Σελίδες

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Autumn Sonnet - Charles Baudelaire


Autumn Sonnet-
Charles Baudelaire
I hear them say to me, your crystal eyes,
' Strange love, what merit do you find in me?'
Be charming and be still! My heart, disturbed
By all except the candour of the flesh

Prefers to hide the secret of its hell
From you whose hand would rock me into sleep,
Nor will it show the legend writ with flame.
Passion I hate, and spirit plays me false!

Let us love gently. Eros in his den,
Hiding in sombre ambush, bends his bow.
I know his arsenal, his worn-out bolts,

Crime, madness, horror-oh pale marguerite,
Are we not both like the autumnal sun,
My o so cool, my fading Marguerite?

 Φθινοπωρινό σονέτο-Σαρλ Μπωντλαίρ, Απαγορευμένα ποιήματα
απόδοση: Γιώργος Σημηριώτης


Τα μάτια σου τα διάφανα σαν κρούσταλλο, μου λένε
«Για σε, παράξενε εραστή, σαν τί να αξίζω τάχα;»
Μείνε όμορφη και σώπα! Αυτή η καρδιά που όλα της φταίνε,
εξόν απ' την πρωτόγονη αθωότητα μονάχα,

δε θέλει το σατανικό κρυφτό της να σου μάθει,
λικνίστρα που το χέρι σου σε ύπνους βαθιούς με κράζει,
ούτε το μαύρο θρύλο της που με φωτιάν εγράφη.
Μισώ το πάθος κι η πολλή ξυπνάδα με κουράζει.

Ας αγαπιόσαστε ήσυχα. Ο έρωτας στη σκοπιά του
τεντώνει το μοιραίο του τοξάρι σκοτεινός.
Ξέρω τί βρόχια στην παλιά, φυλάγει, αρματωσιά του.

τρέλλα και φρίκη κι έγκλημα!- Χλωμή μου μαργαρίτα,
τάχα δεν είσαι σαν κι εμέ ήλιος φθινοπωρινός,
ω εσύ, που τόσο είσαι ψυχρή, λευκή μου Μαργαρίτα.


Causerie
Charles Baudelaire


Vous êtes un beau ciel d'automne, clair et rose!
Mais la tristesse en moi monte comme la mer,
Et laisse, en refluant, sur ma lèvre morose
Le souvenir cuisant de son limon amer.

— Ta main se glisse en vain sur mon sein qui se pâme;
Ce qu'elle cherche, amie, est un lieu saccagé
Par la griffe et la dent féroce de la femme.
Ne cherchez plus mon coeur; les bêtes l'ont mangé.

Mon coeur est un palais flétri par la cohue;
On s'y soûle, on s'y tue, on s'y prend aux cheveux!
— Un parfum nage autour de votre gorge nue!...

Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!  

Συνομιλία
Σαρλ Μπωντλαίρ (μετάφραση: Γιώργος Σημηριώτης)

Είσαι όμορφη σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι!
μα η λύπη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι αφήνει σαν πισωδρομά στ’ αράθυμά μου χείλη,
της θύμησης της πιο πικρής τον κατασταλαγμό.

– Μάταια γλυστρά το χέρι σου στου στήθους μου τα ψύχη·
καλή μου, εκείνο που ζητάει ρημάδι εγίνη πια,
απ’ της γυναίκας τ’ άγριο το δόντι και το νύχι.
Μη την καρδιά μου ψάχνεις πια, τη φάγαν τα θεριά.

Είν’ η καρδιά μου ανάκτορο απ’ όχλους ρημαγμένο·
μεθούν εκεί, σκοτώνονται, τραβιούνται απ’ τα μαλλιά!
–Μ’ από το στήθος σου άρωμα βγαίνει, το γυμνωμένο!..

Ω των ψυχών κακιά πληγή! το θες κ’ εσύ Ομορφιά!
με τα λαμπρά, τα φλογερά σου μάτια ως φωταψία,
και τα ρημάδια αυτά που άφησαν τα θηρία!


Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Γλυκό παράπονο-Federico García Lorca

Να στερηθώ το θαύμα μη μ’αφήσεις
Στα μάτια σου να χάνομαι και να’χω
Τη νύχτα ν’ακουμπάει στο μάγουλό μου
Το ρόδο της ανάσας σου μονάχο.

