Σελίδες

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ ΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΕΡΑΜΙΑΝΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΡΗΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΑΡΚΑΚΗ (1872-1950)


Μια κάρτα με τη δυναμική μορφή του Ιησού που εκδιώκει τους εμπόρους από τον ναό, (εκφράζει, σαφώς, την έννοια της «κάθαρσης» της Εκκλησίας από κάθε «ξένο» προς αυτήν στοιχείο) στέλνει το Πάσχα του 1926 από την Ιερουσαλήμ ο μέγας κοινωνικός αναμορφωτής Νίκος Καζαντζάκης, γραμμένη σε μονοτονική γραφή στον Ρεθυμνιώτη φίλο του επίσκοπο Βασίλειο Μαρκάκη (επίσκοπο τότε Αρκαδίας, με έδρα τις Μοίρες της Μεσσαράς Κρήτης και υποστηρικτή αργότερα της Εθνικής Αντίστασης), ενάμιση, περίπου, χρόνο από την πρώτη επίσκεψή του (28-8-1924) στην επισκοπή Αρκαδίας.

«Ιερουσαλήμ Πάσχα 1926
Από την Αγία Πόλη Σας στέλνω ένα
χαιρετισμό γεμάτο σεβασμό και αγάπη.
Ποτέ δε Σας ξεχνώ κι αλησμόνητες μένουν
στον νου και στην καρδιά μου οι θαυμάσιες (-αστές;)
ώρες που πέρασα στην επισκοπή Σας
Καλή Λαμπρή κι ο Χριστός ανέστη!

ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ /ΕΔΩ

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Τέλλος Αγρας - Τρία Ποιήματα


Πανσέδες -Τέλλος 'Αγρας

Άκρα παντού ησυχία– και τηνέ περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ' τη βρύση
κ' οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν·
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίση.

Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει,
κι' αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ' τις άλλες·
πότε, στάλα· και πότε, θάλασσα– και πάει:
μια, στάλα· και μια, θάλασσας μαβειές αγκάλες,

ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα·
και το γειτονικό τ' αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ' το δικό του εντύμα,

το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ' ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ' το λιλά και σ' άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγωνιού φτερά σα νάθελε φορέσει.

Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι' όσο τον βλέπω, στο είναι του– νά, που μου μοιάζει!
Σα να μ' ακούη με το είναι του, κι' ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζη...

K' έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμείγει
–κ' είναι σα να το μέλλη και να μη το μέλλη–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ' αξέβαφα μαβειά με ντύνει, και με θέλει.

Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι' αγάλια, με χωρεί κ' εμένα, ολίγο-ολίγο·
στα μάτια του τ' ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Ποίημα Eρωτικό -Τέλλος Άγρας


Animula vagula, blandula,
            hospes, comesque corporis,
            qua nunc abibis in loca?
            Pallidula, rigida, nudula,
            nec, ut soles, dabis jocos.
                    ADRIANUS

            Ψυχούλα άστεγη, χαϊδεμένη,
            ξενητεμμένη του κορμιού συντρόφισσα,
            για πού μισεύεις;
            Xλωμούλα, τρεμουλιάρα, ολόγυμνη,
            μηδέ θα κάνης πια χαρές, σαν πρώτα.
                    AΔPIANOΣ

Kάτω απ' τις ελιές, οι ώρες σιωπηλές
παίρνουνε τη μέρα πεθαμένη.
Kάτω απ' τις λιγνές, τις σκόρπιες αγριελιές,
άφωνο, πικρό το λείψανο διαβαίνει.

Aχ, τη νειότη σου, ξανθούλα μου Eρωμένη,
με την ώχρα του έχει ο θάνατος βαμμένη.

Mες στο αγέρινο, που φεύγει, δειλινό,
το πορτραίτο της στον ήλιο πώς χλωμαίνει!
Σύρε! Στη ζωήν ακόμη ν' αγρυπνώ
– έτσι μούμελλεν, αγάπη σταυρωμένη!

