὐρανό.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Ἕνας κρύος ἀγέρας φύσηξε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ πρόσωπα τοῦ Μεγά-
λου Καθρέφτη μου. Τὰ πῆρε ὕστερα ὁ ἥλιος κι ἡσύχασαν
Εἶναι μέσα στὸν καθρέφτη, ζωντανοὶ μαζὶ καὶ νεκροί: Ἐγὼ
ὁ Κάφκα, μιὰ μεταβυζαντινὴ ἁγία κι ὁ Ντύλαν Τόμας.
Ὁ Ντύλαν Τόμας φούσκωσε, ἔβγαλε μία κραυγὴ κι ἔσκασε
μὲ κρότο. Οἱ στίχοι του ὅμως μείναν ἀνέπαφοι, ὡραῖοι, μα-
ζὶ μὲ τοὺς δικούς μου ἀγκαλιάζονται. Ὁ Κάφκα ἔβγαλε μέσ᾿
ἀπ᾿ τὰ μάτια του δυὸ ψάρια καὶ δυὸ ἀναμμένα κάρβουνα.
Τὰ πέταξε κατ᾿ ἐπάνου μας γιὰ νὰ μᾶς κάψει.
Ἡ ἁγία ὅπως καὶ ἄλλοτε εἶναι δεμένη πάνω στὸν τροχὸ ποὺ
γυρίζει. Τρέχουν τὰ αἵματά της.
Στὸ τέλος τοὺς παίρνει ὅλους ὁ διάβολος
καὶ ἡσυχάζουν.


Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) γεννήθηκε στην Αθήνα. Η καταγωγή του ήταν από την Ύδρα, καθώς ήταν δισέγγονος του ναυάρχου της Επανάστασης του 1821 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το 1940 την εγκαταλείπει για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Εμφανίζεται στα γράμματα το Μάιο 1944 με ποιήματα στο περιοδικό "Τα Νέα Γράμματα". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά: "Τα Νέα Γράμματα", "Τα Νέα Ελληνικά" και "Νέα Εστία". Μετέφρασε ποιήματα του Μπρεχτ. Τιμήθηκε με τρία Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Το 1956, τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο "Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές" από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του "Όταν σας μιλώ", το 1962 με το Β΄ Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του "Τα στίγματα", το 1987 με το Α΄ Κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του "Εκτοπλάσματα", και η τελευταία βράβευσή του ήταν το 2003, με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Έγραψε, μεταξύ άλλων, τις ποιητικές συλλογές: "Οι λησμονημένοι" (1945), "Παραλογαίς" (1948), "Με το πρόσωπο στον τοίχο" (1952), "Όταν σας μιλώ" (1956), "Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο" (1958), "Ο περίπατος" (1960), "Τα στίγματα" (1962), "Σφραγίδα ή η όγδοη Σελήνη" (1964), "Το σκεύος" (1971). Τα ποιήματα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πέθανε στην Αθήνα την Τρίτη 29 Μαρτίου 2005.

Ο Τάκης Σινόπουλος έγραψε στο περιοδικό "Εποχές", τ. 24, Απρίλιος 1965, με αφορμή την έκδοση της όγδοης ποιητικής συλλογής του Μίλτου Σαχτούρη "Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη": "Δεν είμαι πάντοτε σίγουρος αν με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη βρισκόμαστε μπροστά σ' έναν φρόνιμο τώρα πια, εκλογικευμένο υπερρεαλιστή, που έβαλε σε τάξη τις γαίες του, οργάνωσε δηλαδή και τυποποίησε τον παραλογισμό του, ή σε μια περίπτωση τερατώδους μοναξιάς, όπου ο ποιητής πορεύεται προς το θυσιαστήριο με την απόφαση να εξιλεώσει έναν άγνωστο και σκοτεινό θεό. [...]
Θα ήταν επανάληψη γνωστών πραγμάτων αν λέγαμε πως ανήκει στους επίλεκτους της μεταπολεμικής γενιάς. Κατάχτησε κι αυτός με την επιμονή του και το πείσμα του λίγο-λίγο τη θέση που κατέχει σήμερα, παλεύοντας με λογής-λογής αρνήσεις. Από το 1945 μέχρι το 1964 έχει στο ενεργητικό του οχτώ συλλογές. Δεν είναι ογκώδεις [...]
Ωστόσο με κάθε βιβλίο του μας υποχρεώνει να τον αντιμετωπίσουμε ξανά από την αρχή μέσα στον μικρό αφώτιστο κήπο του, που αντί να' ναι ο κήπος της Εδέμ, είναι ο καθόλου ευχάριστος κήπος του φόβου, του άγχους και της ενοχής. Άλλα άνθη που θ' αποκομίσουμε είναι ο σφαγιασμένος έρωτας, παραλλαγμένος συχνά σε ανάλγητες πράξεις, η μοναξιά με την έννοια της αυτοτιμωρίας, η παραμόρφωση και η αντιστροφή της σχέσης των πραγμάτων, η επίκληση μιας χαμένης αθωότητας, η κρύα ανάσα του γείτονα θανάτου. Κι ανάμεσα ο Σαχτούρης "βασιλιάς σε ματωμένους κήπους", αθεράπευτα στιγματισμένος από τη μνήμη ενός βαθειά ριζωμένου, αλλά όχι και ανεξιχνίαστου, πρωταρχικού αμαρτήματος."
ΠΗΓΗ

