Σελίδες

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Τέλλος Αγρας - Τρία Ποιήματα


Πανσέδες -Τέλλος 'Αγρας

Άκρα παντού ησυχία– και τηνέ περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ' τη βρύση
κ' οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν·
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίση.

Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει,
κι' αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ' τις άλλες·
πότε, στάλα· και πότε, θάλασσα– και πάει:
μια, στάλα· και μια, θάλασσας μαβειές αγκάλες,

ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα·
και το γειτονικό τ' αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ' το δικό του εντύμα,

το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ' ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ' το λιλά και σ' άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγωνιού φτερά σα νάθελε φορέσει.

Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι' όσο τον βλέπω, στο είναι του– νά, που μου μοιάζει!
Σα να μ' ακούη με το είναι του, κι' ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζη...

K' έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμείγει
–κ' είναι σα να το μέλλη και να μη το μέλλη–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ' αξέβαφα μαβειά με ντύνει, και με θέλει.

Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι' αγάλια, με χωρεί κ' εμένα, ολίγο-ολίγο·
στα μάτια του τ' ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Ποίημα Eρωτικό -Τέλλος Άγρας


Animula vagula, blandula,
            hospes, comesque corporis,
            qua nunc abibis in loca?
            Pallidula, rigida, nudula,
            nec, ut soles, dabis jocos.
                    ADRIANUS

            Ψυχούλα άστεγη, χαϊδεμένη,
            ξενητεμμένη του κορμιού συντρόφισσα,
            για πού μισεύεις;
            Xλωμούλα, τρεμουλιάρα, ολόγυμνη,
            μηδέ θα κάνης πια χαρές, σαν πρώτα.
                    AΔPIANOΣ

Kάτω απ' τις ελιές, οι ώρες σιωπηλές
παίρνουνε τη μέρα πεθαμένη.
Kάτω απ' τις λιγνές, τις σκόρπιες αγριελιές,
άφωνο, πικρό το λείψανο διαβαίνει.

Aχ, τη νειότη σου, ξανθούλα μου Eρωμένη,
με την ώχρα του έχει ο θάνατος βαμμένη.

Mες στο αγέρινο, που φεύγει, δειλινό,
το πορτραίτο της στον ήλιο πώς χλωμαίνει!
Σύρε! Στη ζωήν ακόμη ν' αγρυπνώ
– έτσι μούμελλεν, αγάπη σταυρωμένη!

Ξέβγαλαν τη Mέρα πεθαμένη.
Mας εχώρισαν, χλωμούλα μου ερωμένη!

K' είν' η νύχτα πια, που μαρτυρικιά,
γνώριμη, χωρίς μυστήριο, βασιλεύει...
K' είν' η νύχτα πια, που κρύα και πληχτικιά,
στα βαθειά, βαθειά μου δυναστεύει.

Άκου: σιγανά παραμιλεί ένα φύλλο!
Kάποιο φως μαβύ γλυστρά απ' τα μονοπάτια.
Ώ ψυχή μου, ώ σφάλισε τα μάτια!

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Mιλεί η Ψυχή μιανής Mικρής Φυσαρμόνικας

L' ame des quartiers morts et de tristes enclos.
                                G. RODENBACH

– Kαίει το βερνίκι· ωσάν από κοντύλι
ψιλή, αφρίζει ακόμα η πινελιά.
Mα εσύ έχεις πάλι πυρετό στα χείλη,
που σέρπουν να ζητούν τα πιο παλιά!

Γιά πες μου: έτσι δεν θέλησες; Πηγαίνω
το δρόμο που με αρμήνευες: Aρμό
πού ναύρης να βυζάξης το χαμένο
–τώρα– ριγηλό τέλι των λυγμών;

Eσύ, μπρος στου Iερού, σα χτες ακόμα,
μεταλάβαινες το σκαλί,
κι' απ' του σταυρού το κρύο φιλί
έχεις το μάλαμα στο στόμα.

Kι' όμως τώρα στεκόμαστε, από πάνω,
–τώρα– σε κρίμα δίχως ξαγορά:
αχ, στη γνώμη σου εμόνοιασα: την κάνω
δική μου, αφού ήταν όλη σου η χαρά!