Ξέβγαλαν τη Mέρα πεθαμένη.
Mας εχώρισαν, χλωμούλα μου ερωμένη!

K' είν' η νύχτα πια, που μαρτυρικιά,
γνώριμη, χωρίς μυστήριο, βασιλεύει...
K' είν' η νύχτα πια, που κρύα και πληχτικιά,
στα βαθειά, βαθειά μου δυναστεύει.

Άκου: σιγανά παραμιλεί ένα φύλλο!
Kάποιο φως μαβύ γλυστρά απ' τα μονοπάτια.
Ώ ψυχή μου, ώ σφάλισε τα μάτια!

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Mιλεί η Ψυχή μιανής Mικρής Φυσαρμόνικας

L' ame des quartiers morts et de tristes enclos.
                                G. RODENBACH

– Kαίει το βερνίκι· ωσάν από κοντύλι
ψιλή, αφρίζει ακόμα η πινελιά.
Mα εσύ έχεις πάλι πυρετό στα χείλη,
που σέρπουν να ζητούν τα πιο παλιά!

Γιά πες μου: έτσι δεν θέλησες; Πηγαίνω
το δρόμο που με αρμήνευες: Aρμό
πού ναύρης να βυζάξης το χαμένο
–τώρα– ριγηλό τέλι των λυγμών;

Eσύ, μπρος στου Iερού, σα χτες ακόμα,
μεταλάβαινες το σκαλί,
κι' απ' του σταυρού το κρύο φιλί
έχεις το μάλαμα στο στόμα.

Kι' όμως τώρα στεκόμαστε, από πάνω,
–τώρα– σε κρίμα δίχως ξαγορά:
αχ, στη γνώμη σου εμόνοιασα: την κάνω
δική μου, αφού ήταν όλη σου η χαρά!

Mόνον, αυτά τα κόκκαλα μην πιάνης!
–καλέ μου! ουδέ για μένα, ουδέ για σέ!–
Eσύ αλοιφήν ελέους δεν πας να βάνης:
μα ν' αναδέψης νεκρές ζεστασιές!

Tο ξέρω τ' άσφαλτο αχείλι τί θέλει·
για την κρυφή πληγή με ψάχνει,– αχ μη!
(μη μουδιάσουν στο πληγωμένο τέλι
του χαμένου χινόπωρου οι λυγμοί!)

Aίμα θα τρέξη... Eίσαι άξιος, σα θελήσης.
Όμως γιατί ξανά με τυραννείς;
Tου ελέγχου και της στείρας ηδονής
το φαρμάκι διπλό για να μ' αφήσης;

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Τέλλος Ἄγρας (1899-1944): ποιητὴς καὶ κριτικός (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Λ. Ἰωάννου)

«Λυρισμὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ φέρνει ἀπὸ τὸ χειροπιαστὸ στὸ ἄπιαστο, ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ μυστήριό της, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα στὴν Ἰδέα. Μά... καὶ τὸ ἀντίθετο!»

Βιογραφικό του Ποιητή /ΕΔΩ

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Nα θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα -Φερνάντο Πεσσόα

Να θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα.
Τίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.
Ο ίδιος ο έρωτας που νιώθουν
Για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.

Για να είσαι μεγάλος, να είσαι ακέραιος: Τίποτε
Δικό σου να μην υπερβάλλεις ή να μη διαγράφεις.
Να είσαι όλα σε κάθε πράγμα. Να βάζεις όσα είσαι
Και στο ελάχιστο που κάνεις.
Έτσι σε κάθε λίμνη ολόκληρη η σελήνη
Λάμπει, γιατί ζει ψηλά.

Αναρίθμητοι ζουν μέσα μας.
Αν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
Ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.
Είμαι μονάχα ο τόπος
Όπου νιώθουν ή σκέφτονται.

Έχω περισσότερες από μια ψυχές.
Υπάρχουν περισσότερα εγώ απ’ το ίδιο το εγώ μου.
Υπάρχω ωστόσο
Αδιάφορος για όλους,
Τους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.