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Γιάννης Βαρβέρης- Ποιήματα

Το γράμμα (Γιάννης Βαρβέρης)

Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδια φιστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.

Γιάννης Βαρβέρης, (από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου, Κέδρος 1982)

Το κερί (Γιάννης Βαρβέρης)

Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή υφή του
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τ’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ θα λάμπω.

Γιάννης Βαρβέρης

Γιάννης Βαρβέρης - Ο ενικός, χτυπήματα στην πλάτη


Εδώ γνωρίζω ηλικιωμένους
που αν τους ρωτήσεις απαντούν
και μόνον τ' απαραίτητα
σε μια γλώσσα παλιά
ευγενική σανσκριτική ακατανόητη
κι ύστερα πάλι φυγαδεύονται
στη μερική τους άνοια, μακρινοί.

Πόσα μπορείς να μάθεις απ' τα σπαράγματα
των φράσεων
και σε τι άνθρωπο σοφό μπορείς να εξελιχθείς
απ' τα στεγνά τους μάτια που απλανή θρηνούν
επειδή κώφευσαν
τίποτε απ' όλ' αυτά δε διδαχτήκαν
τα παιδιά τους -
κάτι σφριγώντα κούτσουρα λαλίστατα
που μας κυκλώσαν και παραμονεύουν
με τα ντενεκεδένια δούρεια δώρα
της οικειότητας.
Από τη συλλογή Στα ξένα (2001)
 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ /ΕΔΩ https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2018/02/blog-post_29.html

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Πρώτη Ἀγάπη- Αργύρης Εφταλιώτης


Διήγημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ ῾Νησιώτικες Ἰστορίες᾿
Πρέπει νὰ ἤμουν ὡς δώδεκα χρονῶν καὶ πρέπει νὰ ἦταν ἐκείνη ὡς ἕντεκα. Δὲ τὴν ἔβλεπα μήτε στὴν ἐκκλησιά, μήτε στὸν κλήδωνα, μήτε στὴ βρύση, μήτε στὸ παράθυρι. Ἡ μάνα της κι ἡ μάνα μου δὲν εἴχανε πολλὲς φιλίες.

Ἐκεῖ ποὺ τὴν ἔβλεπα δὲν εἴμαστε οἱ δυὸ μοναχοί. Εἴμαστε ὀχτὼ-δέκα ἀγόρια τῆς προκοπῆς, ἀποφασισμένα νὰ μάθουμε τί θὰ πεῖ παρέμφατο καὶ νὰ φέρουμε τὸν πολιτισμὸ στὸ χωριό. Καὶ πέντ-ἕξι κορίτσια, ποὺ ἐρχόντανε δυὸ ὧρες τὴ μέρα καὶ κάθιζαν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλάγι τοῦ γέρου δάσκαλου καὶ τεχνολογούσανε μὲ μία χάρη, ποὺ σ᾿ ἔκαναν, ἤθελες δὲν ἤθελες, νὰ τὴν ἀγαπᾷς τὴ γραμματική.

Τὴ χάρη φυσικὰ τὴν εἴχανε, γιατὶ ἦταν ὅλες μικροῦλες, ὄχι πὼς ἤτανε κι ὄμορφες ὅλες. Γιὰ τὸ δικό μου τὸ γοῦστο, ὄμορφη ἤτανε μία μοναχὴ κι αὐτὴ ἦταν ἡ ...ἀγαπητικιά μου!