Mόνον, αυτά τα κόκκαλα μην πιάνης!
–καλέ μου! ουδέ για μένα, ουδέ για σέ!–
Eσύ αλοιφήν ελέους δεν πας να βάνης:
μα ν' αναδέψης νεκρές ζεστασιές!

Tο ξέρω τ' άσφαλτο αχείλι τί θέλει·
για την κρυφή πληγή με ψάχνει,– αχ μη!
(μη μουδιάσουν στο πληγωμένο τέλι
του χαμένου χινόπωρου οι λυγμοί!)

Aίμα θα τρέξη... Eίσαι άξιος, σα θελήσης.
Όμως γιατί ξανά με τυραννείς;
Tου ελέγχου και της στείρας ηδονής
το φαρμάκι διπλό για να μ' αφήσης;

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Τέλλος Ἄγρας (1899-1944): ποιητὴς καὶ κριτικός (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Λ. Ἰωάννου)

«Λυρισμὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ φέρνει ἀπὸ τὸ χειροπιαστὸ στὸ ἄπιαστο, ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ μυστήριό της, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα στὴν Ἰδέα. Μά... καὶ τὸ ἀντίθετο!»

Βιογραφικό του Ποιητή /ΕΔΩ

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Nα θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα -Φερνάντο Πεσσόα

Να θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα.
Τίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.
Ο ίδιος ο έρωτας που νιώθουν
Για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.

Για να είσαι μεγάλος, να είσαι ακέραιος: Τίποτε
Δικό σου να μην υπερβάλλεις ή να μη διαγράφεις.
Να είσαι όλα σε κάθε πράγμα. Να βάζεις όσα είσαι
Και στο ελάχιστο που κάνεις.
Έτσι σε κάθε λίμνη ολόκληρη η σελήνη
Λάμπει, γιατί ζει ψηλά.

Αναρίθμητοι ζουν μέσα μας.
Αν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
Ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.
Είμαι μονάχα ο τόπος
Όπου νιώθουν ή σκέφτονται.

Έχω περισσότερες από μια ψυχές.
Υπάρχουν περισσότερα εγώ απ’ το ίδιο το εγώ μου.
Υπάρχω ωστόσο
Αδιάφορος για όλους,
Τους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.

Οι διασταυρωμένες παρορμήσεις
Όσων νιώθω ή δεν νιώθω
Πολεμούν μες σ’ αυτόν που είμαι.
Τις αγνοώ. Τίποτε δεν υπαγορεύουν
Σ’ αυτόν που γνωρίζω ότι είμαι: εγώ γράφω.

Ο θεός Παν δεν πέθανε,
Σε κάθε κάμπο που δείχνει
Στα χαμόγελα του Απόλλωνα
Τα γυμνά στήθη της Δήμητρας —
Αργά ή γρήγορα θα δείτε
Να εμφανίζεται εκεί
Ο θεός Παν, ο αθάνατος.

Όχι δε σκότωσε άλλους θεούς
Ο θλιμμένος χριστιανός θεός.
Ο Χριστός είναι ένας ακόμη θεός,
Ίσως ένας που έλειπε.
Ο Παν συνεχίζει να δίνει
Τους ήχους απ’ τον αυλό του
Στ’ αυτιά της Δήμητρας
Που καμαρώνει στους κάμπους.

Οι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντοτε λαμπεροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι από αιωνιότητα
Και περιφρόνηση για μας,
Φέρνοντας τη μέρα και τη νύχτα
Και τις χρυσαφένιες σοδειές
Όχι για να μας δώσουν
Τη μέρα και τη νύχτα και το στάρι
Μα για άλλον και θείο
Τυχαίο σκοπό.  
μετάφραση: Ανδρέας Παγουλάτος

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι, 392 π.Χ.(απόσπασμα)


