Σελίδες

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

«Οι σχέσεις μας με τα όνειρα» του Γιάννη Ρίτσου (Απόσπασμα)

 


Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ – Αθήνα 1984

Παρουσίαση

Όταν αρχίζεις να γράφεις δεν ξέρεις τι θα βγει, που θα σε βγάλει. Μέσα σου ακούς ένα κρακ, κάτι ραγίζει - δισταγμός; φόβος; απόφαση; πείσμα;
Τούτη η ραγισματιά δεν είναι σαν εκείνη στα ποτήρια. Ένα ποτήρι το πετάς. Παίρνεις άλλο. Κι αν έχεις παράδες αγοράζεις μια ντουζίνα, και καλύτερα μάλιστα. Γιατί, λέει, στη ραγισματιά του ποτηριού μαζεύουνται τα μικρόβια - ίσως γιατί σ' αυτό ακριβώς το σημείο το γυαλί ή το κρύσταλλο λάμπει περισσότερο. Φαίνεται πως η λάμψη τραβάει τα μικρόβια όπως το μέλι τραβάει τις μύγες. Όμως οι μύγες είναι μεγάλες. Τις βλέπεις.
Τις ξεκολλάς με μιαν οδοντογλυφίδα ή καλύτερα μ' ένα κουταλάκι για να βγάζεις μαζί και το μολυσμένο μέλι. Ύστερα πια το τρως άφοβα. [...] (Από την έκδοση)

ΜΕ ΤΟ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΚΩΝΑ

ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Κεφάλαιο 10ο : «Οι σχέσεις μας με τα όνειρα»
Μυθιστόρημα (Απόσπασμα)

     Πόσες χιλιάδες όνειρα έχω δει – αμέτρητα. Και βλέπω ακόμα. Άλλα μ’ αρέσουν και θέλω να κρατήσουν όλη τη νύχτα, όλη τη ζωή. Άλλα μου σφίγγουν την καρδιά και θέλω να ξυπνήσω, να γλιτώσω από δαύτα. Κι όταν ξυπνάω φοβάμαι να ξανακοιμηθώ μη μ’ αρπάξουν πάλι στα νύχια τους τα ίδια και χειρότερα. Όταν όμως βλέπω καλά όνειρα δε θέλω να ξυπνήσω για να συνεχιστούν, και λέω μέσα στον ύπνο μου «τι όμορφα, τι όμορφα», και λέω να τα θυμηθώ σαν θα ξυπνήσω για να μη μου φύγουν και να τα πω σε κάποιον για να χαρεί κι αυτός ή να τα γράψω.

Μα όταν ξυπνάω, πολλές φορές, δε θυμάμαι απολύτως τίποτα και μένω με την αίσθηση μιας μεγάλης απώλειας, πολύ θλιμμένος, χαμένος, σιωπηλός, κι ύστερα σαν προβληματισμένος, και μου φταίει το μαξιλάρι, το σεντόνι, το δεξί μου χέρι, το ‘να παπούτσι μου που δεν ξέρω πώς βρίσκεται στη μέση της κάμαρας ή το ξυπνητήρι στο κομοδίνο που ο λεπτοδείχτης του κινείται πολύ πιο αργά απ’ το μυαλό μου και δεν καταφέρνω να τα συντονίσω για να σκεφτώ με συνέχεια τη σκέψη μου.

Άλλοτε πάλι θυμάμαι ένα όνειρο μέσες άκρες και τρέμω μη μου φύγουν και προσπαθώ να τ’ αναπλάσω, να τα συναρθρώσω, και παρεμβαίνουν κι άλλα νόθα κομμάτια και μπερδεύονται, αλλάζουν θέσεις, τροποποιούνται, κι εγώ μένω απέξω, κι αρχίζω μάλιστα να κάνω μιαν επιλογή «αυτό θα κρατήσω», «αυτό θα πετάξω», και πολύ ενοχλούμαι απ’ αυτή μου την ανάμιξη που την ξέρω και τη χαρακτηρίζω π α ρ α χ ά ρ α ξ η, γιατί σκληραίνει αφόρητα η άυλη ύλη του ονείρου, χώρια που αρχίζει κιόλας να λογικοποιείται και να συμβολοποιείται και να προτείνεται σε ψυχολογικές ή κοινωνικές ερμηνείες ή ακόμη σε ηθικά παιδαγωγικά συμπεράσματα.