Οι διασταυρωμένες παρορμήσεις
Όσων νιώθω ή δεν νιώθω
Πολεμούν μες σ’ αυτόν που είμαι.
Τις αγνοώ. Τίποτε δεν υπαγορεύουν
Σ’ αυτόν που γνωρίζω ότι είμαι: εγώ γράφω.

Ο θεός Παν δεν πέθανε,
Σε κάθε κάμπο που δείχνει
Στα χαμόγελα του Απόλλωνα
Τα γυμνά στήθη της Δήμητρας —
Αργά ή γρήγορα θα δείτε
Να εμφανίζεται εκεί
Ο θεός Παν, ο αθάνατος.

Όχι δε σκότωσε άλλους θεούς
Ο θλιμμένος χριστιανός θεός.
Ο Χριστός είναι ένας ακόμη θεός,
Ίσως ένας που έλειπε.
Ο Παν συνεχίζει να δίνει
Τους ήχους απ’ τον αυλό του
Στ’ αυτιά της Δήμητρας
Που καμαρώνει στους κάμπους.

Οι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντοτε λαμπεροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι από αιωνιότητα
Και περιφρόνηση για μας,
Φέρνοντας τη μέρα και τη νύχτα
Και τις χρυσαφένιες σοδειές
Όχι για να μας δώσουν
Τη μέρα και τη νύχτα και το στάρι
Μα για άλλον και θείο
Τυχαίο σκοπό.  
μετάφραση: Ανδρέας Παγουλάτος

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι, 392 π.Χ.(απόσπασμα)


 ...Στενοχωριέμαι
και δεν υποφέρω να έχουν σαπίσει τόσο
πολύ τα πολιτικά πράγματα της πόλης μας. Γιατί
τη βλέπω νά 'χει πάντα διεφθαρμένους
αρχηγούς. Κι αν τη μια μέρα φανεί κάποιος
τίμιος,
τις δέκα θα είναι κατεργάρης.
Κι αν στραφείς σε άλλον,
αυτός θα κάνει μεγαλύτερο κακό...
Αριστοφάνης,
Εκκλησιάζουσαι
, 392 π.Χ. (εκδ. Κάκτος, μτφ. Τ. Ρούσσος, Αθήνα 1993


Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

«Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση» -Ανδρέας Εμπειρίκος


 Τις μέρες τις γλυκές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη
βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η
γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους
κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ’ναι πάντα καλοκαίρι
(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος)
αναγαλλιάζουν οι ψυχές,
και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός
αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει
στο κάθε που άγγιξε κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.


September Rain by Dmitry Spiros

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εποχές»
«Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών
ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν
των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-
λούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα
με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-
λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην…»

(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)
               


Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Ιωσήφ Μπρόντσκι - Οι εραστές τ’ Αυγούστου

Ιωσήφ Μπρόντσκι - Οι εραστές τ’ Αυγούστου

«Οι εραστές τ’ Αυγούστου,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια στα χέρια έρχονται,
τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα
τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,
εξαφανίζονται στα σοκάκια,
τρέχουν στις πλατείες.
Στους εραστές τ’ Αυγούστου
αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα
οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω
στα πουκάμισά τους,
φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές
κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.
Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,
να το που χρωματίζει τα δέντρα,
που σβήνει τη λάμπα,
που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα . . .
Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,
γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.
Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.
Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες
κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,
συνομιλώντας με τον εαυτό σου.
Να τα λουλούδια και τια διαμέρισμα με το νέο έρωτα,
με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,
παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,
παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.
Το νέο δείλι θορυβεί,
κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,
κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,
κανείς δε θα σου παρασταθεί,
κανείς δε θα σου σταθεί,
πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,
απ’ τα λουλούδια,
απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.»
(Ιωσήφ Μπρόντσκι, 1961, «Οι εραστές τ’ Αυγούστου.»
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

