Σελίδες

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

Η ιστορία της Χριστουγεννιάτικης κάρτας

Κάθε χρόνο, άνθρωποι από όλο τον κόσμο στέλνουν κάρτες Χριστουγέννων στους φίλους και τις οικογένειές τους. Πρόκειται για μια παράδοση που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα και ο σχεδιαστής της πρώτης κάρτας Χριστουγέννων ήταν ο John Callcott Horsley.
 Ο John Callcott Horsley ήταν ένας άγγλος ζωγράφος, εικονογράφος και σχεδιαστής.
foto from

 Σύμφωνα με σχετικές αναφορές, σχεδιάστηκε τo 1843 από τον καλλιτέχνη John Callcott Horsley κατόπιν παραγγελίας του φίλου του Sir Henry Cole, ιδρυτή του μουσείου Victoria & Albert.
Ο Cole, καθότι πολυάσχολος, δεν είχε χρόνο να γράψει ευχητήριες επιστολές σε φίλους και συγγενείς και ζήτησε τη βοήθεια του Horsley. Έτσι γεννήθηκε η πρώτη κάρτα και μαζί της μια νέα βιομηχανία. Στη συνέχεια ο Joseph Cundall, εκδότης εικονογραφημένων ιστοριών για παιδιά, εξέδωσε 1.000 αντίγραφα της κάρτας, τα οποία πουλήθηκαν σχεδόν όλα προς ένα σελίνι το καθένα. Ένα από τα αντίτυπά της, αυτό που έστειλε ο Cole στη γιαγιά του το 1843, πουλήθηκε το 2001 προς 22.500 λίρες κατακτώντας τον τίτλο της πιο ακριβοπληρωμένης κάρτας στον κόσμο.
Η κάρτα που φιλοτέχνησε ο Horsley είχε το μέγεθος μιας συνηθισμένης ταχυδρομικής κάρτας, έφερε το δημοφιλές ευχετήριο μήνυμα που διατηρείται μέχρι και σήμερα (Χαρούμενα Χριστούγεννα και ευτυχές το νέο έτος) και αντικατόπτριζε τα ήθη της εποχής.

 Οι γιρλάντες από κισσό που ζωγράφισε δημιουργούσαν ένα ρομαντικό πλαίσιο και τα σχέδιά της αναπαριστούσαν φιλανθρωπικές πράξεις (ένδυσης και σίτισης φτωχών και πεινασμένων). Το κεντρικό θέμα έδειχνε μια χαρούμενη οικογενειακή συγκέντρωση, όπου τα μέλη της έκαναν μια πρόποση για τα Χριστούγεννα. Σε αυτή την πρώτη κάρτα ήταν εμφανή και τα δυο βασικά στοιχεία των Βικτωριανών Χριστουγέννων, δηλαδή οι αγαθές πράξεις και ο συνδυασμός καλού φαγητού και ποτού.
Οι αγγλικές χριστουγεννιάτικες κάρτες που ακολούθησαν (τυπωμένες με τη μέθοδο της χρωμολιθογραφίας) είχαν ρομαντικό ύφος και περίτεχνες ανάγλυφες χρωματιστές μπορντούρες. Απεικόνιζαν συνήθως άνθη ή πουλιά επάνω στα κλαδιά, χαρούμενα παιδιά με παιχνίδια και λουλούδια στα χέρια, λιλιπούτειες νεράιδες και ξωτικά και γενικά εικόνες φύσης, παιχνιδιού και χαράς.
Το 1875 η βιομηχανία της χριστουγεννιάτικης κάρτας πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και οι Αμερικανοί άρχισαν να τυπώνουν τις πρώτες τους κάρτες για τα Χριστούγεννα σε πιο φθηνές εκδόσεις έχοντας ως θέμα λουλούδια και πουλιά και προσθέτοντας στη συνέχεια χιονισμένα τοπία, τζάκια και παιδιά να παίζουν.