Τί λόγο ξεστόμισα! Ἀπὸ ποῦ κι ὡς ποῦ ἀγαπητικιά! Μήτε λέξη δὲν τῆς εἶπα ποτές. Μήτε μὲ τὸ δαχτυλάκι μου δὲν τ᾿ ἄγγιξα τ᾿ ἀφράτο τὸ χέρι της. Μήτ᾿ ἡ ἀναπνοή μου δὲν μποροῦσε νὰ πάει κοντά της καὶ νὰ τὴ χαϊδέψει. Τὸ μόνο ποὺ πηδοῦσε κάποτες ἀπὸ τὰ χείλη μου στὰ χειλάκια της ἤτανε τὸ ρῆμα ῾λείπω᾿, σὰν τὸ κλίναμε ὁ καθένας ἀπ᾿ ἕνα χρόνο μὲ τὴ σειρὰ καὶ ταίριαζε νὰ εἶμαι ἐγὼ στερνὸς στὴ δική μας τὴ σειρὰ κι ἐκείνη πρώτη στῶν κοριτσιῶν. ῾Ἐλελείμεθα, ἐλέλειφθε᾿ πήγαινε νὰ πεῖ καὶ σκόνταβε καὶ χαμογελοῦσε καὶ τότες πιὰ ἐγώ, ποὺ περίμενα μέρες καὶ μέρες ἀφορμὴ νὰ τῆς δώσω ἕνα, ἂς εἶναι καὶ συμμαζεμένο, χαμόγελο, ἔλαμπα ὁλοπρόσωπος καθὼς τὴν κοίταζα, χωρὶς φόβο νὰ μὴ τὸ νιώσει ὁ δάσκαλος τὸ τρομερὸ μυστικό μας. Ἔπεφταν τότες τὰ μάτια της στὸ βιβλίο ἀπάνω, κοκκινίζανε τὰ δυὸ μάγουλά της κι ἄρχιζε τὸ πλαγινὸ κορίτσι τὸν ἄλλο χρόνο.

Μάτια καὶ πάλι μάτια! Δίχως ἐσᾶς, μήτε πρώτη, μήτε στερνὴ ἀγάπη δὲ θὰ εἴχαμε! Οἱ ματιές μου σὰν ἔμπαινε στὴν παράδοση, οἱ ματιές της σὰν ἔβγαινε νὰ πάει σπίτι, αὐτὲς ἦταν οἱ ὅρκοι μας, τὰ τραγούδια μας, τὰ φιλιά μας, αὐτὲς ἤτανε καὶ τὰ ραβασάκια μας. Μὲ τὸ καιρὸ καὶ χωρὶς ν᾿ ἀλλάξουμε ἀναμεταξύ μας μιὰ λέξη, τὴν κάμαμ᾿ ἐπιστήμη τὴ τέχνη αὐτὴ τῶν ματιῶν. Ἤτανε λογῆς-λογῆς οἱ ματιές της. Ἡ ματιὰ τῆς ἀδιαφορίας, ποὺ μοῦ τὴν ἔσκιζε τὴ καρδιά, τοῦ θυμοῦ, ποὺ μ᾿ ἔκαιγε σὰν τ᾿ ἀστροπελέκι. Ἡ ἄπιστη ἡ ματιὰ σὲ κανέναν ἄλλο, ποὺ μ᾿ ἕλιωνε σὰν τὸ κερὶ καὶ μ᾿ ἀφάνιζε. Ὕστερα πάλι ἡ ἥρεμη καὶ γλυκιὰ ματιὰ τῆς ἀγάπης, ποὺ ξανάβαζε τὴ ψυχή μου στὸ τόπο της καὶ σύχαζα. Οἱ δικιές μου οἱ ματιές, ὅσο πολυσήμαντες κι ἂν ἤτανε κι αὐτές, δὲν εἶχαν ὅμως τέτοιες τρομερὲς ἀλλαγές. Ἡ ἴδια ἡ ἀφοσίωση, ὁ ἴδιος ὁ καημός, τὸ ἴδιο βάσανο, πάντα.

Τρεῖς μῆνες πρέπει νὰ πέρασαν ἔτσι. Ξυπνοῦσ᾿ ἀπὸ τὸ πρῶτο τὸ λάλημα καὶ τὴν ὥρα δὲν ἔβλεπα νὰ πάω σκολειό. Ἡ μάνα μου μὲ καμάρωνε καὶ μ᾿ ἔβλεπε ἀπὸ τώρα Δεσπότη.

