Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά
Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:
Οἱ μέρες περνοῦν
τὸ χιόνι μένει
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα
καὶ τόση μαύρη πίκρα.
Φωτογραφία- Eva Bak
Ἕνα τεράστιο καρβέλι, μιὰ πελώρια φραντζόλα ζεστὸ ψωμί,
εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μαχαίρι
ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω,
ὅμως καὶ μία μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγελος.
κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε
κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ
κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί,
ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε οὐρανό!
Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε.
Διψᾶμε γιὰ οὐρανό.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Ἕνας κρύος ἀγέρας φύσηξε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ πρόσωπα τοῦ Μεγά-
λου Καθρέφτη μου. Τὰ πῆρε ὕστερα ὁ ἥλιος κι ἡσύχασαν
Εἶναι μέσα στὸν καθρέφτη, ζωντανοὶ μαζὶ καὶ νεκροί: Ἐγὼ
ὁ Κάφκα, μιὰ μεταβυζαντινὴ ἁγία κι ὁ Ντύλαν Τόμας.
Ὁ Ντύλαν Τόμας φούσκωσε, ἔβγαλε μία κραυγὴ κι ἔσκασε
μὲ κρότο. Οἱ στίχοι του ὅμως μείναν ἀνέπαφοι, ὡραῖοι, μα-
ζὶ μὲ τοὺς δικούς μου ἀγκαλιάζονται. Ὁ Κάφκα ἔβγαλε μέσ᾿
ἀπ᾿ τὰ μάτια του δυὸ ψάρια καὶ δυὸ ἀναμμένα κάρβουνα.
Τὰ πέταξε κατ᾿ ἐπάνου μας γιὰ νὰ μᾶς κάψει.
Ἡ ἁγία ὅπως καὶ ἄλλοτε εἶναι δεμένη πάνω στὸν τροχὸ ποὺ
γυρίζει. Τρέχουν τὰ αἵματά της.
Στὸ τέλος τοὺς παίρνει ὅλους ὁ διάβολος
καὶ ἡσυχάζουν.
Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) γεννήθηκε στην Αθήνα. Η καταγωγή του ήταν από την Ύδρα, καθώς ήταν δισέγγονος του ναυάρχου της Επανάστασης του 1821 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το 1940 την εγκαταλείπει για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Εμφανίζεται στα γράμματα το Μάιο 1944 με ποιήματα στο περιοδικό "Τα Νέα Γράμματα". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά: "Τα Νέα Γράμματα", "Τα Νέα Ελληνικά" και "Νέα Εστία". Μετέφρασε ποιήματα του Μπρεχτ. Τιμήθηκε με τρία Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Το 1956, τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο "Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές" από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του "Όταν σας μιλώ", το 1962 με το Β΄ Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του "Τα στίγματα", το 1987 με το Α΄ Κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του "Εκτοπλάσματα", και η τελευταία βράβευσή του ήταν το 2003, με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Έγραψε, μεταξύ άλλων, τις ποιητικές συλλογές: "Οι λησμονημένοι" (1945), "Παραλογαίς" (1948), "Με το πρόσωπο στον τοίχο" (1952), "Όταν σας μιλώ" (1956), "Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο" (1958), "Ο περίπατος" (1960), "Τα στίγματα" (1962), "Σφραγίδα ή η όγδοη Σελήνη" (1964), "Το σκεύος" (1971). Τα ποιήματα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πέθανε στην Αθήνα την Τρίτη 29 Μαρτίου 2005.
Ο Τάκης Σινόπουλος έγραψε στο περιοδικό "Εποχές", τ. 24, Απρίλιος 1965, με αφορμή την έκδοση της όγδοης ποιητικής συλλογής του Μίλτου Σαχτούρη "Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη": "Δεν είμαι πάντοτε σίγουρος αν με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη βρισκόμαστε μπροστά σ' έναν φρόνιμο τώρα πια, εκλογικευμένο υπερρεαλιστή, που έβαλε σε τάξη τις γαίες του, οργάνωσε δηλαδή και τυποποίησε τον παραλογισμό του, ή σε μια περίπτωση τερατώδους μοναξιάς, όπου ο ποιητής πορεύεται προς το θυσιαστήριο με την απόφαση να εξιλεώσει έναν άγνωστο και σκοτεινό θεό. [...]
Θα ήταν επανάληψη γνωστών πραγμάτων αν λέγαμε πως ανήκει στους επίλεκτους της μεταπολεμικής γενιάς. Κατάχτησε κι αυτός με την επιμονή του και το πείσμα του λίγο-λίγο τη θέση που κατέχει σήμερα, παλεύοντας με λογής-λογής αρνήσεις. Από το 1945 μέχρι το 1964 έχει στο ενεργητικό του οχτώ συλλογές. Δεν είναι ογκώδεις [...]
Ωστόσο με κάθε βιβλίο του μας υποχρεώνει να τον αντιμετωπίσουμε ξανά από την αρχή μέσα στον μικρό αφώτιστο κήπο του, που αντί να' ναι ο κήπος της Εδέμ, είναι ο καθόλου ευχάριστος κήπος του φόβου, του άγχους και της ενοχής. Άλλα άνθη που θ' αποκομίσουμε είναι ο σφαγιασμένος έρωτας, παραλλαγμένος συχνά σε ανάλγητες πράξεις, η μοναξιά με την έννοια της αυτοτιμωρίας, η παραμόρφωση και η αντιστροφή της σχέσης των πραγμάτων, η επίκληση μιας χαμένης αθωότητας, η κρύα ανάσα του γείτονα θανάτου. Κι ανάμεσα ο Σαχτούρης "βασιλιάς σε ματωμένους κήπους", αθεράπευτα στιγματισμένος από τη μνήμη ενός βαθειά ριζωμένου, αλλά όχι και ανεξιχνίαστου, πρωταρχικού αμαρτήματος."
ΠΗΓΗ