Ο Λευκός Οίκος ενέταξε το 1953 τις γιορτινές κάρτες στο εθιμοτυπικό του (επί προέδρου Eisenhower) με σκηνές από τον ίδιο τον Λευκό Οίκο. Το ίδιο έκανε και η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας από το 1840 βάζοντας καλλιτέχνες να φιλοτεχνούν κάρτες με πορτρέτα της βασιλικής οικογένειας, προκειμένου να σταλούν σε συγκεκριμένα άτομα.

 Πρώτη στο χορό των εορταστικών καρτών για ενίσχυση του φιλανθρωπικού της έργου μπήκε η Unicef. Η πρώτη χριστουγεννιάτικη κάρτα της σχεδιάστηκε το 1949 από ένα επτάχρονο κοριτσάκι από την μικρή πόλη Rudolfo της πρώην Τσεχοσλοβακίας .
Και φτάνουμε σήμερα στην ηλεκτρονική κάρτα….
Ανέξοδη (σχεδόν πάντα), ταχύτατη και χωρίς να προξενεί ζημιά στο περιβάλλον, η ηλεκτρονική κάρτα μπήκε στη ζωή μας το 1994. Ξεκινώντας με μια ανταπόκριση 10-20 καρτών την ημέρα εκτοξεύτηκε στα δυο επόμενα χρόνια στο 1,7 εκατομμύριο κάρτες συνολικά από έναν μόνο ιστότοπο, το The Electric Postcard. Σήμερα υπάρχει πληθώρα από sites ηλεκτρονικών καρτών που καλύπτουν κάθε γούστο, επιθυμία και περίσταση, με ήχο, κινούμενα θέματα και βίντεο, ίσως λιγότερο ρομαντικές, αλλά σίγουρα πιο φιλικές προς τα δέντρα και, κατ’ επέκταση, προς όλους μας.
Όπως και αν είναι  σήμερα οι χριστουγεννιάτικες κάρτες δεν παύουν να αποτελούν μαζί με το χριστουγεννιάτικο δώρο το σήμα κατατεθέν αυτών των ημερών, δίνοντας μας την ευκαιρία να ανταλλάσουμε όμορφες ευχές με τα αγαπημένα μας πρόσωπα όσο μακριά και αν βρίσκονται αυτά!
Καλά Χριστούγεννα!
 Παλιές Χριστουγεννιάτικε κάρτες











 



Η πρώτη καταγεγραμμένη εμπορική χριστουγεννιάτικη κάρτα εμφανίστηκε στη Βικτωριανή Αγγλία. Σύμφωνα με σχετικές αναφορές, σχεδιάστηκε τo 1843 από τον καλλιτέχνη John Callcott Horsley κατόπιν παραγγελίας του φίλου του Sir Henry Cole, ιδρυτή του μουσείου Victoria & Albert.
Ο Cole, καθότι πολυάσχολος, δεν είχε χρόνο να γράψει ευχητήριες επιστολές σε φίλους και συγγενείς και ζήτησε τη βοήθεια του Horsley. Έτσι γεννήθηκε η πρώτη κάρτα και μαζί της μια νέα βιομηχανία. Στη συνέχεια ο Joseph Cundall, εκδότης εικονογραφημένων ιστοριών για παιδιά, εξέδωσε 1.000 αντίγραφα της κάρτας, τα οποία πουλήθηκαν σχεδόν όλα προς ένα σελίνι το καθένα. Ένα από τα αντίτυπά της, αυτό που έστειλε ο Cole στη γιαγιά του το 1843, πουλήθηκε το 2001 προς 22.500 λίρες κατακτώντας τον τίτλο της πιο ακριβοπληρωμένης κάρτας στον κόσμο.