Ἤμουνε πρῶτος-πρῶτος στὸ σκολειὸ πάντα κι ὡστόσο δὲ τὸ κατάφερα νὰ τὴ βρῶ μοναχὴ μία φορά, μήτε πηγαινάμενη, μήτε φτασμένη. Αὐτὸ ἦταν ἡ λαχτάρα μου τώρα, αὐτὸ ἤτανε τ᾿ ὄνειρό μου. Νὰ τὴ δῶ μοναχή, ἂς εἶναι καὶ μία στιγμή. Νὰ τῆς πῶ μιὰ καὶ καλὴ πὼς πεθαίνω, πὼς ἔσβησα, ἄλλη σωτεριὰ δὲν ἔχ᾿ ἡ ζωή μου παρὰ τὴ παντοτινή της ἀγάπη. Τά ῾λεγα ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ τὶς φλογερὲς τὶς ματιές μου, μὰ ἡ ἀχόρταγη ἡ καρδιὰ

Μὰ πῶς νὰ τῆς δώσω νὰ καταλάβει, πὼς θέλω νὰ τῆς μιλήσω! Ἐδῶ οἱ ματιὲς δὲ σῴνουν. Ἐδῶ χρειάζεται ραβασάκι. Χίλιες φορὲς τό ῾γραψα καὶ τὸ ξανάγραψα. Τό ῾παιρνα μαζί μου ἀποφασισμένος νὰ μὴ ντραπῶ, νὰ μὴ φοβηθῶ μήτε δάσκαλο, μήτε πρωτόσκολο, μόνο νὰ τῆς δώσω κρυφὰ τὸ χαρτάκι σ᾿ ἕνα βιβλίο, καλαμάρι, ὅ,τι τύχει. Ἤρχουνταν ἡ ὥρα καὶ κόβουνταν ἡ καρδιά μου! Δὲν ἀποκοτοῦσα! Κι ἔπαιρνα μαζί μου τὸ χαρτὶ βγαίνοντας καὶ τό ῾κανα κομμάτια καὶ καταριόμουνε τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκα τέτοιος ἀνωφέλητος φοβητσιάρης.

Ἦταν ὅτι ἄρχιζε καλοκαίρι σὰ σηκώθηκα ἕνα πρωῒ καὶ πῆγα μπροστὰ στὴ Παναγιὰ καὶ τό ῾καμα ὅρκο, πῶς θὰ τῆς δώσω ἐκείνη τὴ μέρα τὸ ραβασάκι κι ἂ δὲ τῆς τὸ δώσω, νὰ πέσει φωτιὰ νὰ μὲ κάψει.

Πῆγα σκολειὸ πρῶτος πάλι. Ἔρχουνται ὅλα τ᾿ ἀγόρια, ὅλα τὰ κορίτσια. Μαυρίζουνε τὰ μάτια μου νὰ κοιτάζω τὴ πόρτα, τοῦ κάκου! Ἡ μικρή μου δὲ φαίνεται! Διαβάζει ὁ δάσκαλος τὸν κατάλογο, ἔρχεται στὴν Ἀργυρώ... σιωπή.

- «Ποῦ εἶναι ἡ Ἀργυρώ;» ρωτᾷ ὁ δάσκαλος μία συντρόφισσά της.

Ἡ μάνα της ἀρρώστησε κι ἔμεινε σπίτι. Βαριὰ καρδιὰ ποὺ τὴν ἔπαιρνα μαζί μου γυρίζοντας σπίτι τὸ μεσημέρι ἐκεῖνο! Τί νὰ κάμω, ποῦ νὰ πάω, νὰ βραδιάσει γλήγορα καὶ νὰ ξημερώσει!

Ξημερώνει, ξαναπηγαίνω σκολειό... τὰ ἴδια! Περνᾷ μιὰ βδομάδα, δυὸ βδομάδες... ἕνας μήνας ἤτανε περασμένος σὰν εἶπε μία μέρα ἕνα κορίτσι τοῦ δασκάλου, πὼς πέθανε ἡ μάνα τῆς Ἀργυρῶς καὶ πὼς δὲ θὰ ξανάρθει πιὰ σκολειὸ ἡ μικρή.

