ΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΛΒΙΝΑΣ ΚΑΡΑΛΗ «ΣΑΒΒΑΤΟΓΕΝΝΗΜΕΝΗ»
Τι ήταν το Λιμένι. Τι θάλασσα είχε το Λιμένι. Δεν ξέρω. Δεν πρόσεξα
τίποτα. Η ουσία είναι πως, τρία χρόνια μετά, κοιτούσα από το παράθυρο
τους ουρανοξύστες του Μανχάταν και είχα στο νου μου το Λιμένι. Διαδρομή
προς το Λιμένι – δεν θυμάμαι παρά ελάχιστα πράγματα. Όπως ένα φως άσπρο.
Τα μάτια μου άνοιγαν λίγο λίγο. Μέσα μου επαναλάμβανα «η μικρή Ε-λέ-νη
απ’ το Κω-στα-λέ-ξι πή-ρε α-μπά-ρι-ζα και βγαί-νει». Είχα να ταξιδέψω
καιρό. Ταξίδι σημαίνει ο κάθε δρόμος να σε πηγαίνει στην άκρη του εαυτού
σου. Πώς το λέει ο Πεσόα; «Γύρισα όλο τον κόσμο και δεν αντίκρισα παρά
τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω».
Καθόμουν ήσυχη, με
πληγωμένα βλέφαρα, το ηλιοβασίλεμα συνέπεσε με τη διαδρομή, πρέπει να
ήταν εξαίσιο ηλιοβασίλεμα, για μένα ένα ηλιοβασίλεμα είναι ένα
ηλιοβασίλεμα, δεν υπάρχει λόγος να το διαπιστώσεις στη Σαντορίνη ή στην
Κωνσταντινούπολη. Δεν πρόσεξα σχεδόν τίποτα στη διαδρομή, μόνο κάτι
νεκροθάφτες σε μια στροφή του δρόμου. Έτρωγαν τυρόπιτες ακουμπισμένοι
πάνω στη νεκροφόρα, μέσα το φέρετρο, ένα ξύλο ανοιχτόχρωμο, θλιβερό, με
έπιασε μεγάλη στεναχώρια.Όχι για τον νεκρό, μα για το φέρετρό του.
Στροφές πολλές, λίγες κουβέντες στη διαδρομή, «μου αρέσουν οι ελαιώνες»,
εμένα πάλι όχι (αλλά αφού σου αρέσουν, μια άλλη ματιά και φοβάμαι πως
θα μου αρέσουν και μένα).
Τι παράσταση είχαμε δει στην Επίδαυρο ούτε που
πρόσεξα, ήμουν έξω ξανά και είχα ταραχή (η μικρή Ελένη απ’ το
Κωσταλέξι), το Λιμένι, αν υπήρχε Λιμένι δηλαδή, αργούσε να φανεί, υπό
κανονικές συνθήκες πρέπει να βρίσκεται κάπου στη Μάνη. Δεν θυμάμαι.