Πηγή: https://bimag.gr/prwth-xristougenniatikh-karta-istoria/
Η πρώτη καταγεγραμμένη εμπορική χριστουγεννιάτικη κάρτα εμφανίστηκε στη Βικτωριανή Αγγλία. Σύμφωνα με σχετικές αναφορές, σχεδιάστηκε τo 1843 από τον καλλιτέχνη John Callcott Horsley κατόπιν παραγγελίας του φίλου του Sir Henry Cole, ιδρυτή του μουσείου Victoria & Albert.
Ο Cole, καθότι πολυάσχολος, δεν είχε χρόνο να γράψει ευχητήριες επιστολές σε φίλους και συγγενείς και ζήτησε τη βοήθεια του Horsley. Έτσι γεννήθηκε η πρώτη κάρτα και μαζί της μια νέα βιομηχανία. Στη συνέχεια ο Joseph Cundall, εκδότης εικονογραφημένων ιστοριών για παιδιά, εξέδωσε 1.000 αντίγραφα της κάρτας, τα οποία πουλήθηκαν σχεδόν όλα προς ένα σελίνι το καθένα. Ένα από τα αντίτυπά της, αυτό που έστειλε ο Cole στη γιαγιά του το 1843, πουλήθηκε το 2001 προς 22.500 λίρες κατακτώντας τον τίτλο της πιο ακριβοπληρωμένης κάρτας στον κόσμο.


Πηγή: https://bimag.gr/prwth-xristougenniatikh-karta-istoria/

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Autumn Sonnet - Charles Baudelaire


Autumn Sonnet-
Charles Baudelaire
I hear them say to me, your crystal eyes,
' Strange love, what merit do you find in me?'
Be charming and be still! My heart, disturbed
By all except the candour of the flesh

Prefers to hide the secret of its hell
From you whose hand would rock me into sleep,
Nor will it show the legend writ with flame.
Passion I hate, and spirit plays me false!

Let us love gently. Eros in his den,
Hiding in sombre ambush, bends his bow.
I know his arsenal, his worn-out bolts,

Crime, madness, horror-oh pale marguerite,
Are we not both like the autumnal sun,
My o so cool, my fading Marguerite?

 Φθινοπωρινό σονέτο-Σαρλ Μπωντλαίρ, Απαγορευμένα ποιήματα
απόδοση: Γιώργος Σημηριώτης


Τα μάτια σου τα διάφανα σαν κρούσταλλο, μου λένε
«Για σε, παράξενε εραστή, σαν τί να αξίζω τάχα;»
Μείνε όμορφη και σώπα! Αυτή η καρδιά που όλα της φταίνε,
εξόν απ' την πρωτόγονη αθωότητα μονάχα,

δε θέλει το σατανικό κρυφτό της να σου μάθει,
λικνίστρα που το χέρι σου σε ύπνους βαθιούς με κράζει,
ούτε το μαύρο θρύλο της που με φωτιάν εγράφη.
Μισώ το πάθος κι η πολλή ξυπνάδα με κουράζει.

Ας αγαπιόσαστε ήσυχα. Ο έρωτας στη σκοπιά του
τεντώνει το μοιραίο του τοξάρι σκοτεινός.
Ξέρω τί βρόχια στην παλιά, φυλάγει, αρματωσιά του.

τρέλλα και φρίκη κι έγκλημα!- Χλωμή μου μαργαρίτα,
τάχα δεν είσαι σαν κι εμέ ήλιος φθινοπωρινός,
ω εσύ, που τόσο είσαι ψυχρή, λευκή μου Μαργαρίτα.


Causerie
Charles Baudelaire


Vous êtes un beau ciel d'automne, clair et rose!
Mais la tristesse en moi monte comme la mer,
Et laisse, en refluant, sur ma lèvre morose
Le souvenir cuisant de son limon amer.

— Ta main se glisse en vain sur mon sein qui se pâme;
Ce qu'elle cherche, amie, est un lieu saccagé
Par la griffe et la dent féroce de la femme.
Ne cherchez plus mon coeur; les bêtes l'ont mangé.

Mon coeur est un palais flétri par la cohue;
On s'y soûle, on s'y tue, on s'y prend aux cheveux!
— Un parfum nage autour de votre gorge nue!...

Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!  

Συνομιλία
Σαρλ Μπωντλαίρ (μετάφραση: Γιώργος Σημηριώτης)

Είσαι όμορφη σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι!
μα η λύπη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι αφήνει σαν πισωδρομά στ’ αράθυμά μου χείλη,
της θύμησης της πιο πικρής τον κατασταλαγμό.

– Μάταια γλυστρά το χέρι σου στου στήθους μου τα ψύχη·
καλή μου, εκείνο που ζητάει ρημάδι εγίνη πια,
απ’ της γυναίκας τ’ άγριο το δόντι και το νύχι.
Μη την καρδιά μου ψάχνεις πια, τη φάγαν τα θεριά.

Είν’ η καρδιά μου ανάκτορο απ’ όχλους ρημαγμένο·
μεθούν εκεί, σκοτώνονται, τραβιούνται απ’ τα μαλλιά!
–Μ’ από το στήθος σου άρωμα βγαίνει, το γυμνωμένο!..

Ω των ψυχών κακιά πληγή! το θες κ’ εσύ Ομορφιά!
με τα λαμπρά, τα φλογερά σου μάτια ως φωταψία,
και τα ρημάδια αυτά που άφησαν τα θηρία!


Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Γλυκό παράπονο-Federico García Lorca

Να στερηθώ το θαύμα μη μ’αφήσεις
Στα μάτια σου να χάνομαι και να’χω
Τη νύχτα ν’ακουμπάει στο μάγουλό μου
Το ρόδο της ανάσας σου μονάχο.

Πονώ που είμαι εδώ, σ’αυτή την όχθη
Κορμός χωρίς κλαδιά στην ερημιά του
Χωρίς χυμό χωρίς πηλό και άνθη
Για το σαράκι μες στα σωθικά του

Αν είσαι ο κρυμμένος θησαυρός μου
Η σταύρωση και η νωπή μου θλίψη

Κι εγώ σκυλί της επικράτειάς σου
Αυτό που έχω κερδίσει ας μη μου λείψει
Και που στολίζει τώρα τα νερά σου
Με φύλλα από το φθινόπωρό μου.



Federico García Lorca-Sonetos del amor oscuro

¡Ay voz secreta del amor oscuro!
¡ay balido sin lanas! ¡ay herida!
¡ay aguja de hiel, camelia hundida!
¡ay corriente sin mar, ciudad sin muro!

¡Ay noche inmensa de perfil seguro,
montaña celestial de angustia erguida!
¡ay perro en corazón, voz perseguida!
¡silencio sin confín, lirio maduro!

Huye de mí, caliente voz de hielo,
no me quieras perder en la maleza
donde sin fruto gimen carne y cielo.

Deja el duro marfil de mi cabeza,
apiádate de mí, ¡rompe mi duelo!
¡que soy amor, que soy naturaleza!

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Ζωή Καρέλλη-Ποιήματα του Καλοκαιριού


John William Waterhouse: Sweet Summer - 1912

Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς

Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς
τοῦτες οἱ μέρες οἱ καλοκαιρινὲς
ὑπάρχουν μὲ τὴ στιλπνότητα
τῶν λαμπρῶν σωμάτων,
μὲ τὴν ἔκθαμβη προσφορά τῶν,
μὲ τὴν ἔντονη περηφάνεια,
μ’ ἐκείνη τὴ σταθερότητα
που ἔχουν οἱ γυναῖκες
ὅταν εἰν’ ὡραῖες,
πολὐ βέβαιες γιἀ τἠν ἐμορφιά τῶν,
τόσο ποὺ μένουν ἔξαφνα
σκεφτικές, ὅμως, ἀτάραχες,
γεμᾶτες προσμονὴ στέκονται,
μ’ ὑπομονὴ γνωρίζουν,
γνωρίζουν νὰ περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια τὴν ἡδονή
τοῦ ἑαυτοῦ των…
- - - - ---- - - - - - -Ἔτσι
οἱ ἔντονες τοῦ καλοκαιριοῦ μέρες
φαίνονται ἀκέριες –
- - - - - - ---- - - - -καθώς
τὶς περιβάλλουν νύχτες ἐξαίσιες,
μὲ πολὺν ἔρωτα, μυστικόν…