Ε, τότες όλα παν κατά διαόλου. Και παιδεύουμαι απ’ την αρχή ν’ αφαιρέσω τις άγαρμπες προσθήκες και να διατηρήσω λίγα έστω αποσπάσματα απ’ την πρώτη αέρινη ουσία. Δε βγαίνει πάλι τίποτα της προκοπής. Καμιά φορά όμως, σπάνια, βέβαια, ξαναθυμάμαι ένα ο λ ό κ λ η ρ ο όνειρο, και κυκλοφορώ μέσα του, κι είμαι μέρος του, όπως στο «Σκιώδη χώρο» ή στο «Όνειρο με τους κρίνους», κι είμαι κι εγώ αέρινος – ένα μετέωρο χαμόγελο, ένας δημιουργός αδημιούργητος που δεν θέτει ερωτήσεις, δεν του θέτουν ερωτήσεις, δε χρωστάει καμιάν απάντηση στους άλλους ή στον εαυτό του, ελεύθερος μέσα στο άπλετο α ν ε ξ ή γ η τ ο που είναι (ίσως) το θάμβος, η ομορφιά, η άγνοια, η μαγεία, ο έρωτας, όλος μαζί ο έρωτας κι ο θάνατος, η αιωνιότητα ορατή και μεταφυσική, η αγνότητα, η αγιοσύνη.

Ζω λίγες ώρες μέσα σ’ αυτή τη μέθη και ξαφνικά τινάζομαι, χτυπάω τα μεριά μου για να βεβαιωθώ πως ξύπνησα, πως είμαι εγώ,  πως είμαι εδώ, όχι άγγελος ή σύννεφο ή αερόστατο, εγώ, ένας άνθρωπος πλάι στους ανθρώπους, εδώ, στη γη, στην πατρίδα του ανθρώπου, μέσα στ’ όμορφο θνητό μου σώμα, και ξαναχτυπάω τα μεριά μου σαν τον Οδυσσέα, που οι Φαίακες τον βγάλαν κοιμισμένον απ’ το πλοίο και τον αποθέσαν στα πατρικά του χώματα κι έφυγαν, κι όταν ξύπνησε αυτός τα χαράματα στην Ιθάκη, δεν ήξερε που βρίσκεται κι άρχισε να μετράει τα χαλκώματα, ίσως για να εντοπιστεί με συμφέρουσες πρακτικές απασχολήσεις.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Μαθήματα για την παιδεία. Friedrich Nietzsche

 «Το γυμνάσιο έχει παραμελήσει ως τώρα το αντικείμενο με την απόλυτη προτεραιότητα: τη μητρική γλώσσα. Έτσι όμως του λείπει το φυσικό γόνιμο έδαφος για όλες τις παραπέρα παιδευτικές προσπάθειες. Γιατί μόνο στη βάση μιας αυστηρής καλλιέργειας της γλώσσας δυναμώνει η σωστή αίσθηση για τη μεγαλοσύνη των κλασικών μας».

 Οι διαλέξεις του Νίτσε για την παιδεία, γραμμένες το 1872 στη Βασιλεία, είναι τα πιο σημαντικά -και τα πιο συναρπαστικά- κείμενα της νεότερης θεωρίας για την παιδεία. 

Σ' αυτές ο νεαρός, τότε, καθηγητής της κλασικής φιλολογίας θέτει με τον πιο άμεσο και ριζικό τρόπο θεμελιώδη ζητήματα της παιδείας, της γλώσσας, της πνευματικής καλλιέργειας γενικότερα. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 Φ. Νίτσε, Μαθήματα για την Παιδεία

Κύριοι, όσοι  από εσάς με ακούτε μόλις αυτή τη στιγμή για πρώτη φορά- και δεν έτυχε ίσως στο μεταξύ να πάρει το αυτί σας πάρα πολλά για την προηγούμενη διάλεξή μου πριν από τρεις βδομάδες- πρέπει να έχετε την καλοσύνη να μεταφερθείτε χωρίς  άλλη προετοιμασία στο κλίμα μιας σοβαρής συζήτησης που είχα αρχίσει να τη διηγούμαι την τελευταία φορά και που σήμερα θα σας θυμίσω τα τελευταία σημεία της.