 ...Στενοχωριέμαι
και δεν υποφέρω να έχουν σαπίσει τόσο
πολύ τα πολιτικά πράγματα της πόλης μας. Γιατί
τη βλέπω νά 'χει πάντα διεφθαρμένους
αρχηγούς. Κι αν τη μια μέρα φανεί κάποιος
τίμιος,
τις δέκα θα είναι κατεργάρης.
Κι αν στραφείς σε άλλον,
αυτός θα κάνει μεγαλύτερο κακό...
Αριστοφάνης,
Εκκλησιάζουσαι
, 392 π.Χ. (εκδ. Κάκτος, μτφ. Τ. Ρούσσος, Αθήνα 1993


Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

«Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση» -Ανδρέας Εμπειρίκος


 Τις μέρες τις γλυκές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη
βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η
γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους
κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ’ναι πάντα καλοκαίρι
(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος)
αναγαλλιάζουν οι ψυχές,
και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός
αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει
στο κάθε που άγγιξε κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.


September Rain by Dmitry Spiros

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εποχές»
«Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών
ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν
των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-
λούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα
με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-
λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην…»

(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)
               


Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Ιωσήφ Μπρόντσκι - Οι εραστές τ’ Αυγούστου

Ιωσήφ Μπρόντσκι - Οι εραστές τ’ Αυγούστου

«Οι εραστές τ’ Αυγούστου,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια στα χέρια έρχονται,
τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα
τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,
εξαφανίζονται στα σοκάκια,
τρέχουν στις πλατείες.
Στους εραστές τ’ Αυγούστου
αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα
οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω
στα πουκάμισά τους,
φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές
κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.
Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,
να το που χρωματίζει τα δέντρα,
που σβήνει τη λάμπα,
που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα . . .
Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,
γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.
Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.
Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες
κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,
συνομιλώντας με τον εαυτό σου.
Να τα λουλούδια και τια διαμέρισμα με το νέο έρωτα,
με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,
παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,
παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.
Το νέο δείλι θορυβεί,
κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,
κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,
κανείς δε θα σου παρασταθεί,
κανείς δε θα σου σταθεί,
πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,
απ’ τα λουλούδια,
απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.»
(Ιωσήφ Μπρόντσκι, 1961, «Οι εραστές τ’ Αυγούστου.»
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

August lovers,-Joseph Brodsky
August lovers come with flowers,
Invisible calls of their grand attract,
August lovers in red shirts
with half-open mouths
Flashed at crossroads,
disappear in the lanes,
By area, run.
August lovers
The evening air imps
Red-white line of shirts
Owl colors,
Open windows between the black shine parade,
And they all go, all run on some call.
That night life, That evening walks through the city,
Here he paints trees , lights a lamp, varnishes cars,
In the narrow alleys hastily ringing cathedrals,
Go back, access to the balcony, Throw coat.
See, August lovers run downstairs with flowers
Blue jets advertisements rainwater from roofs,
Here you look down, never change places
Never with anyone, did you say to yourself.
Here and flowers and an apartment with a new love,
With the young whipping, overlooking the new circle,
Giving himself to the new cries and new blood,
giving himself, producing flowers from hand.
The new night noise, no return, on a new life,
That no one will be held under your balcony to you
And it will not be for you, and will not, will not close
Than himself to himself, than to their colors, than themselves.

Источник: https://brodskiy.su/stihi-o-lyubvi/avgustovskie-lyubovniki

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Alexandr Pushkin -Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν-Ποιήματα

Αλέξανδρος Πούσκιν-Αγκάθι

Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο κι είμαι πάνω της αγκάθι…
Μην το πείτε και τ` ακούσουνε
η καλή μου μην το μάθει…

Θε ναρθεί γλυκιά κι υπέροχη
την αυγούλα κάποιου Απρίλη
με χαμόγελο στα μάτια της,
μ` ομορφιά πάνω στα χείλη.

Θαμπωμένη από την κόκκινη
καταματωμένη μου όψη
με τ` αργό της το βημάτισμα,
θα σιμώσει να με κόψει.

Μα το κάτασπρο χεράκι της
που αγαπώ και τρέμω τόσο
θα χαρώ -χαρά περήφανη-
με κακία να τ` αγκυλώσω.