Ζωγράφος-Βασίλης Βαγιάννης

Του καλοκαιριού

Ι
Το ξανθό παλληκάρι του καλοκαιριού
έχει μια γαλανή γραμμή πάνω στο λείο μέτωπο. 
Στα καστανά του μάτια κρατάει τις αχτίδες του ήλιου
μισοκλείνοντας τα σκιερά βλέφαρα,
ψιλοπαίζοντας τις βλεφαρίδες αχτιδωτές.

Ηλιοψημένο στυλώνει το λαμπρό κορμί,
αμέριμνα χαμογελά και άσκοπα.
Φαντάζουν κάτασπρα τα δόντια του,
μοιάζουν τ' άσπρα χαλίκια, καθαροπλυμένα, 
στ' ακρογιάλι του γαλάζιου και κρυστάλλινου νερού.

ΙΙ
Φως καλοκαιρινό γαλάζιο, και χρυσό...
Φουσκώνει αεράκι ελαφρό,
πλανιέται ανάλαφρο αερικό που χάνεται,
για να ξανάρθει δυναμωμένο,
δήθεν θυμωμένο.

Πώς είναι θυμωμένο;
Αφού φέρνει γέλιο χαριτωμένο,
νεανικό, κρυμμένο, άφαντο.
Δοσμένο στο πλούσιο φως,
αμέριμνο, ευτυχισμένο.

ΙΙΙ

Άψογα και προπάντων ζωντανά,
ωραία σώματα νεανικά,
τούτη ζητώ τη βεβαιότητα.
Mη μου θυμίσεις την αρετή,
έχει γεράσει, φόρεσε γυαλιά
με σκελετό χρυσό, φυλάγει
από το φως τ' άχροα μάτια της.
Έχει αραιά μαλλιά, κοκκινωπά,
ασπριδερή επιδερμίδα, όλο φακίδες
κιτρινωπές.

Πες, αν μπορεί
να καταλάβει μια τέτοια γυναίκα
την υπερηφάνεια που χαρίζει ο ήλιος
στο λαμπρό σώμα, εφηβικό,
εκείνου του εφήβου ακριβώς,
που στάθηκε γυμνός και όρθιος,
στην πλώρη της άσπρης βάρκας.
Περνούσε το βαποράκι
της συγκοινωνίας για τα θαλάσσια λουτρά
και οι παχιές γυναίκες με τα πολλά παιδιά,
χειροκροτούσαν απ' το πλοίο έξαλλες.

Από την ποιητική συλλογή Παραμύθια του κήπου (1955), η οποία περιλαμβάνεται στον τόμο Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, Τόμος δεύτερος 1955-1973 (Οι εκδόσεις των φίλων).ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ /  ΕΔΩ

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

Γιώργος Δουατζής, «Μαργαρίτες»


Δώσ’ μου το χέρι σου, αγαπημένη
σήμερα άνθισαν οι μαργαρίτες σου

Είσαι
η αφή των βιβλίων που αγάπησα
οι μουσικές που με ταξίδεψαν
οι ευωδιές που μου χαρίζει το κορμί σου
οι φλύαρα μεστές σιωπηλές εικόνες
που κατακλύζουν τα όνειρά μου
η ζεστασιά που μοιραζόμαστε
τις κάθε φορά μοναδικές αγκαλιασμένες νύχτες
η ουσιώδης σπάνια συντροφιά
στις κακοτράχαλες οδοιπορίες του νου
ο χρόνος που λειαίνει τις αιχμηρές γωνίες μου
η έσχατη πανδαισία των χρωμάτων
όσα δεν μπορούν να ιστορήσουν οι λέξεις
είσαι
Και μην ανησυχείς
πάντοτε θα φροντίζω μη γίνουν όλα λευκά
να μη χαθεί το χρώμα, η ομορφιά
απ’ τις δικές σου μαργαρίτες
Να ξέρεις, θα είμαι κάθε Άνοιξη εκεί
για να τις βλέπω να ανθίζουν
~
από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή, Χάρτινοι απόγονοι, Εκδ. Στίξις