August lovers,-Joseph Brodsky
August lovers come with flowers,
Invisible calls of their grand attract,
August lovers in red shirts
with half-open mouths
Flashed at crossroads,
disappear in the lanes,
By area, run.
August lovers
The evening air imps
Red-white line of shirts
Owl colors,
Open windows between the black shine parade,
And they all go, all run on some call.
That night life, That evening walks through the city,
Here he paints trees , lights a lamp, varnishes cars,
In the narrow alleys hastily ringing cathedrals,
Go back, access to the balcony, Throw coat.
See, August lovers run downstairs with flowers
Blue jets advertisements rainwater from roofs,
Here you look down, never change places
Never with anyone, did you say to yourself.
Here and flowers and an apartment with a new love,
With the young whipping, overlooking the new circle,
Giving himself to the new cries and new blood,
giving himself, producing flowers from hand.
The new night noise, no return, on a new life,
That no one will be held under your balcony to you
And it will not be for you, and will not, will not close
Than himself to himself, than to their colors, than themselves.

Источник: https://brodskiy.su/stihi-o-lyubvi/avgustovskie-lyubovniki

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Alexandr Pushkin -Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν-Ποιήματα

Αλέξανδρος Πούσκιν-Αγκάθι

Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο κι είμαι πάνω της αγκάθι…
Μην το πείτε και τ` ακούσουνε
η καλή μου μην το μάθει…

Θε ναρθεί γλυκιά κι υπέροχη
την αυγούλα κάποιου Απρίλη
με χαμόγελο στα μάτια της,
μ` ομορφιά πάνω στα χείλη.

Θαμπωμένη από την κόκκινη
καταματωμένη μου όψη
με τ` αργό της το βημάτισμα,
θα σιμώσει να με κόψει.

Μα το κάτασπρο χεράκι της
που αγαπώ και τρέμω τόσο
θα χαρώ -χαρά περήφανη-
με κακία να τ` αγκυλώσω.

Και μια στάλα απ` το αίμα πέφτοντας πέταλά μου ματωμένα
θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
θα γενεί μαζί σας ένα…\

 Μετάφραση Γιάννη Αηδονόπουλου από τις Εκδόσεις Κοροντζή

Αλέξανδρος Πούσκιν—
Επίκληση-

1829

Σε αγαπούσα. Ίσως η αγάπη
δεν έσβησε ακόμα στην ψυχή.
Μα, ας μη σ’ αναστατώνει πια
ο έρωτας μου. Δεν θέλω θλίψη
να σου δώσω περιττή.

…..

Σε αγαπούσα σιωπηλά,
χωρίς ελπίδα βασανισμένος
από ζήλεια και ντροπή.
Σε αγαπούσα τρυφερά κι αληθινά
τόσο που εύχομαι κι’ ο άλλος
έτσι να σ’ αγαπά.

Ένα λουλούδι-—Αλέξανδρος Πούσκιν—
Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Ένα λουλούδι πο ‘χει μαραθεί και ξεθυμάνει
βλέπω μες στο βιβλίο αφημένο.
Ένα παράξενο αίσθημα, θλιμμένο
ως μέσα νιώθω την ψυχή να πιάνει.

Πού ν’ άνθιζε; Και πότε; Ποια άνοιξη, πόσο μακρινή;
Και ν’ άνθισε πολύ; Το ‘κοψαν ποιοι;
Κανένα γνώριμο ή ξένο χέρι;
Κι εδώ το βάλανε γιατί; Ποιος ξέρει.
Συνάντηση θυμίζει τρυφερή
ή τον μοιραίο χωρισμό;
Σε κάμπου σιγαλιά μοναχική
μια βόλτα ή σε δάσος σκιερό;

Να ζει τάχα εκείνος; Μην εκείνη;
Τώρα πού να ‘ναι; Με τις απορίες μένω.
Ή μήπως έχουνε κι οι δυο τους γίνει
σαν το λουλούδι τούτο ‘δω το ξεχασμένο.