Σχεδόν τίποτα, μόνο αλλεπάλληλες στροφές. «Μα δεν είναι υπέροχα δέντρα
οι ελιές;». (Ναι, είναι υπέροχα, πώς δεν το είχα προσέξει;) Ποιος είναι
αυτός που μιλάει για ελιές; Ευγενικό προφίλ. Δεν ήξερα. (Σιγά μην τυχόν
και δεν ήξερα.) Συγγενής από πάντα. Σημασία έχει πως τα έκανε όλα να
μοιάζουν ωραία. Αν μπορούσα να τα ονομάσω έτσι ωραία που τα έκανε, θα
διάλεγα το φτωχό λεξιλόγιο εκείνου που μιλάει όπως νιώθει, όχι όπως
πρέπει να νιώθει. Αλλά δεν μπορούσα. Επί χρόνια ήμουν αναγκασμένη να
μιλάω όπως πρέπει. Ακόμα και το να μιλάω όπως δεν πρέπει ήταν φτιαγμένο
με τη λογική τού όπως πρέπει να μην πρέπει…
Πού στο διάολο είναι το
γαμημένο Λιμένι. Στροφές και ελιές και νεκροθάφτες, κάπου να φτάσουμε,
κουράστηκα. Έτσι εύκολα, νομίζεις, ξαναβγαίνεις στον κόσμο; Γαλάζιος
ουρανός, σταχτιές ελιές, εγώ πάλι αγαπώ τα αλγερίνικα τοπία, η σύζευξη
του γαλάζιου με το πράσινο μου φαίνεται φρικτή, θέλω γκρι της πέτρας,
άσπρο του ασβέστη, άντε μια φραγκοσυκιά στη μάντρα – και εκεί μόνο μού
χωράει το γαλάζιο της θάλασσας. «Θα δούμε και τους πύργους εκεί που θα
πάμε;» «Θα τους δούμε και τους πύργους».Τρία χρόνια πέρασαν, τους
πύργους τους είδα, δεν τους θυμάμαι. Μόνο λίγο φως που έμπαινε από τις
πολεμίστρες. Ένας άλλος τόπος, δεν τον είδα, μπορεί να λεγόταν Πόλη,
μπορεί Αρεόπολη. Ίσως και τα δύο μαζί ή και τίποτα από τα δύο. Δεν
θυμάμαι.
Μόνο κάτι κουλουράκια αγορασμένα από το φούρνο. Έσταζαν λάδι.
Και μετά κάτι ξενώνες, και εκεί ήταν το Λιμένι. Στη ρεσεψιόν μάς έδωσαν
ένα κλειδί κρεμασμένο από μια πλάκα τεράστια. Θεέ μου, φύλαγε, τι πλάκα
ήταν αυτή! Μπρούντζινη, μεγάλη σαν πεντοχίλιαρο, ίσαμε μισό κιλό θα
ζύγιζε και πάνω το νούμερο του ξενώνα. Η βαλίτσα μου χύμα στο ισόγειο, η
δική σου στο μετζοπάτωμα. Μπρίκι για καφέ πάνω στο ψυγειάκι, έναν
τούρκικο τώρα τον έπινα, από το παράθυρο μια θάλασσα, κάτι μπλε τέλος
πάντων, τι τοπίο ακριβώς δεν θυμάμαι.
Κάθισα στο παράθυρο, μπροστά το
συγκεχυμένο τοπίο. Ποια ήμουν δεν ήξερα, τι ήθελα εγώ τόσο μακριά από
την καταπακτή μου δεν ήξερα, ένα μόνο ήξερα. Πως όλα τα ταξίδευα, γιατί
όλα ήσουν. Πίστεψέ με. Όλα. Τοπία, σπίτια, όλα. Και κανένα ταξίδι δεν θα
ταξίδευα αν δεν μου έδινες το χέρι να βγω από την καταπακτή. Μια μεγάλη
ταράτσα – «τι καφέ θες;», δεν θέλω καφέ, «έναν εσπρεσσάκο», θέλω δάκρυα
τώρα, ευτυχώς φεύγεις για λίγο, κοιτάζω τη θάλασσα, τα βλέπω όλα. Όλα
τα μεγάλα ποτάμια. Εκεί. Όλες οι μεγαλουπόλεις του κόσμου. Όλα τα βουνά
και ακόμα περισσότερα από όσα υπάρχουν στη γη. Εκεί. Κατηφόρα από το
Λιμένι προς την παραλία, δεν ξέρω τι είναι το Λιμένι. Μπορεί να μην
είναι καν τόπος. Μπορεί να είναι μόνο όνομα ξενοδοχείου. Λιμένι Οτέλ, με
μια πλακέτα μπρούντζινη ίσαμε μισό κιλό το κλειδί.(Το τελευταίο ταξίδι
της πριν θαφτεί ζωντανή ήταν στην Ανδαλουσία. Ήθελε να πάει να βρει το
διαφορετικό φως. Έφτασε και δεν τυφλώθηκε. Διέσχισε όλη την Ισπανία, δεν
διέσχισε παρά τη μονοτονία του εαυτού της.)