ΑΧΝΑ
Το ποίημα είναι η άχνα της εκπνοής του ποιητή
σ' έναν αρχεόγονο καθρέφτη
όπου χαράζει στίχους με το δάχτυλο
κι όταναφανιστούν από τον άνεμο
βλέπει ολόγυμνο το πρόσωπό του.

[Από την έκδοση]

Γιώργος Δουατζής: «Η γραφή με έμαθε ότι όσο σκάβεις μέσα σου, τα αναπάντητα ερωτήματα (αινίγματα) πληθαίνουν»
Ιστολόγιο του ποιητή https://douatzis.gr/

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, «Η τέχνη του αγιογράφου»

O πατέρας ασκεί την πατροπαράδοτη τέχνη του αγιογράφου, όμως ο γιος του τον πικραίνει, καθώς δείχνει απρόθυμος να συνεχίσει την ίδια τέχνη και προτιμά την ελευθερία της αγροτικής ζωής. Το φλέγον ζήτημα για τον πατέρα είναι να συνεχίσει ο γιος την οικογενειακή παράδοση και γι' αυτό αρνείται να δεχτεί ότι το καλλιτεχνικό ταλέντο ούτε κληρονομείται ούτε διδάσκεται. Το ημιτελές αυτό διήγημα αποτελεί προσχέδιο του ολοκληρωμένου διηγήματος «Oι δυο αγάπες», που δημοσίευσε ο Κ. Θεοτόκης το 1910.

Ο πατέρας εδούλευε ένα ιστόρισμα*, ένα κόνισμα τ' Αϊ-Νικολάου μικροστό, για προσκέφαλο κρεβατιού, κι ο γιος του εκαθότουν στο πλευρό του προσεχτικά κοιτάζοντας τη δούλεψη. Τούτος ήταν ένας νέος ψηλός ως είκοσι χρονών, ενώ ο πατέρας είχε περάσει τα πενήντα. Γύρω στο δωμάτιο που νταβάνι δεν είχε ήταν ακουμπημένες ή κρεμασμένες αγιογραφίες, παλιές άλλες για διόρθωμα, άλλες ατέλειωτες, κι άλλες έτοιμες.
O ζωγράφος εφορούσε τα χωριάτικα ρούχα, ξυπόλυτος με μαύρα σκαλτσούνια·* εκρατούσε στο χέρι ένα μακρύ καλάμι και μια τάβλα με χρώματα γύρω και μια χουφτιά πινέλα που ο ίδιος τα κατασκεύαζε από φτερά ορνιθιών.

«Βλέπεις», είπε του παιδιού του, «για το κρεατί χρειάζεται κοκκινάβαρη* και κίτρινο, οι μαγούλες γένονται λίγο πλιο κόκκινες, και τα μάτια με μαύρο. Αλλά το χρώμα πρέπει να 'ναι πηχτότερο για το πρόσωπο, βάνεις λιγότερον κρόκο αυγού».

«Εκατάλαβα», αποκρίθηκε το παιδί, «μα η επιστήμη είναι δύσκολη. Το χέρι μου δεν ακούει και δεν κάνει ό,τι του προστάζω».