Πονώ που είμαι εδώ, σ’αυτή την όχθη
Κορμός χωρίς κλαδιά στην ερημιά του
Χωρίς χυμό χωρίς πηλό και άνθη
Για το σαράκι μες στα σωθικά του

Αν είσαι ο κρυμμένος θησαυρός μου
Η σταύρωση και η νωπή μου θλίψη

Κι εγώ σκυλί της επικράτειάς σου
Αυτό που έχω κερδίσει ας μη μου λείψει
Και που στολίζει τώρα τα νερά σου
Με φύλλα από το φθινόπωρό μου.



Federico García Lorca-Sonetos del amor oscuro

¡Ay voz secreta del amor oscuro!
¡ay balido sin lanas! ¡ay herida!
¡ay aguja de hiel, camelia hundida!
¡ay corriente sin mar, ciudad sin muro!

¡Ay noche inmensa de perfil seguro,
montaña celestial de angustia erguida!
¡ay perro en corazón, voz perseguida!
¡silencio sin confín, lirio maduro!

Huye de mí, caliente voz de hielo,
no me quieras perder en la maleza
donde sin fruto gimen carne y cielo.

Deja el duro marfil de mi cabeza,
apiádate de mí, ¡rompe mi duelo!
¡que soy amor, que soy naturaleza!

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Ζωή Καρέλλη-Ποιήματα του Καλοκαιριού


John William Waterhouse: Sweet Summer - 1912

Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς

Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς
τοῦτες οἱ μέρες οἱ καλοκαιρινὲς
ὑπάρχουν μὲ τὴ στιλπνότητα
τῶν λαμπρῶν σωμάτων,
μὲ τὴν ἔκθαμβη προσφορά τῶν,
μὲ τὴν ἔντονη περηφάνεια,
μ’ ἐκείνη τὴ σταθερότητα
που ἔχουν οἱ γυναῖκες
ὅταν εἰν’ ὡραῖες,
πολὐ βέβαιες γιἀ τἠν ἐμορφιά τῶν,
τόσο ποὺ μένουν ἔξαφνα
σκεφτικές, ὅμως, ἀτάραχες,
γεμᾶτες προσμονὴ στέκονται,
μ’ ὑπομονὴ γνωρίζουν,
γνωρίζουν νὰ περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια τὴν ἡδονή
τοῦ ἑαυτοῦ των…
- - - - ---- - - - - - -Ἔτσι
οἱ ἔντονες τοῦ καλοκαιριοῦ μέρες
φαίνονται ἀκέριες –
- - - - - - ---- - - - -καθώς
τὶς περιβάλλουν νύχτες ἐξαίσιες,
μὲ πολὺν ἔρωτα, μυστικόν…


Ζωγράφος-Βασίλης Βαγιάννης

Του καλοκαιριού

Ι
Το ξανθό παλληκάρι του καλοκαιριού
έχει μια γαλανή γραμμή πάνω στο λείο μέτωπο. 
Στα καστανά του μάτια κρατάει τις αχτίδες του ήλιου
μισοκλείνοντας τα σκιερά βλέφαρα,
ψιλοπαίζοντας τις βλεφαρίδες αχτιδωτές.

Ηλιοψημένο στυλώνει το λαμπρό κορμί,
αμέριμνα χαμογελά και άσκοπα.
Φαντάζουν κάτασπρα τα δόντια του,
μοιάζουν τ' άσπρα χαλίκια, καθαροπλυμένα, 
στ' ακρογιάλι του γαλάζιου και κρυστάλλινου νερού.

ΙΙ
Φως καλοκαιρινό γαλάζιο, και χρυσό...
Φουσκώνει αεράκι ελαφρό,
πλανιέται ανάλαφρο αερικό που χάνεται,
για να ξανάρθει δυναμωμένο,
δήθεν θυμωμένο.

Πώς είναι θυμωμένο;
Αφού φέρνει γέλιο χαριτωμένο,
νεανικό, κρυμμένο, άφαντο.
Δοσμένο στο πλούσιο φως,
αμέριμνο, ευτυχισμένο.

ΙΙΙ

Άψογα και προπάντων ζωντανά,
ωραία σώματα νεανικά,
τούτη ζητώ τη βεβαιότητα.
Mη μου θυμίσεις την αρετή,
έχει γεράσει, φόρεσε γυαλιά
με σκελετό χρυσό, φυλάγει
από το φως τ' άχροα μάτια της.
Έχει αραιά μαλλιά, κοκκινωπά,
ασπριδερή επιδερμίδα, όλο φακίδες
κιτρινωπές.