Πρέπει νά ῾μουν ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν τότε ποὺ πρωτογύρισα ἀπὸ τὴ ξενιτιὰ νὰ δῶ τοὺς δικούς μου. Ἦρθαν ὅλοι οἱ παλιοὶ οἱ φίλοι κι ὅλες οἱ παλιὲς οἱ φιλενάδες νὰ μὲ δοῦν. Ἦρθε ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ κι ἡ Ἀργυρώ, παντρεμένη κοπέλα μὲ δυὸ παιδιά. Τῆς μίλησα καὶ μοῦ μίλησε πρώτη φορά. Τῆς εἶπα καὶ μοῦ ῾πε χίλια πράματα, γιὰ τὰ παιδιά της, τὴν ὀμορφιὰ καὶ ξυπνάδα τους, τὴ χαρά μου ποὺ βρίσκω τὴ γριά μου τόσο καλά.
Γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ χύθηκ᾿ ἕνας ποταμὸς λόγια καὶ γιὰ τὴ πρώτη μας τὴν ἀγάπη, τὴν ἀξέχαστη ἐκείνη τὴν ἀγάπη, καθὼς τότες, ἔτσι καὶ τώρα, δὲν εἴπαμε μήτε λέξη!


Ἀργύρης Ἐφταλιώτης (Μήθυμνα 1849, Ἀντίπολη Γαλλίας 1923): ψευδώνυμο τοῦ Κλεάνθη Μιχαηλίδη,
ποιητῆ καὶ πεζογράφου ἀπὸ τὴ Λέσβο,
ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους τοῦ δημοτικισμοῦ.



Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Φιλύρας Ρώμος-Ποιήματα

Εαρινό
Ω, 'κείνο το αλάλητο στην άνοιξη,
μες στη γλυκειά, την απαλή λαχτάρα.
Ω, ένα πουλάκι μέσα μου λαλεί,
και τρέμει, φτερουγιάζει, λαχταρεί,
κάτι απαλό κι απόκοσμο πολύ... 
Και νιώθωντας πως κάτι το καλεί 
έξω απ' τον εαυτό του κι απ' τη φύση, 
και θαρρώντας πως άκουσε φωνούλα,
 
τρέμει σάμπως στο λούλουδο η δροσούλα, 
και κοντεύει να φύγει απ' τη ψυχή μου 
και πετώντας στα μάκρη της αβύσσου 
να γίνει χερουβείμ του παραδείσου...
 Μισεμός
Όταν επάνω από την ανία σηκωθούμε,
που μαύροι στοχασμοί μας περιζώναν
και πάλι την αγνότητά μας ευρούμε,
που πλάνες σκοτεινάδες εθολώναν,
χαριτωμένοι, ολόδροσοι, ξεχνούμε
κάθε μας έννοια, που τη δυναμώναν
μολέματα παράκαιρα και ζούμε
μες στη χαρά, που οι πίκρες επληγώναν.

Καράβι καλοτάξιδο κι ο νους μας
μισεύει σε λιμάνια ονειρεμένα
κι όλους τους βρίσκει στο νησί, δικούς μας
βεγγαλικά να καίνε στο ακρογιάλι,
να καρτερούνε με μάτια δακρυσμένα,
να μας απλώνουν διάπλατην αγκάλη.

 Έρωτας

Την πόρταν εμαντάλωσες κι ήρθες σιμά μου πάλι,
μού´σφιξες τα χέρια μου κι έγειρες το κεφάλι

να μου ειπείς τ' ανείπωτα που μόνο η νύχτα ξέρει,
μέσα στο τρισκόταδο της κάμαρας, ω! ταίρι.

Κι είπαμε όλα τα κρυφά, που και τα ρόδα λένε
στο περβόλι τις βραδιές με λίγωμα και κλαίνε.

Κι άπλωσες τα χέρια σου να μ' αγκαλιάσεις πάλι
κι ήρθε το ιερό φιλί σαν τρόπαιο μες στην πάλη.

Όλα τριγύρω ελάμψανε στην άνοιξη,
θάλασσες, ουρανοί, ρόδα και κρίνα...
Χαίρε κι Εσύ που μου ήρθες, γλυκοξύπνητε,
να χύσεις τη δική σου την αχτίνα...

  Μπόρα Του Μάη

Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.

Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.

Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...


Φιλύρας Ρώμος: Ταραγμένη Τρυφερή Ψυχή
Πλήρη αναφορά/ ΕΔΩ

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΑΝΟΙΞΗ -ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ



Ο Μέλιος Καδράς, ο ήρωας του βιβλίου, έπαψε να είναι παιδί και δε μετράει τ' άστρα, μόνο τ' αγκάθια που στρώνει στον δρόμο του η ζωή. Περιπλανιέται ακόμα μία φορά στην επαρχία της Βόρειας Ελλάδας, όπου συναντά πρόσφυγες πεταμένους σε ξεροχώρια, πονηρούς γύφτους να φιλοσοφούν, φτωχούς και αμόρφωτους κτηνοτρόφους και αγρότες. Εκεί γνωρίζει δυο ανθρώπους που, ο καθένας με τη λαϊκή του σοφία και τον τρόπο του, τον βοηθούν να βρει αποκούμπι στην περιοχή.
Γίνεται δάσκαλος σ' ένα χωριό και ορθώνει περήφανα το ανάστημά του μπρος στην ξιπασιά των «αφεντάδων». Βοηθά τους φτωχούς και τους ανήμπορους να βρουν κάποιο νόημα στην πληκτική ζωή τους και αντιμετωπίζει με σθένος κάθε αδικία, κάθε δυσκολία που παρουσιάζεται μπροστά του. Πραγματοποιεί την πολυπόθητη επιστροφή, καβάλα στ' άλογο, στην πόλη του, για να συναντήσει και πάλι τους παλιούς του συμμαθητές, μα, κυρίως, τη μοναδική του αγάπη, την Αγράμπελη - ένα ταξίδι τόσο πικρό, που ύστερα απ' αυτό νιώθει την ανάγκη να βγει και πάλι στον δρόμο... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΑΝΟΙΞΗ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)
Η ζωή είναι μιά μέλισσα, λένε. Λένε ... Δηλαδή κεντρί και μέλι. Κι εσύ ... Αν είσαι καλός μελισσάς πετάς το κεντρί και τρως το μέλι. Αν είσαι κακός, τρως το κεντρί και πετάς το μέλι ... Βλακειών το ανάγνωσμα. Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί. Όμως ... σαν είσαι μικρός, και άχνουδος, τότε τρως μόνο το κεντρί, και το μέλι στο τρώνε άλλοι.
Πολύ γνωστά πράματα. Τάπαθε κι ένας φίλος μας (αυτός που είναι για να γεμίσει τις σελίδες αυτού του βιβλίου) Θα τον ξέρετε ... Ο Μέλιος Καδράς. Που γέμισε τις σελίδες ενός άλλου βιβλίου. "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα". Μα τώρα δεν είναι πια "παιδί" ούτε "άστρα" μετράει. Τώρα μετράει αγκάθια. Μα ... αν είναι έτσι όπως το λες (τότε αυτός ο Μέλιος) με τόσα πολλά αγκάθια θα μοιάζει με σκαντζόχοιρο! Μα δε μοιάζει. Γιατί τ' αγκάθια τά 'χει όλα από μέσα και δεν φαίνονται. Καλά μα ... δεν τον πονάνε; Θα ρωτήσεις. Τον πονάνε, αλλά όχι και τόσο πολύ. Γιατί ο Μέλιος ανακάλυψε ένα γιατρικό που μόνο στα γηρατειά τους τ' ανακαλύπτουν οι άνθρωποι: Το μυστικό να κάνεις τ' αγκάθια σου φίλους.

Ας έβλεπα μια φορά μωρέ έναν καλό άνθρωπο χωρίς οχτρούς. Ας έβλεπα έναν. Μαράζι το χω… Η φιλία κρατάει μονάχα μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί. Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται; Εάν βυθισθώμεν… ας βυθισθώμεν εις τον ωκεανόν! Ουχί εις την σκάφην! Και το κακό πάλι καλύτερο είναι απ? το τίποτα… Καλύτερα μάτια δακρυσμένα παρά μάτια κλειστά.
Πώς να προφυλαχτείς απ? τους φοβητσιάρηδες; Όλες οι συμφορές στον κόσμο απ? τα παρακάλια έγιναν. Φοβού τον Θεόν αλλά τρέμε τους πιστούς του! Κείνος που στ? αληθινά αγαπά το Λαό δε γίνεται ποτέ αρχηγός του, γίνεται υπηρέτης του. Ο καλός και περίεργος Θεός έπλασε -όπως ξέρουμε όλοι- πολλά και -χωρίς να ξέρουμε το ''γιατί''- κι ένα σωρό μύγες. Μαύρες, γκρίζες, καφετιές, χρυσές… Μα όλες, ακόμα και οι βρομερότερες, και οι πιο κακομαθημένες, έρχονται, πίνουν το αίμα σου και φεύγουν. Μα οι αλογόμυγες; Αυτές δεν είναι μύγες αγαπητοί μου. Είναι στρείδια. Μάλιστα. Γιατί δεν έρχονται εκεί μόνο για φαγοπότι. Αυτές και κοιμούνται εκεί, και παντρεύονται εκεί και γεννάνε και ξαναγεννάνε… Όλα… “Καλά να πάθεις, σου λένε οι γαϊδάροι. Ωχ… Καλά να πάθεις. Ποιος σου είπε να γίνεις άλογο; Αν γινόσουν γαϊδουράκι να σε καβαλίκευε ο Χριστός θα γλίτωνες τώρα απ? τις αλογόμυγες. Ούτε μια δε θα σε ζύγωνε. Έχεις ακουστά εσύ να υπάρχουν γαϊδουρόμυγες; Όχι!” -Η Αλάφω. -Το πήρε; (εννοεί δηλητήριο) -Ναι. -Και δεν μπόρεσε, μωρέ, τόσος κόσμος να την εμποδίσει; -Μπα…Την βοηθούσαν κιόλα να το πάρει, για να γλιτώσει. -Ε!…λύκοι πού μαστε! -Τώρα το κατάλαβες; -Το κατάλαβα από καιρό μα υπομόνεβα. Άσε, λέω, ή θα γίνω κι εγώ λύκος ή θα γίνουν και κείνοι άνθρωποι
Πηγή: cityportal.gr