«Σιγά σιγά», του 'πε χαμογελώντας ο πατέρας, «έτσι και 'γώ όταν μ' εδίδαχνε ο πατέρας μου ο συχωρεμένος· μα κείνος ήξερε περσσότερο την τέχνη, λες και τα ζωγραφίσματά του εμιλούσαν· δεν επρόφτακε να μου παραδώσει όλα τα μυστικά κι έμεινα στο μισό δρόμο: όμως μάθε κι εσύ ό,τι ξέρω». Και σα να 'χε θυμηθεί κάτι που να τον έβιαζε. «Α», έσμιξε, «πρέπει να σωθεί και τούτο κι η θύρα με τον “ίδε άνθρωπος”*, θα 'ρθουν την άλλη βδομάδα να την πάρουν για το Στρινήλα*· κάθισε εσύ κάμε τον κάμπο κίτρινο, όπως μπορέσεις, μα πρόσεξε μη λερώσεις τα σουσούμια* του Χριστού. Θα γένει κίτρινος καθώς πάντα».

O νέος αναστέναξε· και χωρίς να αποκριθεί επήγε στην αγκωνή της κάμαρης*, εσήκωσε από τη γης τον τενεκέ του καρυδόλαδου, εσίμωσε* στο παράθυρο, έβγαλε από ένα χάρτινο σακκούλι ένα απλόχερο χώμα κίτρινο, κι έπειτα άρχισε να τ' αλέθει με λάδι μ' έναν πέτρινον κόπανο σε μία μαρμαρένια πλάκα. Κι έτριβε κι έτριβε ρυθμικά.

Το χέρι του όμως εργαζότουν μηχανικά, αλλού ήταν ο νους του. Ανανογιότουν* τ' άλλα τα παιδιά του χωριού, που ως τόσο έσπερναν τη γης, εκυβερνούσαν τα ζευγάρια τους*, εδούλευαν στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ εκείνος ήταν σκλαβωμένος ολημέρα στους τέσσερους πύργους, κι εργαζότουν περιττά δίχως να καταφέρνει τίποτα, έπειτα εθυμότουν στους κάμπους τους χορούς που 'κάναν τα κορίτσια βόσκοντας τα ζα τους, που οι άλλοι τα 'βλεπαν κάθε μέρα, ενώ εκείνος μόλις από μακριά, πηγαίνοντας να παραδώκει σε κάποιο μοναστήρι μιαν εικόνα, σκλαβωμένος στην αυστηρή θέληση του πατέρα. Κι ως τόσο το χέρι του επηγαινοερχότουν οκνά οκνά* απάνω στην πλάκα αλέθοντας το χρώμα.

«Φτάνει τώρα», του 'πε ο αγιογράφος ενώ έβαζε τ' Aϊ-Νικολάου του τα μάτια, και χωρίς να γυρίσει το πρόσωπο· «α παιδί μου, ακόμα δεν εκατάφερες ούτε τούτην την απλή δουλειά. Λυώσε τώρα το χρώμα στο πινάκι* και κάθισε να χρωματίσεις προσεχτικά το ιστόρισμα».

O νέος ξαναναστέναξε αλλά υπάκουσε.