Ο συνοδός του φιλοσόφου  είχε μόλις εξηγήσει με ειλικρίνεια κι εμπιστοσύνη στον σπουδαίο δάσκαλό του γιατί αναγκάστηκε, βαρύθυμα, να αφήσει τη θέση του στην εκπαίδευση. Κι έλεγε ακόμη ότι περνούσε τώρα τον καιρό του απαρηγόρητος σε μια μοναξιά που την είχε διαλέξει μόνος του και ότι αυτή η απόφασή του κάθε άλλο παρά σε οίηση οφειλόταν.

«Έχω ακούσει», έλεγε ο έντιμος μαθητής , «πάρα πολλά από σας, δάσκαλέ μου, έχω μείνει πολύ καιρό κοντά σας, ώστε δεν μπορώ να έχω πια εμπιστοσύνη στην παιδεία και στην εκπαίδευσή μας, έτσι όπως είναι τώρα.  Βλέπω ολοκάθαρα τα τεράστια λάθη και τις αδυναμίες που εσείς συνηθίζατε να τα δείχνετε με το δάχτυλο.

Άλλα αισθάνομαι ότι δεν έχω μέσα μου αρκετή δύναμη να παλέψω γενναία και να συντρίψω τους προμαχώνες αυτής της δήθεν παιδείας. Μια αποθάρρυνση ολοκληρωτική με κυρίεψε: η καταφυγή στην μοναξιά δεν ήταν αλαζονεία, δεν ήταν έπαρση». Κι ύστερα για να δικαιολογήσει τη στάση του, σκιαγράφησε με τέτοιον τρόπο το γενικό γνώρισμα αυτής της εκπαίδευσης, ώστε ο φιλόσοφος άρχισε να του μιλάει με συγκινημένη φωνή  και να τον καθησυχάζει κάπως έτσι: «Ησύχασε, φτωχέ μου φίλε», του είπε, « σε καταλαβαίνω τώρα καλύτερα, δεν έπρεπε να σου μιλήσω τόσο σκληρά. 

Έχεις σε όλα δίκιο, εκτός από την αποθάρρυνση. Θα σου πω αμέσως κάτι που θα σε παρηγορήσει. Μη φανταστείς ότι αυτή η ψεύτικη παιδεία, που τόσο σε βαραίνει, θα εξακολουθήσει να υπάρχει για πολύ ακόμα.

Δεν θέλω να σου κρατήσω κρυφό τι πιστεύω πια γι’ αυτήν: Ο καιρός της έχει περάσει, οι μέρες  της είναι πια μετρημένες. Ο πρώτος που θα τολμήσει να φανεί απόλυτα έντιμος στον χώρο αυτό θα «ακούσει» τον απόηχο της τιμιότητάς του να αντηχεί μέσα σε θαρραλέες ψυχές. Γιατί ουσιαστικά οι πιο ευγενικά προικισμένοι και οι πιο ευαίσθητοι έχουν κάνει μια σιωπηροί συμφωνία: Ο καθένας τους ξέρει τι υπέφερε εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν  στα σχολεία, ο καθένας τους θα ήθελε να λυτρωθούν οι επόμενες γενιές από αυτό το βάρος, έστω κι αν χρειαζόταν να θυσιαστεί ο ίδιος.