Πες, αν μπορεί
να καταλάβει μια τέτοια γυναίκα
την υπερηφάνεια που χαρίζει ο ήλιος
στο λαμπρό σώμα, εφηβικό,
εκείνου του εφήβου ακριβώς,
που στάθηκε γυμνός και όρθιος,
στην πλώρη της άσπρης βάρκας.
Περνούσε το βαποράκι
της συγκοινωνίας για τα θαλάσσια λουτρά
και οι παχιές γυναίκες με τα πολλά παιδιά,
χειροκροτούσαν απ' το πλοίο έξαλλες.

Από την ποιητική συλλογή Παραμύθια του κήπου (1955), η οποία περιλαμβάνεται στον τόμο Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, Τόμος δεύτερος 1955-1973 (Οι εκδόσεις των φίλων).ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ /  ΕΔΩ

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

Γιώργος Δουατζής, «Μαργαρίτες»


Δώσ’ μου το χέρι σου, αγαπημένη
σήμερα άνθισαν οι μαργαρίτες σου

Είσαι
η αφή των βιβλίων που αγάπησα
οι μουσικές που με ταξίδεψαν
οι ευωδιές που μου χαρίζει το κορμί σου
οι φλύαρα μεστές σιωπηλές εικόνες
που κατακλύζουν τα όνειρά μου
η ζεστασιά που μοιραζόμαστε
τις κάθε φορά μοναδικές αγκαλιασμένες νύχτες
η ουσιώδης σπάνια συντροφιά
στις κακοτράχαλες οδοιπορίες του νου
ο χρόνος που λειαίνει τις αιχμηρές γωνίες μου
η έσχατη πανδαισία των χρωμάτων
όσα δεν μπορούν να ιστορήσουν οι λέξεις
είσαι
Και μην ανησυχείς
πάντοτε θα φροντίζω μη γίνουν όλα λευκά
να μη χαθεί το χρώμα, η ομορφιά
απ’ τις δικές σου μαργαρίτες
Να ξέρεις, θα είμαι κάθε Άνοιξη εκεί
για να τις βλέπω να ανθίζουν
~
από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή, Χάρτινοι απόγονοι, Εκδ. Στίξις


ΑΧΝΑ
Το ποίημα είναι η άχνα της εκπνοής του ποιητή
σ' έναν αρχεόγονο καθρέφτη
όπου χαράζει στίχους με το δάχτυλο
κι όταναφανιστούν από τον άνεμο
βλέπει ολόγυμνο το πρόσωπό του.

[Από την έκδοση]

Γιώργος Δουατζής: «Η γραφή με έμαθε ότι όσο σκάβεις μέσα σου, τα αναπάντητα ερωτήματα (αινίγματα) πληθαίνουν»
Ιστολόγιο του ποιητή https://douatzis.gr/

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, «Η τέχνη του αγιογράφου»

O πατέρας ασκεί την πατροπαράδοτη τέχνη του αγιογράφου, όμως ο γιος του τον πικραίνει, καθώς δείχνει απρόθυμος να συνεχίσει την ίδια τέχνη και προτιμά την ελευθερία της αγροτικής ζωής. Το φλέγον ζήτημα για τον πατέρα είναι να συνεχίσει ο γιος την οικογενειακή παράδοση και γι' αυτό αρνείται να δεχτεί ότι το καλλιτεχνικό ταλέντο ούτε κληρονομείται ούτε διδάσκεται. Το ημιτελές αυτό διήγημα αποτελεί προσχέδιο του ολοκληρωμένου διηγήματος «Oι δυο αγάπες», που δημοσίευσε ο Κ. Θεοτόκης το 1910.

Ο πατέρας εδούλευε ένα ιστόρισμα*, ένα κόνισμα τ' Αϊ-Νικολάου μικροστό, για προσκέφαλο κρεβατιού, κι ο γιος του εκαθότουν στο πλευρό του προσεχτικά κοιτάζοντας τη δούλεψη. Τούτος ήταν ένας νέος ψηλός ως είκοσι χρονών, ενώ ο πατέρας είχε περάσει τα πενήντα. Γύρω στο δωμάτιο που νταβάνι δεν είχε ήταν ακουμπημένες ή κρεμασμένες αγιογραφίες, παλιές άλλες για διόρθωμα, άλλες ατέλειωτες, κι άλλες έτοιμες.
O ζωγράφος εφορούσε τα χωριάτικα ρούχα, ξυπόλυτος με μαύρα σκαλτσούνια·* εκρατούσε στο χέρι ένα μακρύ καλάμι και μια τάβλα με χρώματα γύρω και μια χουφτιά πινέλα που ο ίδιος τα κατασκεύαζε από φτερά ορνιθιών.