«Θα σου μάθω την τέχνη θέλεις και δε θέλεις, μπορείς και δεν μπορείς. Μ' αυτήνε θα ζήσεις και συ· και σ' έχω κιόλας μονάκριβο, άρα και κατάρα μ' άφηκε ο πάππους σου, να μην αφήσω να χαθεί από το σπίτι του η τέχνη, από τ' Αλεύκι* στο Σιδάρι* σ' όλες τις εκκλησιές του νησιού είναι των παπούδωνέ μας τα ιστορίσματα, επαλιώσανε από τον καιρό και από το λιβάνι, μα φαίνεται ακόμα η τέχνη τους των παλιών· πού να τη φτάκουμε όμως. Πρόσεξε μη σου στάζει το λάδι απάνου στο πρόσωπο· πρόσεξε! Ναι, ένας προπάππους σου εδούλευε και στη χώρα και στα νησιά και στα χωριά, κι ήταν άνθρωπος άγιος, κι ενήστευε σαν εζωγράφιζε κι είναι θαματουργά όλα τα κονίσματά του και τα 'χουν ντυμένα μ' ασήμι [  ] και με χρυσάφι λένε. Και θα πάψουν να γένονται στο σπίτι μου οι άγιοι, σαν κλείσω τα μάτια, για να λείψει και η ευλογία τους; Πρόσεχε πρόσεχε! μου τα λερώνεις όλα· όχι έτσι, στεγνότερο το πινέλο, σφούγγισε με το πανί τ' αυλάκια, έχε επιμέλεια· όσο χειρότερα το κάνεις, τόσος κόπος περσσότερος ώσπου να μάθεις, και περσσότερος και για μένα ν' αποτελειώσω τη θύρα· αγιογραφική θα μάθεις, μου είναι ακριβή και αλλουνού δεν έχω να τηνε διδάξω.
Όσα ξέρω θα τα μάθεις, κι αν είσαι καλός, σε στέρνω και σ' ένα σκολειό ή στη χώρα ή πέρα, κατά πώς τα φέρνει η τύχη. Χτήμα* δεν έχεις αρκετό, για να ζιεις χωρίς να δουλεύεις· μη θέλεις να κάμεις και συ το σκαφτιά ή τον αργαστηριάρη*, για να τρως τον παρά* του κόσμου και ν' αδικεύεις· τούτη είναι η δουλειά σουη πατροπαράδοτη».

Έτσι ορμήνευε ο αγιογράφος τον υγιό του, όλο δουλεύοντας τον Αϊ-Νικόλα του. Είχε τώρα αποτελειώσει την ψαριά γενειάδα του αγιού, είχε βάλει τα κόκκινα χείλια, και το εικόνισμα ήτουν τώρα ζωερό με τα μαύρα μάτια του, με το γελάμενο στόμα, όλος [  ] χοντρά εργασμένος, αλλά με απλότη και με αγάπη. «Κοίτα», επρόστεσε, «τον άγιο –την ευκή του να 'χομε– δεν εβγήκε καλύτερος από τ' άλλα». «Όλο γελάει», αποκρίθηκε ο νέος, ξυώντας με το χοντρό πινέλο τη ζωγραφιά τού «ίδε ο άνθρωπος».

Μα τώρα εβράδιαζε, κι ο αγιογράφος εσφόγγισε τα πινέλα του, τα 'πλυνε με σαπούνι, και τ' απίθωσε* μαζί με την τάβλα του και το καλάμι του απάνου στο λιγδερό* παράθυρο. Έπειτα είπε του γιου του· «Σκοτεινιάζει· άφησε και συ τα χρώματα, τώρα ό,τι έκαμες έκαμες. Πήγαινε να πάρεις λίγον αέρα, πάρε και δυο δεκάρες να πας στ' αργαστήρι, αν θέλεις, και μη λείψεις από το σπερνό*· θα πάω και 'γώ στην εκκλησιά μου, σε λίγο έρχεται κι η μάνα σουαπό κάτω».

O νέος δεν αποκρίθηκε, μα η χαρά εζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, βιαστικά εκατέβηκε τη σκάλα του σπιτιού κι ευρέθηκε όξω.

Πρώτα πρώτα εκοίταξε ολόγυρά του, σα σκοτισμένος από την πολύωρη κλεισούρα, κι έπειτα επήρε το δρόμο κατά τον ανήφορο.

Στο χωριό ήταν κίνηση εξαιρετική και μάλιστα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, επηγαινοερχόνταν κι έτρεχαν ζητώντας παντού κλαριά για κάψιμο, και τα σώριαζαν μπροστά στα σπίτια χαρούμενα φωνάζοντας, παρακινώντας το ένα τ' άλλο, χαλώντας τους φράχτες και τα στεγάσματα των καλυβιών, αψηφώντας τα μαλώματα των γυναικών και των γερόντων που με χολή* τα κοίταζαν.

Κ. Θεοτόκης, Κορφιάτικες ιστορίες, Κείμενα