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Ποιήματα του Μενέλαου Λουντέμη

rain gif animationΒΡΟΧΕΡΟ
Βούρκωσε η μέρα…ψιχαλίζει.
Ένα καΐκι στριφογυρίζει σα σαστισμένο παιδί.
Η νοτιά τού ξέσκισε την ποδιά του.
Τώρα θα τ’ αρπάξει απ’ τα μάτια μου,
Τώρα θα το καταπιεί` και πάει
( χάθηκε και το τελευταίο σινιάλο του κόσμου).
Σκεπάζω τα μάτια μου. Καραβάκι…
Αδύναμο φτερό. Πνιγμένο πουλί της θάλασσας.
Μέσα μου σ’ έλεγα «Μυρτώ».
Μυρτώ…Κι έν’ άσπρο φουστανάκι.
Ήρθες, καραβάκι λευκό.
Ήρθες λικνιστικά απ’ το Αιγαίο.
Κουνώντας το πανάκι σου απ’ την πλώρη –
Σα ρουχαλάκι της κούκλας της.
Και τώρα κυλάς στα γκρεμνά του νερού.
Κυλάς και δε γλιτώνεις.
Κι εγώ δεν έχω παρά δυο βρεγμένα μάτια.
Κι ένα ακρωτήρι…να περιμένω.
Να περιμένω να ξαναγίνει άνοιξη – Αχ, καραβάκι!
Να περιμένω να ξαναγίνει ξαστεριά.
Rain Raindrops GIF - Rain Raindrops GIFs
ΒΡΑΔΙΝΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Απόψε ήρθε η νύχτα αντάμα με τη βροχή
– Χειροπιασμένες στρίγκλες –
Και μας σύναξε στο τσαντίρι μας νωρίς.
Κουρνιάζουμε άλαλοι, κι αφήνουμε
Μόνη τη βροχή
Να μας μιλάει – ιστορία ψιχαλιστή –
Για κάμπους κι ασημένιες αυλακιές,
Για τα σπαρτά και για τις παπαρούνες.
Ο μύλος στη ρεματιά – άσπρο τραγούδι –
ν’ αλέθει, ν’ αλέθει τον καρπό.

Ο Βαγγέλης, ο βουνίσιος αδελφός μας, σωπαίνει.
Ακουμπάει στη διχάλα του χεριού του.
Κι ο νους του δρασκελά τη θάλασσα…
Ήταν ξωμάχος, ένας ηλιοκαμένος ποιητής.
Που έσπερνε με το ξινάρι του
Καταπράσινες σελίδες.

Μα τώρα η γη η αγάπη του, τώρα η γη η ψυχή του,
Που τη χτένιζε σα μονάκριβη θυγατέρα,
Τώρα η γη ξενυχτάει κάτ’ απ’ τον ουρανό,
Απότιστη κι ανάλλαγη σαν έρημη εκκλησιά,
Που περιμένει τη λειτουργία των χεριών του.
Τώρα εκεί όλα είναι ένα λείψανο.
Τώρα ο μύλος αλέθει μόνο ερημιά.
Και τ’ αχούρια γεμίζουνε μούχλα.

Τα γράμματα πηγαινόρχονται ογρά.
« Ακριβέ μας, νοικοκύρη μου…ρημάξαμε..»
Κι ο νους τρέχει, τρέχει, τρέχει…
Λαβωμένο πούπουλο, μαζί με το νοτιά.
Αγγίζει σαν εικόνισμα το κατώφλι.
Σκύβει πάνω απ’ τον ύπνο των παιδιών.
Και το πρωί ξαναγυρίζει στο τσαντίρι.