«Βλέπεις», είπε του παιδιού του, «για το κρεατί χρειάζεται κοκκινάβαρη* και κίτρινο, οι μαγούλες γένονται λίγο πλιο κόκκινες, και τα μάτια με μαύρο. Αλλά το χρώμα πρέπει να 'ναι πηχτότερο για το πρόσωπο, βάνεις λιγότερον κρόκο αυγού».

«Εκατάλαβα», αποκρίθηκε το παιδί, «μα η επιστήμη είναι δύσκολη. Το χέρι μου δεν ακούει και δεν κάνει ό,τι του προστάζω».

«Σιγά σιγά», του 'πε χαμογελώντας ο πατέρας, «έτσι και 'γώ όταν μ' εδίδαχνε ο πατέρας μου ο συχωρεμένος· μα κείνος ήξερε περσσότερο την τέχνη, λες και τα ζωγραφίσματά του εμιλούσαν· δεν επρόφτακε να μου παραδώσει όλα τα μυστικά κι έμεινα στο μισό δρόμο: όμως μάθε κι εσύ ό,τι ξέρω». Και σα να 'χε θυμηθεί κάτι που να τον έβιαζε. «Α», έσμιξε, «πρέπει να σωθεί και τούτο κι η θύρα με τον “ίδε άνθρωπος”*, θα 'ρθουν την άλλη βδομάδα να την πάρουν για το Στρινήλα*· κάθισε εσύ κάμε τον κάμπο κίτρινο, όπως μπορέσεις, μα πρόσεξε μη λερώσεις τα σουσούμια* του Χριστού. Θα γένει κίτρινος καθώς πάντα».

O νέος αναστέναξε· και χωρίς να αποκριθεί επήγε στην αγκωνή της κάμαρης*, εσήκωσε από τη γης τον τενεκέ του καρυδόλαδου, εσίμωσε* στο παράθυρο, έβγαλε από ένα χάρτινο σακκούλι ένα απλόχερο χώμα κίτρινο, κι έπειτα άρχισε να τ' αλέθει με λάδι μ' έναν πέτρινον κόπανο σε μία μαρμαρένια πλάκα. Κι έτριβε κι έτριβε ρυθμικά.

Το χέρι του όμως εργαζότουν μηχανικά, αλλού ήταν ο νους του. Ανανογιότουν* τ' άλλα τα παιδιά του χωριού, που ως τόσο έσπερναν τη γης, εκυβερνούσαν τα ζευγάρια τους*, εδούλευαν στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ εκείνος ήταν σκλαβωμένος ολημέρα στους τέσσερους πύργους, κι εργαζότουν περιττά δίχως να καταφέρνει τίποτα, έπειτα εθυμότουν στους κάμπους τους χορούς που 'κάναν τα κορίτσια βόσκοντας τα ζα τους, που οι άλλοι τα 'βλεπαν κάθε μέρα, ενώ εκείνος μόλις από μακριά, πηγαίνοντας να παραδώκει σε κάποιο μοναστήρι μιαν εικόνα, σκλαβωμένος στην αυστηρή θέληση του πατέρα. Κι ως τόσο το χέρι του επηγαινοερχότουν οκνά οκνά* απάνω στην πλάκα αλέθοντας το χρώμα.

«Φτάνει τώρα», του 'πε ο αγιογράφος ενώ έβαζε τ' Aϊ-Νικολάου του τα μάτια, και χωρίς να γυρίσει το πρόσωπο· «α παιδί μου, ακόμα δεν εκατάφερες ούτε τούτην την απλή δουλειά. Λυώσε τώρα το χρώμα στο πινάκι* και κάθισε να χρωματίσεις προσεχτικά το ιστόρισμα».

O νέος ξαναναστέναξε αλλά υπάκουσε.