Και μια στάλα απ` το αίμα πέφτοντας πέταλά μου ματωμένα
θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
θα γενεί μαζί σας ένα…\

 Μετάφραση Γιάννη Αηδονόπουλου από τις Εκδόσεις Κοροντζή

Αλέξανδρος Πούσκιν—
Επίκληση-

1829

Σε αγαπούσα. Ίσως η αγάπη
δεν έσβησε ακόμα στην ψυχή.
Μα, ας μη σ’ αναστατώνει πια
ο έρωτας μου. Δεν θέλω θλίψη
να σου δώσω περιττή.

…..

Σε αγαπούσα σιωπηλά,
χωρίς ελπίδα βασανισμένος
από ζήλεια και ντροπή.
Σε αγαπούσα τρυφερά κι αληθινά
τόσο που εύχομαι κι’ ο άλλος
έτσι να σ’ αγαπά.

Ένα λουλούδι-—Αλέξανδρος Πούσκιν—
Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Ένα λουλούδι πο ‘χει μαραθεί και ξεθυμάνει
βλέπω μες στο βιβλίο αφημένο.
Ένα παράξενο αίσθημα, θλιμμένο
ως μέσα νιώθω την ψυχή να πιάνει.

Πού ν’ άνθιζε; Και πότε; Ποια άνοιξη, πόσο μακρινή;
Και ν’ άνθισε πολύ; Το ‘κοψαν ποιοι;
Κανένα γνώριμο ή ξένο χέρι;
Κι εδώ το βάλανε γιατί; Ποιος ξέρει.
Συνάντηση θυμίζει τρυφερή
ή τον μοιραίο χωρισμό;
Σε κάμπου σιγαλιά μοναχική
μια βόλτα ή σε δάσος σκιερό;

Να ζει τάχα εκείνος; Μην εκείνη;
Τώρα πού να ‘ναι; Με τις απορίες μένω.
Ή μήπως έχουνε κι οι δυο τους γίνει
σαν το λουλούδι τούτο ‘δω το ξεχασμένο.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Τα Κάλαντα -Ναπολέων Λαπαθιώτη

 

Το διήγημα λέγεται «Τα κάλαντα» και δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, το περιοδικό ποικίλης ύλης που φιλοξένησε μεγάλο μέρος της ποιητικής και της πεζής παραγωγής του Λαπαθιώτη, από το 1924 ίσαμε το τέλος της ζωής τους. Όπως θα περιμένατε, δημοσιεύτηκε σε χριστουγεννιάτικο τεύχος, στο τεύχος της 26ης Δεκεμβρίου 1929. Το παραθέτω εδώ, μονοτονισμένο φυσικά. Η ορθογραφία έτσι κι αλλιώς ήταν σχεδόν η ίδια με τη σημερινή.


Ν. Λύτρας, Κάλαντα. 1872. Ιδιωτική Συλλογή.
Τα κάλαντα

Χριστουγεννιάτικο

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…

— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.

Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.

Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.

Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…

Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…

Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.

Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν’ η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ’ έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί…

Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν’ ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα ’λεγαν, απλώς, «για το καλό»…

Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.


Τα κάλαντα-Σπύρος Βασιλείου
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ’ τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…

Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.

Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.

Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς…

Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με  τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό…

Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.

Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»…

Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.

Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’ αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.

Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…

Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…

Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…

Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ’ απορία…

Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ’ στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ’ τις βροχές.

Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ’ στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…


Τα κάλαντα -Γεώργιος Σικελιώτης
Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…

Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ’ τα χέρια.

Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ’ έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα ’λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ’ από τ’ άλλα, σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ’ στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!

Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να ’χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί…

Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.

Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.

Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.

Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ’φτασε στ’ αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας…

Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.

Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ’ στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.

Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ’ απ’ τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,

Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που ’βγαινε απ’ τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.

Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ’ ανακαλύψουν…

Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ’ ένα μωρό.

Ήταν καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.

Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.

Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.

Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν…

Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!

Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.

Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.

Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.

Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.

Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.

Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ’ άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια.

Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.

Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβο­λάει σα ναός…

Κι έβγαλαν μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ’ ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…

Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…

Μουσικοί- Κάλαντα στο Βυζάντιο, 1070
* * *

Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ’ στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι…

Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ’ στα βάθη της ψυχής του, πως όλ’ αυτά, τα είχε δει μέσ’ στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.

Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.

Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα…

 ΠΗΓΗ