Απόψε ήρθε η νύχτα μαζί με τη βροχή.
Και στα τσαντίρια κοιμηθήκανε τα φώτα.
Νύχτωσε στη θάλασσα, νύχτωσε κι εδώ.
Νύχτωσε κι έξω από τα μάτια.
Και μοναχά στο μαξιλάρι μας
Αγρυπνά ένα ό ν ε ι ρ ο,
Που κοιμάται και ξυπνά μαζί μας.
wallpaper-desktop-laptop-mac-macbook-vl41-nature-rain-drop-leaf-dark-bw-soft-pattern
Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΕΞΟΡΙΑ
« Απόψε είχαμε πλημμύρα…»
( Από γράμμα τους)


Ακούστε εσείς.

Εσείς που κοιμηθήκατε κι απόψε στα ζεστά,

σβήνοντας με μια κίνηση το φως.

Σαν τους θεούς που παίζουν τη «Δημιουργία»

(«Γεννηθήτω φως» – και εγένετο). Ακούστε με!



Τούτη την άναρθρη νύχτα που σωπαίνουν οι λύκοι –

γιατί ουρλιάζουν οι άνθρωποι. Ακούστε με.

Εσείς που κοιμάστε αγκαλιά με τα όνειρα.

Εσείς που σας φιλά στο στόμα η Ζωή.

Που σας χαϊδεύει με το μετάξι της. Εσείς.

Ακούστε με!



Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεριά,

και χίλια χρόνια μακριά απ’ την Οικουμένη,

παλεύει ένα ολομόναχο νησί

– πέτρινος αφαλός στο χάος της θάλασσας -,

στο ασίγαστο Αιγαίο, που σηκώθηκε ορθό.

Και χύθηκε πάνω στα γκρεμνά του.



Απόψε έφτασε εκεί ο Κατακλυσμός,

Ξεκολλημένος απ’ τις αλυσίδες της Μυθολογίας.

Κι έσπασε τους μύλους του νησιού.

Και χόρεψε στην πέτρινη ράχη του

Τον πυρρίχιο της λύσσας.



Απόψε βρέχει μαχαίρια η βροχή,

Και σκίζουν τις κοιλιές των τσαντιριών τους.

Ο βοριάς δείχνει ολόισα το νησί.

Και τα κύματα αδειάζουν τις άγριες δεξαμενές τους

Ίσα πάνω του.

Και σκάβουν, σκάβουν την πλαγιά.

( Κι ο κόσμος εγέμισε ρυτίδες…)



Α, τι κυλούν τις νύχτες οι κατεβασιές!

Τι παίρνουν, και τι φέρνουν, και τι κυνηγούν!

Τι μπόγους, τι σοδειές και τι υπάρχοντα!

Τι αίματα, τι δέματα και τι φυλαχτά…

Το γράμμα της μανούλας…που βράχηκε.

Και δε θα διαβάζεται πια.

( Κι ήταν τόσο λίγη η ορθογραφία της…)



Κι όλα αυτά γιατί; Μα γιατί;

Γιατί η ματιά τους είναι απλή και φεγγερή.

Γιατί ζεσταίνει τις πληγές του κόσμου.

Γιατί η μιλιά τους είν’ γλυκιά και ταπεινή.

Σαν την « επί του όρους» ο μ ι λ ί α.



Απόψε πάλι δε θα κοιμηθώ.

Απόψε πάλι θα βραχώ με τους βρεγμένους.

Και θα βογκήξω με τους άρρωστους.

Γιατί η ψυχή μου έμεινε εκεί..

Γιατί ο Γολγοθάς που με κάρφωσε

μου’ δωσε το σταυρό του μαζί μου…
ΑΣ ΜΗ ΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ
Ας μην καθήσουμε να μετρήσουμε
Ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να’ ναι κείνα
Που δε χύθηκαν ακόμη.

Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε
Ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να’ ναι
Κείνο που πρόκειται να χυθεί.

Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
Ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη
που’ χουν τα δάκρυα.

Λοιπόν…Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(« Σήμερα»… « Χτες»… « Αύριο»…)
Κλάψαμε χτες στην Αφρική
Με τα βασανισμένα μάτια των νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
Με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κογκό
Ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.

Γιατί είμαστε από κείνους
Που ιδρώνουνε, πεθαίνουν και κλαίνε
Σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.

Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.
Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μην κάνεις τον άλλον
Να πονέσει και να πεινά.
Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε,
Εσύ δυνατέ…ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις,
Ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
Που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!