«Θα σου μάθω την τέχνη θέλεις και δε θέλεις, μπορείς και δεν μπορείς. Μ' αυτήνε θα ζήσεις και συ· και σ' έχω κιόλας μονάκριβο, άρα και κατάρα μ' άφηκε ο πάππους σου, να μην αφήσω να χαθεί από το σπίτι του η τέχνη, από τ' Αλεύκι* στο Σιδάρι* σ' όλες τις εκκλησιές του νησιού είναι των παπούδωνέ μας τα ιστορίσματα, επαλιώσανε από τον καιρό και από το λιβάνι, μα φαίνεται ακόμα η τέχνη τους των παλιών· πού να τη φτάκουμε όμως. Πρόσεξε μη σου στάζει το λάδι απάνου στο πρόσωπο· πρόσεξε! Ναι, ένας προπάππους σου εδούλευε και στη χώρα και στα νησιά και στα χωριά, κι ήταν άνθρωπος άγιος, κι ενήστευε σαν εζωγράφιζε κι είναι θαματουργά όλα τα κονίσματά του και τα 'χουν ντυμένα μ' ασήμι [  ] και με χρυσάφι λένε. Και θα πάψουν να γένονται στο σπίτι μου οι άγιοι, σαν κλείσω τα μάτια, για να λείψει και η ευλογία τους; Πρόσεχε πρόσεχε! μου τα λερώνεις όλα· όχι έτσι, στεγνότερο το πινέλο, σφούγγισε με το πανί τ' αυλάκια, έχε επιμέλεια· όσο χειρότερα το κάνεις, τόσος κόπος περσσότερος ώσπου να μάθεις, και περσσότερος και για μένα ν' αποτελειώσω τη θύρα· αγιογραφική θα μάθεις, μου είναι ακριβή και αλλουνού δεν έχω να τηνε διδάξω.
Όσα ξέρω θα τα μάθεις, κι αν είσαι καλός, σε στέρνω και σ' ένα σκολειό ή στη χώρα ή πέρα, κατά πώς τα φέρνει η τύχη. Χτήμα* δεν έχεις αρκετό, για να ζιεις χωρίς να δουλεύεις· μη θέλεις να κάμεις και συ το σκαφτιά ή τον αργαστηριάρη*, για να τρως τον παρά* του κόσμου και ν' αδικεύεις· τούτη είναι η δουλειά σουη πατροπαράδοτη».

Έτσι ορμήνευε ο αγιογράφος τον υγιό του, όλο δουλεύοντας τον Αϊ-Νικόλα του. Είχε τώρα αποτελειώσει την ψαριά γενειάδα του αγιού, είχε βάλει τα κόκκινα χείλια, και το εικόνισμα ήτουν τώρα ζωερό με τα μαύρα μάτια του, με το γελάμενο στόμα, όλος [  ] χοντρά εργασμένος, αλλά με απλότη και με αγάπη. «Κοίτα», επρόστεσε, «τον άγιο –την ευκή του να 'χομε– δεν εβγήκε καλύτερος από τ' άλλα». «Όλο γελάει», αποκρίθηκε ο νέος, ξυώντας με το χοντρό πινέλο τη ζωγραφιά τού «ίδε ο άνθρωπος».

Μα τώρα εβράδιαζε, κι ο αγιογράφος εσφόγγισε τα πινέλα του, τα 'πλυνε με σαπούνι, και τ' απίθωσε* μαζί με την τάβλα του και το καλάμι του απάνου στο λιγδερό* παράθυρο. Έπειτα είπε του γιου του· «Σκοτεινιάζει· άφησε και συ τα χρώματα, τώρα ό,τι έκαμες έκαμες. Πήγαινε να πάρεις λίγον αέρα, πάρε και δυο δεκάρες να πας στ' αργαστήρι, αν θέλεις, και μη λείψεις από το σπερνό*· θα πάω και 'γώ στην εκκλησιά μου, σε λίγο έρχεται κι η μάνα σουαπό κάτω».

O νέος δεν αποκρίθηκε, μα η χαρά εζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, βιαστικά εκατέβηκε τη σκάλα του σπιτιού κι ευρέθηκε όξω.

Πρώτα πρώτα εκοίταξε ολόγυρά του, σα σκοτισμένος από την πολύωρη κλεισούρα, κι έπειτα επήρε το δρόμο κατά τον ανήφορο.