Φιλικοί άνθρωποι στην
παραλία, που μπορεί και να λεγόταν Λιμένι, ήμουν απίστευτα ευτυχισμένη,
με έναν τρόπο πάντα γνώριμο, πάντα ασαφή, τόσο που ήθελα δάκρυα, τρώω το
ψάρι μου, μου λες να μη σου καθαρίζω το δικό σου, δεν σου αρέσουν οι
φροντίδες, εντάξει. Και δεν ρωτώ, δεν ψάχνω παραπέρα. Τρία χρόνια μετά.
Νέα Υόρκη. «Τελικά έρχομαι για μια εβδομάδα. Τι θες να σου φέρω από το
σπίτι;» Η Μαριανίνα. «Τι έχεις πεθυμήσει, μανούλα μου; Ρούχα, παπούτσια;
Τα ξώφτερνα του Ντολτσίνι, ίσως; Κανένα CD, κανένα βιβλίο;» Τίποτε από
όλα αυτά. Το κλειδί που έκλεψα, κράτησα πες, από το Λιμένι. Αριστερό
συρτάρι σκρίνιου, κάτω από τα γράμματα. Μισό κιλό μπρούντζος, θα το
βρεις εύκολα.
Μισό κιλό μπρούντζος και ταξίδεψε Αθήνα-Νέα Υόρκη.Η Μ.
ήρθε, έφυγε, το κλειδί μου ήταν εκεί. Κρυμμένο στο κομοδίνο την ημέρα.
Τις νύχτες, όμως, το έβγαζα και το κρατούσα κάτω από το μαξιλάρι μου.
Μέχρι που μια μέρα ξεχάστηκα και το είδες. «Τι είναι αυτό;» ρώτησες. Τι
να πω. Ένα κλειδί που ταξιδεύει είναι από κάθε άποψη κουτό πράγμα. Η
εξήγηση θα ήταν ακόμα κουτότερη. «Δεν ξέρω τι είναι», είπα αδιάφορα.
«Βρέθηκε μέσα στη μικρή βαλίτσα. Δεν μου θυμίζει τίποτα. Ποιος ξέρει».
Έκανα πως έβλεπα τηλεόραση μετά. «Δεν θυμάσαι;» μου λες. «Ήταν το
ξενοδοχείο στη Μάνη». «Α, ναι; Και πώς παράπεσε ολόκληρο κλειδί στη
βαλίτσα μου;» Δεν ήξερα, πού να ξέρεις εσύ άμα δεν ήξερα εγώ; Κάθισες
μετά λίγο και τα είπαμε. Ένα ταξίδι είναι κάτι εφήμερο, σκεφτόμουν.
Το
ταξίδι του κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο. Κόντευε να ξημερώσει,
σηκώθηκες να πας για ύπνο, και τότε –χωρίς να με ρωτήσεις– με το
καληνύχτα, άπλωσες το χέρι και πήρες το κλειδί. Δεν το ξαναείδα.
Κουκουλώθηκα με το πάπλωμα, γαμημένο Λιμένι, καληνύχτα θησαυρέ μου,
είμαι ψεύτρα για να μην είμαι κουτή, κάνω ευχή για σένα απόψε: Η ζωή
σου. Η ζωή σου η τωρινή και η ζωή σου η μελλοντική. Όπου και να είναι
ακουμπισμένη, να είναι πάντα απαλλαγμένη από όλα όσα, για τα όνειρα και
για ταξίδια, είναι άχρηστα.Ποτέ δεν ξανάγινε λόγος για το κλειδί, δεν
ξαναείδα το κλειδί μου, το κλειδί μου είναι στα χέρια σου, το ταξίδι του
κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο.
ΠΗΓΗ