Αιτία όμως που αυτή η απόλυτη εντιμότητα δεν εκδηλώνεται πουθενά, είναι η πνευματική φτώχεια της παιδαγωγικής σκέψης της εποχής μας. Λείπουν ακριβώς τα ταλέντα με τη γνήσια ευρηματικότητα, λείπουν οι αληθινά πρακτικοί άνθρωποι, οι άνθρωποι με τις ωραίες νέες ιδέες που ξέρουν ότι η σωστή μεγαλοφυΐα και η σωστή πράξη πρέπει κατανάγκη να συναντηθούν στο ίδιο άτομο, ενώ σήμερα λείπει από τους νηφάλιους ανθρώπους της πράξης η έμπνευση- και γι’ αυτό δεν υπάρχει σωστή πράξη.

Αρκεί να κοιτάξει κανείς τα παιδαγωγικά βιβλία του καιρού μας. Θα διαπιστώσει πως ο μόνος που δεν θα πάθει ζημιά από τη μελέτη τους είναι εκείνος που δεν αισθάνεται φρίκη για την έσχατη πνευματική γύμνια και τις αδέξιες επαναλήψεις των ίδιων πραγμάτων. Κατανάγκη λοιπόν αφετηρία της φιλοσοφίας μας δεν είναι πια ο θαυμασμός αλλά η φρίκη. Όποιος δεν μπορεί να την αισθάνεται παρακαλείται να μην απλώνει τα χέρια του στην εκπαίδευση.

Φυσικά ως τώρα το αντίθετο ήταν ο κανόνας. Όσοι αισθάνονταν φρίκη, όπως εσύ φτωχέ μου φίλε, έσπευδαν να φύγουν, ενώ εκείνοι οι νηφάλιοι κι απτόητοι άπλωναν τα αδέξια χέρια τους φαρδιά πλατιά στην πιο λεπτή τεχνική που μπορεί να υπάρξει: στην τεχνική της παιδείας. Αυτό όμως δεν μπορεί να εξακολουθήσει για πολύ καιρό ακόμα. Αρκεί να φανεί έστω μια φορά ο έντιμος άνθρωπος με τις καλές και νέες ιδέες, ο οποίος προκειμένου να τις πραγματοποιήσει, θα τολμήσει να διακόψει κάθε σχέση  με την παρούσα κατάσταση.

 Αρκεί μόνο μια φορά να δείξει ο έντιμος άνθρωπος με το παράδειγμά του τι δεν μπορούν να κάνουν τα δραστήρια αδέξια χέρια. Τότε τουλάχιστον θα έχει πια κανείς τη δυνατότητα να διακρίνει τα πράγματα, να αισθάνεται τη διαφορά και να κάνει σκέψεις για τα αίτια αυτής της αντίθεσης, ενώ τώρα τόσοι και τόσοι πιστεύουν εντελώς καλόπιστα ότι τα αδέξια χέρια ανήκουν στο παιδαγωγικό έργο».

* Νίτσε: Μαθήματα για την παιδεία, εκδ. Printa, 2006, σελ.57-60

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ ΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΕΡΑΜΙΑΝΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΡΗΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΑΡΚΑΚΗ (1872-1950)


Μια κάρτα με τη δυναμική μορφή του Ιησού που εκδιώκει τους εμπόρους από τον ναό, (εκφράζει, σαφώς, την έννοια της «κάθαρσης» της Εκκλησίας από κάθε «ξένο» προς αυτήν στοιχείο) στέλνει το Πάσχα του 1926 από την Ιερουσαλήμ ο μέγας κοινωνικός αναμορφωτής Νίκος Καζαντζάκης, γραμμένη σε μονοτονική γραφή στον Ρεθυμνιώτη φίλο του επίσκοπο Βασίλειο Μαρκάκη (επίσκοπο τότε Αρκαδίας, με έδρα τις Μοίρες της Μεσσαράς Κρήτης και υποστηρικτή αργότερα της Εθνικής Αντίστασης), ενάμιση, περίπου, χρόνο από την πρώτη επίσκεψή του (28-8-1924) στην επισκοπή Αρκαδίας.

«Ιερουσαλήμ Πάσχα 1926
Από την Αγία Πόλη Σας στέλνω ένα
χαιρετισμό γεμάτο σεβασμό και αγάπη.
Ποτέ δε Σας ξεχνώ κι αλησμόνητες μένουν
στον νου και στην καρδιά μου οι θαυμάσιες (-αστές;)
ώρες που πέρασα στην επισκοπή Σας
Καλή Λαμπρή κι ο Χριστός ανέστη!

ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ /ΕΔΩ

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Τέλλος Αγρας - Τρία Ποιήματα


Πανσέδες -Τέλλος 'Αγρας

Άκρα παντού ησυχία– και τηνέ περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ' τη βρύση
κ' οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν·
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίση.

Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει,
κι' αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ' τις άλλες·
πότε, στάλα· και πότε, θάλασσα– και πάει:
μια, στάλα· και μια, θάλασσας μαβειές αγκάλες,

ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα·
και το γειτονικό τ' αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ' το δικό του εντύμα,

το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ' ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ' το λιλά και σ' άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγωνιού φτερά σα νάθελε φορέσει.

Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι' όσο τον βλέπω, στο είναι του– νά, που μου μοιάζει!
Σα να μ' ακούη με το είναι του, κι' ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζη...

K' έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμείγει
–κ' είναι σα να το μέλλη και να μη το μέλλη–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ' αξέβαφα μαβειά με ντύνει, και με θέλει.

Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι' αγάλια, με χωρεί κ' εμένα, ολίγο-ολίγο·
στα μάτια του τ' ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Ποίημα Eρωτικό -Τέλλος Άγρας


Animula vagula, blandula,
            hospes, comesque corporis,
            qua nunc abibis in loca?
            Pallidula, rigida, nudula,
            nec, ut soles, dabis jocos.
                    ADRIANUS

            Ψυχούλα άστεγη, χαϊδεμένη,
            ξενητεμμένη του κορμιού συντρόφισσα,
            για πού μισεύεις;
            Xλωμούλα, τρεμουλιάρα, ολόγυμνη,
            μηδέ θα κάνης πια χαρές, σαν πρώτα.
                    AΔPIANOΣ

Kάτω απ' τις ελιές, οι ώρες σιωπηλές
παίρνουνε τη μέρα πεθαμένη.
Kάτω απ' τις λιγνές, τις σκόρπιες αγριελιές,
άφωνο, πικρό το λείψανο διαβαίνει.

Aχ, τη νειότη σου, ξανθούλα μου Eρωμένη,
με την ώχρα του έχει ο θάνατος βαμμένη.

Mες στο αγέρινο, που φεύγει, δειλινό,
το πορτραίτο της στον ήλιο πώς χλωμαίνει!
Σύρε! Στη ζωήν ακόμη ν' αγρυπνώ
– έτσι μούμελλεν, αγάπη σταυρωμένη!

Ξέβγαλαν τη Mέρα πεθαμένη.
Mας εχώρισαν, χλωμούλα μου ερωμένη!

K' είν' η νύχτα πια, που μαρτυρικιά,
γνώριμη, χωρίς μυστήριο, βασιλεύει...
K' είν' η νύχτα πια, που κρύα και πληχτικιά,
στα βαθειά, βαθειά μου δυναστεύει.

Άκου: σιγανά παραμιλεί ένα φύλλο!
Kάποιο φως μαβύ γλυστρά απ' τα μονοπάτια.
Ώ ψυχή μου, ώ σφάλισε τα μάτια!

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Mιλεί η Ψυχή μιανής Mικρής Φυσαρμόνικας

L' ame des quartiers morts et de tristes enclos.
                                G. RODENBACH

– Kαίει το βερνίκι· ωσάν από κοντύλι
ψιλή, αφρίζει ακόμα η πινελιά.
Mα εσύ έχεις πάλι πυρετό στα χείλη,
που σέρπουν να ζητούν τα πιο παλιά!

Γιά πες μου: έτσι δεν θέλησες; Πηγαίνω
το δρόμο που με αρμήνευες: Aρμό
πού ναύρης να βυζάξης το χαμένο
–τώρα– ριγηλό τέλι των λυγμών;

Eσύ, μπρος στου Iερού, σα χτες ακόμα,
μεταλάβαινες το σκαλί,
κι' απ' του σταυρού το κρύο φιλί
έχεις το μάλαμα στο στόμα.