Στο χωριό ήταν κίνηση εξαιρετική και μάλιστα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, επηγαινοερχόνταν κι έτρεχαν ζητώντας παντού κλαριά για κάψιμο, και τα σώριαζαν μπροστά στα σπίτια χαρούμενα φωνάζοντας, παρακινώντας το ένα τ' άλλο, χαλώντας τους φράχτες και τα στεγάσματα των καλυβιών, αψηφώντας τα μαλώματα των γυναικών και των γερόντων που με χολή* τα κοίταζαν.

Κ. Θεοτόκης, Κορφιάτικες ιστορίες, Κείμενα

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

''Ο 'Ερωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος

 ''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
     Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
   Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
     ― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
     Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».

     Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
     Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. 

Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
     Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
     Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

     Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

     Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
     δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.  
 Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

     Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
     κι ο παπάς χειρομυλίζει.

     Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.

     Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
     Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

     Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν. 
   
 Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.   
      ― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... 
Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
     Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. 
Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

     Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
     ― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
     Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
     ― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.

     Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου. 
     Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
     ― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
     Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. 

N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

     Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
     Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
  Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
     Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
     ― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
     Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
     Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
     ― Ποιος είναι;
     Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
     Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
     ― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.

     Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
     O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
     «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
     Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
     ― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
     Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
     Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
     «Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
     Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
     Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.

     Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.

(από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989) 
(Πρωτοδημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1896, στην εφημερίδα "Ακρόπολις"  

 ΠΗΓΗ  https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/2016/12/blog-post_26.html

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

Σαρλ Μπωντλαίρ-Η εξομολόγηση του καλλιτέχνη


Γκυστάβ Κουρμπέ: Πορτρέτο του Μπωντλαίρ

«Από παιδί δύο συναισθήματα αντιμάχονταν στην καρδιά μου: η φρίκη της ζωής και η έκσταση της ζωής.» (Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη)

Σαρλ Μπωντλαίρ-Η εξομολόγηση του καλλιτέχνη

Πόσο αισθητό είναι το τέλος των ημερών του φθινοπώρου! Αχ! διαπεραστικό μέχρι τα κόκαλα! κι αυτό, γιατί υπάρχουν μερικοί γλυκύτατοι αισθησιασμοί που η αοριστία τους δεν αποκλείει την ένταση, κι η αιχμή του Απείρου, είναι η πιο κοφτερή.

Είναι μεγάλη η γλυκύτητα, όταν πνίγεις το βλέμμα σου στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού και της θάλασσας! Μοναξιά, σιωπή, ασύγκριτη αγνότητα του γαλανού! ένα μικρό πανί που τρεμοπαίζει στον ορίζοντα και που με το μικρό του μέγεθος στην απομόνωσή του, μιμείται την αγιάτρευτή μου ύπαρξη, μονότονη μελωδία της φουσκοθαλασσιάς· όλ’ αυτά σκέφτονται ανάμεσά μου, ή σκέφτομαι εγώ ανάμεσά τους (γιατί μέσα στο μεγαλείο του ρεμβασμού το εγώ χάνεται γρήγορα!) σκέφτονται λέω, μουσικά και γραφικά όμως, χωρίς σοφίσματα, χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συμπεράσματα.

Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι σκέψεις, είτε δικές μου είναι, είτε αντανάκλαση είναι των πραγμάτων γίνονται γρήγορα πολύ έντονες. Η ενέργεια μέσα από την ηδονή γεννά μια στενοχώρια κι ένα θετικό βασάνισμα. Τα κλονισμένα νεύρα μου, μπορούν να δώσουν μονάχα κλαψούρικους και πονεμένους καρπούς.

Και τώρα, το βάθος τ’ ουρανού μ’ αφήνει κατάπληκτο. Η διαύγειά του μ’ εξοργίζει. Η ευαισθησία της θάλασσας, η ακινησία του θεάματος, μ’ επαναστατούν… Αχ! πρέπει πάντα να υποφέρει κανείς ή ν’ αποφεύγει αιώνια το ωραίο; Φύση, ανελέητη μάγισσα, θριαμβευτική μου αντίπαλος, άφησέ με! Σταμάτα να δοκιμάζεις τους πόθους και την υπερηφάνεια μου!
Η μελέτη του ωραίου είναι μια μονομαχία, που κάνει τον καλλιτέχνη να φωνάζει από φόβο πριν ακόμα νικηθεί.

(Μπωντλαίρ, Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη, μετάφραση: Ιωάννα Ευσταθιάδη-Λάππα, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1977, σ. 78


Συνομιλία-Σαρλ Μπωντλαίρ-

Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.

Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.

Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...

Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!