painter, Franz Xaver Winterhalter
From fairest creatures we desire increase, That thereby beauty's rose might never die, But as the riper should by time decease, His tender heir might bear his memory: But thou contracted to thine own bright eyes, Feed'st thy light's flame with self-substantial fuel, Making a famine where abundance lies, Thy self thy foe, to thy sweet self too cruel: Thou that art now the world's fresh ornament, And only herald to the gaudy spring, Within thine own bud buriest thy content, And, tender churl, mak'st waste in niggarding: Pity the world, or else this glutton be, To eat the world's due, by the grave and thee.
Ι. Τα όμορφα πλάσματα ποθούμε να πληθαίνουν, να μένει πάντα η καλλονή τους θαλερή, ώστε βορά του χρόνου όταν πεθαίνουν, ν' αφήνουν διάδοχο, τη μνήμη να φρουρεί.
Μα εσύ, στα μάτια σου τα ηλιόλουστα πιστός, το φως ξοδεύοντας δεν σκέφτεσαι το βράδυ. Κι όμως, μετά την πλησμονή ξεσπά ο λιμός, κι η φλόγα πένεται μόλις σωθεί το λάδι.
Τι κι αν του κόσμου είσαι το εφήμερο στολίδι, ο πρώτος άγγελος μιας άνοιξης γλυκιάς, όταν στο άνθος σου το σπόρο θάβεις ήδη κι έτσι φιλάργυρος την έρημο γεννάς;
Του κόσμου ανάλγητος χρεώστης μη φανείς: δώσε του εκείνου τον ανθό, κι όχι της γης.
Sonnet II
When forty winters shall besiege thy brow,
And dig deep trenches in thy beauty's field,
Thy youth's proud livery so gazed on now,
Will be a totter'd weed of small worth held:
Then being asked, where all thy beauty lies,
Where all the treasure of thy lusty days;
To say, within thine own deep sunken eyes,
Were an all-eating shame, and thriftless praise.
How much more praise deserv'd thy beauty's use,
If thou couldst answer 'This fair child of mine
Shall sum my count, and make my old excuse,'
Proving his beauty by succession thine!
This were to be new made when thou art old, And see thy blood warm when thou feel'st it cold. painter, Franz Xaver Winterhalter
ΙΙ. Στα μάτια, στη μορφή, στο μέτωπό σου θα σκάψει όρυγμα βαθύ ο χειμώνας, το χρόνο έχεις δυνάστη και σκοπό σου, ο Άδης είναι ο μόνος σου αρραβώνας.
Κι αν έρθουν και σε βρουν απορημένοι της λάμψης σου τι απόγινε ο χρυσός, τα μάτια σου που σβήσαν, ποια ειμαρμένη ανήλεη τα σάρωσε και πώς,
μια λέξη σου θ' αρκούσε ν' ακυρώσει ό,τι μια τόση αμαύρωσε ομορφιά: "Ζωή σε τούτο το παιδί έχω δώσει, στην άνοιξή του ανθώ κι εγώ ξανά."
Κι έτσι θα 'ναι το σώμα σου, παρότι θα γερνά, ποτέ του γερασμένο.
Αλλού θα σφύζει το αίμα σου ζεστό, κι ας τρίζει εδώ, μες στις δικές σου φλέβες, παγωμένο.
Sonnet III
Look in thy glass and tell the face thou viewest Now is the time that face should form another;
Whose fresh repair if now thou not renewest, Thou dost beguile the world, unbless some mother.
For where is she so fair whose uneared womb
Disdains the tillage of thy husbandry? Or who is he so fond will be the tomb Of his self-love, to stop posterity?
Thou art thy mother's glass and she in thee Calls back the lovely April of her prime; So thou through windows of thine age shalt see, Despite of wrinkles, this thy golden time. But if thou live, remembered not to be, Die single and thine image dies with thee.
painter, Franz Xaver Winterhalter III. Δες στον καθρέφτη. Στο είδωλό σου πες: "Καιρός έν' άλλο είδωλο να δώσεις". Μιας μάνας μην προδώσεις τις ευχές, το νόημα της ζωής μην αλλοιώσεις.
Χέρσα να μείνει ποια θα προτιμούσε αντί να γεωργήσεις τον αγρό της; Ποιος απ' τη γη να δρέψει θα ποθούσε τον τάφο μόνο, κι όχι τον καρπό της;
Της μάνας σου ο καθρέφτης είσαι συ: την άνοιξή της στην ακμή σου βλέπει. Όταν το φως σου το αυγινό χαθεί, ποιος ουρανός καινούργιος θα σε σκέπει;
Μα αν είναι η λήθη πράγματι ο σκοπός σου: μονήρης πέθανε. Με το είδωλό σoυ.
|
painter, Franz Xaver Winterhalter
William Shakespeare «Σονέτο XVIII» Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή; Πιο αίθρια έχεις τη μορφή, πιο αγαπημένη· σκορπούν τα μαγιολούλουδα οι ανέμοι, τα καλοκαίρια έχουν θητεία μικρή. Κάποτε καίει χρυσό το μάτι τ' ουρανού κι άλλοτε καταχνιά πυκνή το σκοτεινιάζει.
Τ' ωραίο του ωραίου πεθαίνει: θύμα του καιρού ή άθυρμα της τύχης που όλο αλλάζει. Αλλά ο δικός σου ο ήλιος δεν θα δύσει, δεν θα γνωρίσει η άνοιξή σου το χαμό, την ομορφιά σου Άδης θρασύς δεν θα συλήσει, παντοτινά θ' ανθείς, σ' αυτά τα λόγια εδώ. Όσο έχουν μάτια οι άνθρωποι, όσο έχουνε πνοή, τόσο θα ζουν κι αυτά και θα σου δίνουνε ζωή. |