Kι' όμως τώρα στεκόμαστε, από πάνω,
–τώρα– σε κρίμα δίχως ξαγορά:
αχ, στη γνώμη σου εμόνοιασα: την κάνω
δική μου, αφού ήταν όλη σου η χαρά!

Mόνον, αυτά τα κόκκαλα μην πιάνης!
–καλέ μου! ουδέ για μένα, ουδέ για σέ!–
Eσύ αλοιφήν ελέους δεν πας να βάνης:
μα ν' αναδέψης νεκρές ζεστασιές!

Tο ξέρω τ' άσφαλτο αχείλι τί θέλει·
για την κρυφή πληγή με ψάχνει,– αχ μη!
(μη μουδιάσουν στο πληγωμένο τέλι
του χαμένου χινόπωρου οι λυγμοί!)

Aίμα θα τρέξη... Eίσαι άξιος, σα θελήσης.
Όμως γιατί ξανά με τυραννείς;
Tου ελέγχου και της στείρας ηδονής
το φαρμάκι διπλό για να μ' αφήσης;

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Τέλλος Ἄγρας (1899-1944): ποιητὴς καὶ κριτικός (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Λ. Ἰωάννου)

«Λυρισμὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ φέρνει ἀπὸ τὸ χειροπιαστὸ στὸ ἄπιαστο, ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ μυστήριό της, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα στὴν Ἰδέα. Μά... καὶ τὸ ἀντίθετο!»

Βιογραφικό του Ποιητή /ΕΔΩ

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Nα θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα -Φερνάντο Πεσσόα

Να θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα.
Τίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.
Ο ίδιος ο έρωτας που νιώθουν
Για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.

Για να είσαι μεγάλος, να είσαι ακέραιος: Τίποτε
Δικό σου να μην υπερβάλλεις ή να μη διαγράφεις.
Να είσαι όλα σε κάθε πράγμα. Να βάζεις όσα είσαι
Και στο ελάχιστο που κάνεις.
Έτσι σε κάθε λίμνη ολόκληρη η σελήνη
Λάμπει, γιατί ζει ψηλά.

Αναρίθμητοι ζουν μέσα μας.
Αν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
Ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.
Είμαι μονάχα ο τόπος
Όπου νιώθουν ή σκέφτονται.

Έχω περισσότερες από μια ψυχές.
Υπάρχουν περισσότερα εγώ απ’ το ίδιο το εγώ μου.
Υπάρχω ωστόσο
Αδιάφορος για όλους,
Τους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.

Οι διασταυρωμένες παρορμήσεις
Όσων νιώθω ή δεν νιώθω
Πολεμούν μες σ’ αυτόν που είμαι.
Τις αγνοώ. Τίποτε δεν υπαγορεύουν
Σ’ αυτόν που γνωρίζω ότι είμαι: εγώ γράφω.

Ο θεός Παν δεν πέθανε,
Σε κάθε κάμπο που δείχνει
Στα χαμόγελα του Απόλλωνα
Τα γυμνά στήθη της Δήμητρας —
Αργά ή γρήγορα θα δείτε
Να εμφανίζεται εκεί
Ο θεός Παν, ο αθάνατος.

Όχι δε σκότωσε άλλους θεούς
Ο θλιμμένος χριστιανός θεός.
Ο Χριστός είναι ένας ακόμη θεός,
Ίσως ένας που έλειπε.
Ο Παν συνεχίζει να δίνει
Τους ήχους απ’ τον αυλό του
Στ’ αυτιά της Δήμητρας
Που καμαρώνει στους κάμπους.

Οι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντοτε λαμπεροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι από αιωνιότητα
Και περιφρόνηση για μας,
Φέρνοντας τη μέρα και τη νύχτα
Και τις χρυσαφένιες σοδειές
Όχι για να μας δώσουν
Τη μέρα και τη νύχτα και το στάρι
Μα για άλλον και θείο
Τυχαίο σκοπό.  
μετάφραση: Ανδρέας Παγουλάτος